Το μέσο της ενώσεως των πολλών σε ένα είναι η αγάπη, που και αυτό ως μυστήριο είναι σχεδόν ανέκφραστο. Η αγάπη είναι ο ίδιος ο Θεός. «Ο Θεός αγάπη εστί» (Α΄ Ιω. 4,8). Ο Θεός δεν έχει αγάπη σαν ένα απλό χαρακτηριστικό γνώρισμα. Είναι αυτούσια αγάπη, η οποία «ου ζητεί τα εαυτής», «ου λογίζεται το κακόν», «ουκ ασχημονεί», τα πάντα συνδέει και προνοεί, «πάντα στέγει» και δικαίως ουδέποτε εκπίπτει ή αδρανεί, ή εκλείπει, ή αδυνατεί.
Ο νόμος ολοκληρώνεται με το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν». Γι’ αυτό η Γραφή διατάσσει: «Εάν προληφθή άνθρωπος εν τινι παραπτώματι, υμείς οι πνευματικοί (δηλ. οι φορείς της αγάπης), καταρτίζετε τον τοιούτον» (Γαλ. 6,1) και «αλλήλων τα βάρη βαστάζετε και ούτως αναπληρώσατε τον νόμον του Χριστού» (Γαλ. 6,2).
Εάν θέλουμε να περιπατούμε «αξίως της κλήσεώς» μας θα το πετύχουμε με ταπεινοφροσύνη και πραότητα «ανεχόμενοι αλλήλους» με αγάπη. Γίνεσθε μεταξύ σας «χρηστοί, εύσπλαχνοι, χαριζόμενοι εαυτοίς» (Εφεσ. 4,32), υποτασσόμενοι μεταξύ σας με φόβο Θεού.
Την ιδιοτέλεια, το μεγαλύτερο αποτέλεσμα της πτώσεώς μας, μόνον η αγάπη μπορεί να τη συντρίψει και να τη μεταστρέψει σε ανιδιοτέλεια. «Μηδείς το εαυτού ζητείτω, αλλά το του ετέρου» (Α’ Κορ. 10,24), «πάντα υμών εν αγάπη γινέσθω» (Α’ Κορ. 16,14) και το σπουδαιότερο «εντέλλομαι υμίν ίνα αγαπάτε αλλήλους» (Ίω. 15,17).
Αυτή η αγάπη είναι ο απαραίτητος κανόνας και νόμος της ζωής, της ενότητας, της αρμονίας, που καταλήγει στο Θεό, γίνεται όπως είναι ο Θεός, αθάνατος και αΐδιος. Μέσω αυτής επιτυγχάνουμε την αρμονία του γάμου από αυτή τη ζωή ως την αιωνιότητα αφού ο Θεός, η παναγάπη, αποκαλύπτει ότι «εγώ ζω και υμείς ζήσεσθε» (Ιω. 14,19) και «όπου ειμί εγώ, εκεί και ο διάκονος ο εμός έσται» (Ιω. 12,26). Ποιός είναι ο δικός του διάκονος παρά ο υπηρέτης της αγάπης, που όχι μόνο υπηρετεί ανιδιοτελώς, αλλά και την ίδια την ψυχή του πρόθυμα διαθέτει, αν η ανάγκη το απαιτεί, για τη ζωή των άλλων;
Δεν ευσταθούν οι προφάσεις της δήθεν ιδιαιτερότητας των χαρακτήρων ή των συνηθειών και της επιρροής του περιβάλλοντος, ούτε και αυτής της κληρονομικότητας. Η συγκατάβαση της σαρκώσεως του Θεού Λόγου, του Κυρίου μας, ανέπλασε και μεταμόρφωσε όλη τη μεταπτωτική μας διαστροφή και μας πρόσθεσε εξουσία να πατούμε «επί όφεων και σκορπίων και πάσαν την δύναμιν του εχθρού» (Λουκ. 10,19 ). «Πάντα ισχύομεν εν τω ενδυναμούντι ημάς Χριστώ» (Φιλ. 4,13 ). Αυτό το μαρτυρούν οι δεδικαιωμένοι δούλοι του Θεού που υπερέβησαν τον νόμον της φθοράς και της διαστροφής.
(Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, «Συζητήσεις στον Άθωνα». Ψυχωφελή Βατοπαιδινά 13, σ. 144-146)