Σκέψεις πάνω στη ρήση του οσίου Σιλουανού
Τι άραγε είχε ζήσει ο όσιος Σιλουανός και διακήρυξε αυτή την διαχρονική για τα μηνύματά της φράση; ’ραγε το περιεχόμενό της έχει να πει κάτι σε μας τους απλούς καθημερινούς αμαρτωλούς Χριστιανούς; Αναρωτιέμαι, μπορούμε να γίνουμε μέτοχοι της παραπάνω καταστάσεως ή μπορούμε έστω να την ψηλαφίσουμε ή έστω να την
κατανοήσουμε;
Πριν όμως επιχειρήσουμε να αποκωδικοποιήσουμε το νόημα αυτής της φράσης, θα είχε ενδιαφέρον να εξετάσουμε αν θα μπορούσε να παραλληλιστεί η κατάσταση αυτή -σύμφωνα και με τις περιγραφές του γέροντος Σωφρονίου- με παρόμοιες δικές μας βιωθείσες καταστάσεις, παρ ότι δεν έχουμε φτάσει σε επίπεδα αγιότητας.
Έχω την αίσθηση ότι αξίζει να κάνουμε αυτόν τον παραλληλισμό, γιατί έτσι θα διαπιστώσουμε ότι ίσως έχουμε νιώσει παραπλήσιες καταστάσεις -σε μικρότερα βέβαια επίπεδα αναλογίας- μ αυτές που καταγράφουν τόσο παραστατικά οι γέροντες Σιλουανός και Σωφρόνιος στα βιβλία τους.
Όταν λοιπόν βυθιζόμαστε στην απόγνωση, όταν παραλύει ο κόσμος των αισθήσεών μας, όταν κατακλυζόμαστε από μια ζοφερή μαυρίλα, από τη βεβαιότητα του αδιεξόδου από τη διάψευση και της παραμικρής ελπίδας, όταν νιώθουμε ανήμποροι να αντιδράσουμε στη δοκιμασία, όταν έχει γκρεμιστεί κάθε ίχνος αισιόδοξης προοπτικής, τότε
θα μπορούσαμε να ψιθυρίσουμε ότι η ψυχή μας ζει στον ’δη, ότι η θλίψη και η οδύνη της καρδιάς μας μοιάζουν με ατομική βόμβα που περιμένει αργά και κυνικά την πυρηνική σχάση του βαθύτερου είναι μας και την έκλυση εκατοντάδων μιλισίβερτ συσσωρευμένου πόνου που θα μπορούσε να παρομοιαστεί μόνο με το φαινόμενο της
ηφαιστειακής έκρηξης ή της μαύρης τρύπας.
Η ζωή μας είναι συνυφασμένη με τον πόνο και πολλές φορές τον «άδικο». Ο ίδιος ο Χριστός μας έδειξε στην πράξη, ότι, για να ζήσουμε την Ανάσταση, πρέπει πρώτα να περάσουμε απ το καμίνι της Γεθσημανίου θλίψης και της σταύρωσης στον Γολγοθά. Συνεπώς ο πόνος, και μάλιστα στα επίπεδα που οσμιζόμαστε τα χνώτα του ’δη, δεν είναι
κάτι που πρέπει να αποπειραθούμε να ξεγελάσουμε. Αντίθετα πρέπει να τον υποδεχθούμε με ταπείνωση, αγωνιστική διάθεση και προσευχή. Μόνο τότε δε θα καταντήσουμε όμηροι της απελπισίας, αλλά θα αισθανθούμε να μας αγγίζει το παρηγορητικό χάδι του Θεού (συνήθως μέσα απ τα παραδείσια δάκρυα).
Όταν είμαστε λοιπόν μέτοχοι της παραπάνω καταστάσεως θα μπορέσουμε να υποψιαστούμε την υπερβατική κατάσταση της Θεοεγκαταλείψεως και να αναφωνήσουμε το «Κράτα το νου σου στον ’δη και μην απελπίζεσαι». Παρόλ αυτά βέβαια δε μπορούμε να ταυτίσουμε το δικό μας βίωμα με αυτό του γέροντος Σιλουανού. Ίσως -δεν ξέρω- ο
πόνος να είναι μερικές φορές ίδιος σε ένταση, αλλά σίγουρα διαφορετικός στα ποιοτικά του χαρακτηριστικά. Μου έρχεται στο μυαλό η διαφορά μεταξύ σαρκικού και θείου έρωτα.
Ο π. Μάξιμος Έγκερ σχολιάζοντας την φράση «Κράτα το νου σου στον ’δη και μην απελπίζεσαι», καταλήγει στο συμπέρασμα πως το να κρατάμε το νου μας στον ’δη είναι μια πρόσκληση στις πιο σκοτεινές αβύσσους της ύπαρξής μας. Μια πρόσκληση απογύμνωσης της ψυχής μας και έκθεσής της στις ακτίνες της θείας αγάπης. Όσο το θείο Φως
φωτίζει το σκοτάδι της καρδιάς μας, τόσο διακρίνουμε εκεί τις ακαθαρσίες που αμαυρώνουν την εικόνα του Θεού μέσα μας. Όσο περισσότερο συνειδητοποιούμε την αγάπη του Κυρίου και Δημιουργού μας, τόσο πιο πολύ υποφέρουμε που Τον έχουμε πληγώσει. Αλλά αυτή η λύπη είναι ζωηφόρος, αντίθετα από αυτήν της αμαρτίας που είναι
θανατηφόρος.
Βρισκόμαστε στην καρδιά της παραδοξότητας της χριστιανικής εμπειρίας, όπου πρέπει να πεθάνεις για να αναστηθείς· να περάσεις από τον ’δη για να εισχωρήσεις στη Βασιλεία· να ταπεινωθείς για να ανέλθεις· να αδειάσεις (από το εγώ) για να πληρωθείς (από το ’γιο Πνεύμα).
Συνεπώς η μετάνοια, ακόμα και στη ριζική της μορφή, που είναι αυτοκαταδίκη, είναι ακριβώς το αντίθετο της ενοχής. Ενώ η ενοχή συνιστά εγκλεισμό, τελμάτωση, εσωστρέφεια, η μετάνοια είναι απελευθέρωση, κίνηση και άνοιγμα στον άλλο και τον όλως ’λλο.
Ζωτικός