Αφιέρωμα σε μια αληθινά αγία ψυχή ευλογημένη απο τον Θεό , να μας δείχνει ιδίως σήμερα δεκατρία χρόνια μετά την κοίμησή της τον δρόμο προς την χιλιοπόθητη Άνω Ιερουσαλήμ .
Τα λόγια αυτά του Κυρίου μας εκπληρώνονται και στην αγαπητήν μας αδελφήν Μαρίαν, η οποία πέρασε από αυτήν την γήν σαν ένα άστρον λαμπρόν και έζησε μεταξύ μας διά να φανερωθούν διά της μεγάλης της υπομονής και καρτερίας και της αγογγύστου συνεχούς άρσεως του μεγάλου σταυρού της, τα έργα πού η δύναμις και η αγαθότης του Θεού εργάζεται.
Η αδελφή Μαρία υπήρξε όντως ψηλή. Όπως στο σώ¬μα έτσι και στην ψυχή. Το ότι έπασχε, το ότι πονούσε συνεχώς, το ότι υπέμεινε δοξολογώντας τον Θεόν, αυτό όλοι το βλέπαμε και θαυμάζαμε. Χωρίς να μπορεί κανείς να φανταστή το μέγεθος και την δυνατότητα των πόνων και της θλίψεώς της.
Τα έργα όμως της αγάπης της, την έγνοιά της για κάθε ένα πού έπασχε σωματικά ή πνευματικά, την μέριμνα της για κάθε ένα μοναστηράκι πού γνώρισε, την ελεημοσύνη της, την ταπείνωσί της, την ιεραποστολή της, την πνευματική βοήθεια πού έδιδε στους ανθρώπους πού την πλησίαζαν, κάθε τάξεως και αξιώματος, αλλά πιο πολύ τον πόθο της για πνευματική προκοπή, την αγωνία της μήπως δεν βαδίζη σωστά τον δρόμο της σωτηρίας! Τους με κόπο πνευματικούς της αγώνες, την μεγάλη αγάπη της για τον Χριστό μας και τις πνευματικές αντιλήψεις πού είχε απ΄ Αυτόν, αυτά λίγοι τα γνωρίζουν και νομίζω λίγα γνωρίζουν. Τα πολλά τα γνωρίζει ο δωρεοδότης Χριστός μας, πού μέχρι τέλους της έδωσε την δύναμι να είναι ένα φωτεινό παράδειγμα για όλους μας, στην συνέχισι του αγώνος μας για την σωτηρία της αθανάτου ψυχής μας, μέσα στους δύσκο¬λους και αποκαλυπτικούς καιρούς πού ζούμε.
Επειδή είχα την ιδιαίτερη ευλογία… από τον Κύριο μας, να είμαι μέσα σ΄ αυτούς τους λίγους πού γνώρισαν λίγο περισσότερο και λίγο ενωρίτερα την αδελφή μας Μαρία, και μετά την προτροπή του αγαπητών εν Χριστώ αδελφών να γράψωμε κάτι εις μνημόσυνον αιώνιον, θεώρησα ότι θα ήταν άδικο για τους αγωνιζόμενους αδελφούς μας να κρύψω αυτά πού γνωρίζω για τις προαναφερθείσες αρετές της αδελφής μας Μαρίας, ιδίως τώρα πού δεν υπάρχει ο κίνδυ¬νος να την βλάψωμε πνευματικά, εφ΄ όσον αναπαύεται πλέον στας αιωνίους μονάς και απολαμβάνει τον μισθόν των κόπων της.
Δεν θα πω τίποτε δικό μου. Αργότερα ίσως μας βοηθήση ο Θεός να γράψωμε κάτι περισσότερο. Απλώς θα στα¬χυολογήσω πολύ λίγα από τις επιστολές της πού δείχνουν το μεγαλείο της ψυχής της και τον τρόπο πού αντιμετώπιζε την άρσι του σταυρού της, κατόπιν βέβαια και της ευλογίας του Γέροντός μου.
2. «Πέρσι έτσι καιρό χαροπάλευα και μόνο οι προσευχές των πατέρων με σώσαν. Βέβαια ο θάνατος είναι μαζί μας και δεν μας φοβίζει, αλλά να ετοιμαστούμε.
…Τώρα τελευταία έχω πολύ άσχημες αναλύσεις. Ο γιατρός μου λέει: «Ο Θεός μεθ’ ημών». Τα άφησα όλα στον Κύριο γι΄ αυτό και ζω και μιλώ. Η ψυχή μου είναι βαριά, γεμάτη πόνο και θλίψι, μα την κλείνω ερμητικά με την δύναμι της προσευχής. Από τον αγώνα πού κάνετε εσείς (οι μοναχοί) παίρνω κουράγιο και γίνομαι και ΄γώ άλλος άνθρωπος» (9.10.1986).
3. «…Τώρα πού σου γράφω είμαι στο στρώμα, υποφέρω τρομερά από τα έντερά μου. Είναι Θεοφάνεια και ΄γώ είμαι στο στρώμα. Σκέφτεσαι πόσο αμαρτωλή είμαι να στερηθώ την λειτουργία αυτή. Οι πόνοι μου είναι τρομεροί. Εύχομαι νάναι κάτι πού περνά. Δόξα τω Θεώ» (6.1.1987).
4. «Τα δικά μου νέα περί υγείας όχι καλά. Μετακινούνται τα οστά ψηλά στην πλάτη μου και κάτω αριστερά και σκύβω πιο πολύ με φρικτούς πόνους. Δόξα σοι ο Θεός, ας γίνη το θέλημά Του και τον ευχαριστώ πού με θυμήθηκε γιατί είμαι πολλή ανεπρόκοπη στα πνευματικά μου καθήκοντα» (1990).
5. «Εγώ με τις αμαρτίες μου, πού φαίνεται να είναι πολλές και δεν θα μετανόησα σωστά, βασανίζομαι και υποφέρω τα μέγιστα. Από την κορτιζόνη πού παίρνω αφαιρείται όλον το ασβέστιον και τα οστά μένουν κούφια και η αυξητική ορμόνη πιέζει τα οστά και σπάζουν και εξαρθρώνονται και μετακινούνται και η Μαρία η ψηλή έχει γίνει η Μαρία η καμπούρα. Οι πόνοι μου είναι πολλοί και η ψυχική οδύνη, πού δεν μπορώ να κινηθώ να κάνω τα απαραίτητα πνευματικά, είναι μεγάλη. Μόνο με το αναπηρικό βοήθημα κινούμαι. Μόνη μου καθόλου. Να θέλω να πάρω το πιάτο μου στο τραπέζι είναι αδύνατο. Δόξα σοι ο Θεός πάντων ένεκεν» (10.10.1991).
6. Για την κουρά μου ήτο κάτι πού δεν το φαντάζομαι να σου το περιγράψω. Καιγόμουν ολόκληρη και η καρδιά μου νόμιζα θα σπάση. Από χαρά; από συγκίνησα; Δεν μπορώ να το περιγράψω. Ο γέροντάς μας σε κατάστασι όχι γήϊνη, δεν θα το ξεχάσω. Σαν να βρισκόμασταν στα ουράνια. Δοξασμένο το όνομα του Κυρίου. Νοιώθω όμως φόβο για το ότι πήρα το σχήμα, ότι είμαι ανάξια (όντως είμαι) μήπως δεν κρατήσω τις υποσχέσεις. Ο Θεός να με ελεήση.
Ένα πολύ μικρό δείγμα του μεγαλείου της αδελφής Μαρίας πού η πρόνοια του Θεού την αξίωσε λίγα χρόνια πριν την κοίμησΐ της να λάβη το μέγα και αγγελικό σχήμα όπως ποθούσε (17.8.1993).
7. «Ο κόσμος αρωστά μια μέρα, ένα μήνα, ένα χρόνο. Εγώ υποφέρω σε όλη μου τη ζωή. Οι αμαρτίες μου πολλές και η μετάνοια ολίγη, γι΄ αυτό υποφέρω…» (1994).
8. «Περνώ δυσκολίες με κάτι πόνους πού με πιάνουν στην κεφαλή και επηρεάζουν και την ψυχή μου και είναι ανυπόφοροι. Ζητώ από όλους τους αγίους βοήθεια. Βάζω αγίασμα του αγίου Νεκταρίου και συνέρχομαι κάπως και λαδάκι του αγίου Ραφαήλ. Πάτερ Νήφωνα, νοιώθω τόσο αμαρτωλή πού αηδειάζω τον εαυτό μου. Κάνω εξομολόγησι μα δεν κλαίω για τις αμαρτίες μου το ζώον, και ούτε πού πηγαίνω να κοινωνήσω κλαίω. Όμως προσεύχομαι πολύ και ετοιμάζομαι για την Θεία Κοινωνία, και αν δεν νοιώσω μέσα μου κάτι ωραίο και άκρα γαλήνη δεν κοινωνώ. Ο Θεός να με ελεήση την αμαρτωλή!».
9. «Ευλογείτε και καλόν στάδιον. Είθε όλοι μας να ανεβαίνουμε λιγάκι Γολγοθά και να νοιώσουμε τα άγια πάθη και την ανάστασι» (Μεγάλη Σαρακοστή 1997).
10. «Η ζωή αυτή δεν έχει καμμία σημασία. Κρατήσου όπως τον ναυαγό να περάσωμε την πρόσκαιρη προσφυγιά, για να περάσουμε στην αιωνιότητα».
11. «Η χάρις του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά πού γιόρταζε χθες νάναι βοήθειά σου. Πολύ αγαπώ και ευλαβούμαι τον άγιο Γρηγόριο και τον γιορτάζω και πολύ αγαπώ το μοναστήρι του στα Κουφάλια. Τώρα για να το βοηθήσω τους είπα να μου στείλουν δύο κιβώτια λαμπάδες για την Ανάστασι να τις πουλήσω. Από εδώ πού βρίσκομαι θέλω να διακονώ. Με το τηλέφωνο και τους πολυπληθείς φίλους κάνω πολλές δουλειές. Έχω πολλά μοναστηράκια στη σειρά πού τα βοηθώ. Δόξα σοι ο Θεός».
12. «Εγώ προσπαθώ όσο μπορώ να υπακούσω στον πνευματικό μου και στις συμβουλές των βιβλίων πού διαβάζω από τους διάφορους γέροντες και από τις Πράξεις των Αποστόλων και φυσικά από το Ευαγγέλιον, αν και κακώς δεν διαβάζω πολύ συχνά το Ευαγγέλιον. Αφού είμαι ένα ζώον, όσο προσπαθώ τόσον πίπτω. Πάντως από τότε πού με ήξερες άλλαξα η χαμένη αρκετά προς το καλόν. Έτσι νομίζω. Έπαψα την αργολογίαν, τόσο πού αρωστώ όταν ακούω άλλους να κουτσομπολεύουν και κακολογούν κάποιους. Κλαίει η ψυχή μου γι΄ αυτό και οικτίρω τον εαυτόν μου. Γι΄ αυτό μένω στο σπίτι, οι συναναστροφές μου είναι πονεμένοι άνθρωποι πού τους βοηθώ και μιλώ για τον Κύριον» (1986).
Σιγά – σιγά με βοήθησε ο Κύριος μας και πήγα και προσκύνησα τον ναόν του. Την Αποκαθήλωσι, τον Πανάγιο ν Τάφον όπου με έπιασαν τα κλάματα και συγκίνησι μεγάλη. Το τί ένοιωσα και νοιώθω μέσα μου δεν περιγράφεται. Μετά πήγαμε στον Γολγοθά του Κυρίου. Εκεί ακούμπισα και ζήτησα την βοήθεια του Χριστού μας και έκλαψα πολύ. Ζήτησα να με βοηθήση να περάσω τον μικρόν μου Γολγοθά αγόγγυστα. (από Ιεροσόλυμα το 1987).
13. Εγώ με την μάμα μου ζούμε όπως τις Μοναχές, για κανένα δεν έχομε να πούμε τίποτε, όλους τους βοηθάμε… (1989).
14. …Το πρωί πού σηκώνομαι κάνω το μεσονυκτικό και μετά τον εξάψαλμο και ότι άλλο μπορώ και την νοερά προσευχή… Το βράδυ προοιμϊακό, εσπερινό, απόδειπνο και χαιρετισμούς. Μετάνοιες σωστές δεν μπορώ να κάνω. Κάνω μισές, όπως βολεύομαι. Την παράκλησι της Παναγίας, κάποτε και του αγίου Ραφαήλ, πού προσπαθώ να την κάνω κάθε μέρα, αλλά τώρα παίρνω βαριά χάπια για την γκράουθ χόρμαν και δεν μπορώ όπως παλιά. Όμως προσπαθώ.
15. «Ο Θεός με κτυπά με χίλια δυο να χάσω τον εγωϊσμό μου…».
16. «Έκλαψα από συγκίνησι στον Κύριο, πού με θυμάται ακόμα την χαμένη και αμαρτωλή. Από τα αμαρτήματά μου και τις παρακοές μου, ντρέπομαι να κοιτάξω την εικόνα του Κυρίου μας στα μάτια…».
17. «Εμείς εδώ ζούμε την καλήν ζωήν, την καλοπέρασιν και η ψυχή μας είναι κατάμαυρη και δεν έχει χαραμάδα να περάση αχτίνα φωτός. Ο Θεός να μας βοηθήση να νικήσουμε την ακηδία και έλθουμε πιο κοντά στον Χριστό μας. Δεν θέλω να πικραίνω τον Κύριο μας, ό,τι μπορώ το κάνω, όμως προσπαθώ να κάνω περισσότερα…».
Ένα πλήθος νέων ανθρώπων εύρισκαν παρηγοριά κοντά της και εναπέθεταν τα προβλήματά τους και έφευγαν χαρούμενοι και αναπαυμένοι. Αναδείχτηκε σε μια σύγχρονη Αμμά εφ΄ όσον σ΄ αυτήν άνοιγαν την καρδιά τους κληρικοί, μοναχοί, ηγούμενοι, γερόντισσες, επίσκοποι και πολιτικοί άρχοντες.
Η αδελφή Μαρία ήτο πόλος έλξεως και το προσφυγικό σπιτάκι της στη Λεμεσό κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις κουρασμένες ψυχές. Πολλά παιδιά έπαιρναν την ευχή και συμβουλή της πριν αναχωρήσουν για το μοναχισμό και πολλές χριστιανικές οικογένειες δημιουργήθηκαν με τη συμβουλή της.
Η Κύπρος είναι πιο φτωχή με την απουσία της αδελφής Μαρίας, αλλά και πιο πλούσια εφ΄ όσον κοντά στο πλήθος των αγίων και μαρτύρων της προσετέθη ακόμη μία μαρτυρική ψυχή. Οι τελευταίοι μαρτυρικοί μήνες πού πέρασε μέσα στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου Λεμεσού την καθάρισαν ακόμη περισσότερο όπως το χρυσάφι μέσα στο καμίνι. Φαίνεται ήθελε να την λαμπικάρη ο Θεός, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Ο πόνος μας είναι μεγάλος για τον χωρισμό, αλλά και η παρηγοριά μας εξ ίσου μεγάλη, διότι γνωρίζομε ότι θα πρεσβεύη η αξιομακάριστος και αείμνηστος εν Χριστώ αδελφή μας Μαρία, και για μας εκεί πού βρίσκεται.
***
Αυτή η κοπέλα ήταν μία τυπικά χριστιανή στα πρώτα χρόνια και η μητέρα της καλή χριστιανή. Ό¬ταν μεγάλωσε και μεγάλωνε και έγινε δυσθεώρητη, έγινε 2.30 μ., αφού στο Νοσοκομείο έβαλαν δύο κρεββάτια τα ένωσαν για να την χωρέσει, όταν πέθανε το φέρετρό της ήταν από εδώ μέχρι εκεί πού είναι η καρέκλα. Την ζήτησαν στην Αμερική και πήγε, με έξοδα της Κυβερνήσεως, για εξετάσεις. Για να ερευνήσουν το φαινόμενο. Συνήλθαν εκεί οι μεγάλοι γιατροί κ.τ.λ. κι άλλος έλεγε γιγαντισμό κι άλλος διάφορες θεωρίες. Δεν μπορούσαν όμως επακριβώς να δουν τί έπαθε η Μαρία κι έγινε τόσο μεγάλο πράγμα, τόσο μεγάλος άνθρωπος. Και βέβαια της είπαν τότε πώς είχε ένα πρόβλημα.
Όλο το κεφάλι της μέσα είχε όγκο, ο οποίος πίεζε τα μάτια και θα έχανε το φως της, θα τυφλωνόταν. Οι Αμερικάνοι προσφέρθηκαν να αγοράσουν τον σκελετό της και αυτή λυπήθηκε πάρα πολύ, όταν το άκουσε, γιατί ήταν ένα φαινόμενο γι΄ αυτούς έτσι να την διατηρήσουνε για λόγους επιστημονικούς. Σ΄ αυτήν την κατάσταση επέστρεψε στην Αθήνα μετά από την Αμερική, και μια κοπέλα της λέει εκεί, δεν πάμε να δούμε το γέρο Πορφύριο στην Πεντέλη; Η Μαρία δεν είχε ιδέα από γέροντες κι απ΄ αυτά τα πράγματα, και της λέει: τί να μου πει κι αυτός ο γέ¬ρος! Με πήγαν στην Αμερική και με είδαν τόσοι επιστήμονες, τί να μου πει κι αυτός ο γέρος! Έλα πάμε, είναι και τυφλός και δεν μιλάει και καλά. Η Μαρία είπε, είναι και τυφλός και δεν ακούει και καλά… Η Μαρία, ήταν σε μια κατάσταση απελπισίας, τέλος πάντων από δώ από κει την έπεισαν να πάει.
Πήγε λοιπόν, και μαζί της πήγε η μακαριστή πλέον μητέρα της , η κ. Κωνσταντία, μια μοναχή κι η κοπέλα εκείνη πού πήγε κι άλλοι δύο άνθρωποι. Πήγαν στο κελί του γέροντα, ήταν τυφλός ο γέροντας Πορφύριος κι όταν μπήκαν μέσα της λέει: γιατί σου έλεγε η φίλη σου να έρθεις και δεν ερχόσουν και της είπε ακριβώς τί έλεγε η Μαρία. Αύτη ντράπηκε και της λέει τί έπαθες; Λέει, γέροντα θα χάσω το φως μου κι έκλαιγε. Της λέει, όχι παιδί μου το φως σου, τα κόκκαλά σου θα σπάζουν… Του λέει, όχι γέροντα, τα κόκκαλά μου είναι γερά, δεν έχουν τίποτα τα οστά μου, το φως μου θα χάσω. Της άπαντα όχι το φως σου, τα οστά σου. Αυτή το επαναλαμβάνει τρίτη φορά, γέροντα το φως μου. - Όχι το φως σου, τα οστά σου θα συντρίβουν. Αυτή δεν καταλάβαινε. Της λέει ο γέροντας, γονάτισε. Γονάτισε όπως μπόρεσε κι ο γέροντας έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι της κι άρχισε να προσεύχεται. Και μου έλεγε η Μαρία, αισθανόταν μέσα το κεφάλι της να βράζει ολόκληρο, οπότε της λέει ο γέροντας: δεν θα χάσεις το φως σου, τα οστά σου θα βγουν, θα τρίβονται τα οστά σου. Αύτη δεν πίστεψε. Λέει ο π. Πορφύριος, από που το έπαθες αυτό, σου είπαν οι γιατροί; Του απάντησε: γέροντα οι γιατροί δεν βρήκαν την αιτία, είπαν γιγαντισμός είναι, δεν βρήκαν την αιτία. Λέει στην μητέρα της: εσύ θυμάσαι πού ήσουν έγκυος στην Μαρία; Η Μαρία ήταν 43 ετών τότε, λέει η μητέρα της ε! θυμούμαι. Της λέει θυμάσαι, όταν ήσουν δύο μηνών πού έκανες πολλούς εμετούς; Θυμά-μαι αμυδρά γέροντα. Θυμάσαι πού σε πήγε ο άντρας σου σε έναν γιατρό; πού να θυμάμαι τώρα τον γιατρό; και αρχίζει ο γέροντας να της περιγράφει: θυμήσου πού κατεβαίνατε με λεωφορείο από το χωριό σας, κατεβαίνατε σε μια πλατεία και της περιγράφει την πλατεία πριν από 42 χρόνια, σε πήρε ο άντρας σου και σε πήγε στον τάδε δρόμο κι άρχισε να της διηγείται τον δρόμο κι η Κωνσταντία άρχισε να θυμάται τον δρόμο εκείνο, σε πήγε σ΄ έναν τόπο πού η πόρτα ήταν πράσινη, στο ιατρείο του ανθρώπου εκείνου.
Μπήκες μέσα και του είπες ότι κάνεις πολλούς εμετούς από την εγκυμοσύνη και σου έδωσε ένα φακελάκι με χάπια, με 15 χάπια μέσα, τα θυμάσαι; λέει θυμάμαι γέροντα. Λέει ο Γέροντας τα χάπια εκείνα ήταν χάπια επιληψίας, έκανε λάθος ο γιατρός, τα ήπιες και παραμορφώθηκε το έμβρυο γι΄ αυτό κι έγινε έτσι η κόρη σου. Και πραγματικά, το έστειλαν το μήνυμα αυτό στην Αμερική, κι ήταν πραγματικώς επιστημονικά. Αυτή όμως μετά τελικά τί έγινε; Σταμάτησε να χάνει το φως της κι άρχισε να τρίβονται τα κόκκαλά της. Μια φορά ήμουν παρών εγώ, πού ένα κόκκαλο από την πλάτη της τρύπησε το δέρμα της και βγήκε έξω, συντρίβονταν τα κόκκαλά, διαλύονταν τα κόκκαλά, όπως ακριβώς της είχε πει ο π. Πορφύριος. Ο γέροντας, όταν βγήκε η Μαρία έξω, είπε: αυτή είναι μια αγία, και περιέγραψε την Μαρία.
Βιογραφικά στοιχεία
Η αδελφή Μαρία γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1947 στην κατεχόμενη κωμόπολη της Κυθραίας. Εκ γενετής είχε όγκο στην υπόφυση του εγκεφάλου πού της έφερε τον γιγαντισμό. Κάτι σπάνιο και παράξενο για την εποχή μας. Οι θεραπείες πού έγιναν εδώ και στο εξωτερικό δεν έφεραν κανένα θετικό αποτέλεσμα, παρά μόνον ταλαιπωρίες και πόνους. Από τα παιδικά της χρόνια υπέφερε όχι τόσο σωματικά αλλά ψυχικά, από τον χλευασμό, την κοροϊδία και τα κρυφά γέλια του κόσμου. Δεν μπορούσε να κυκλοφορήσει εκτός από το περιβάλλον της. Ποτέ όμως δεν απάντησε σε κανένα, ποτέ δεν θύμωσε, μόνο μέσα της βαθειά πονούσε και έκλαιγε. Ύστερα ήλθε η προσφυγιά για να επιδεινώσει την κατάστασή της. Έφυγε από τον τόπο πού την ήξεραν και την εκτιμούσαν, εστερήθηκε τους φίλους της και τους ανθρώπους πού την αγαπούσαν και βρέθηκε σ΄ ένα άγνωστο μέχρι τότε γι΄ αυτήν μέρος.
Όμως η πολλή μεγάλη ψυχική δύναμη πού είχε, η αγωνιστικότητά της, η πίστις της, η αγάπη της για τον Θεό και τον άνθρωπο, την έκαναν να τα ξεπεράση όλα, να σταθή στα πόδια της, ν΄ αγνοήση τους χλευασμούς και ν΄ αρχίση μια νέα ζωή στην προσφυγιά. Μια ζωή γεμάτη προσφορά αγάπης στον άνθρωπο, όποιο και αν ήταν το κόστος γι΄ αυτήν. Η υγεία της κλωνίζεται σιγά-σιγά, οι πόνοι γίνονται αβάστακτοι, η μετακίνηση της δύσκολη, αλλά αυτά τα αγνοεί μπροστά στην σημαντική ιεραποστολική της διακονία. Ο πόνος με τον καιρό έγινε ο αχώριστος σύντροφός της. Νύκτες ολόκληρες καθόλου δεν μπορεί να ξαπλώση. Το βασανισμένο της σώμα δεν αναπαύεται. Ούτε ένα βήμα δεν μπορεί τώρα να κάνη. Κινείται μόνο με αναπηρική καρέκλα. Συμφιλιώθηκε δμως με τον πόνο. Ποτέ δεν γόγγυσε και δεν διαμαρτυρήθηκε. Την προσωπική της ξεκούραση την αψηφούσε μπροστά στην αγάπη της για τους συνανθρώπους της πού την επλησίαζαν. Όλους τους συμβούλευε και νουθετούσε με διάκριση, τους βοηθούσε με πνευματική αρχοντιά και καθοδηγούσε με λεπτότητα και μητρική αγάπη. Όταν βρισκόταν κανείς κοντά της και συνομιλούσε διεπίστωνε την ευφυΐα της, την πλατειά της αντίληψη σ΄ όλα τα θέματα, το γερό μνημονικό της και το χαριτωμένο χιούμορ της. Τους δύο τελευταίους μαρτυρικούς μήνες πού τους πέρασε ακίνητη στο κρεβάτι του Νοσοκομείου έδειξε όλο το μεγαλείο της υπομονής, της καρτερίας και της αγάπης της στον Θεό. Δεν βαρυγγόμησε ποτέ και συνεργαζόταν άψογα με τους γιατρούς και νοσοκόμους μέχρι και τις τελευταίες της ώρες. Το σώμα της γέμισε πληγές, τα πόδια της έλιωσαν και καθόλου δεν μπορούσε να κινηθή. Τίποτε σωστά δεν λειτουργούσε στον οργανισμό της, μόνον η φωνή της και η διαύγεια του πνεύματος της έμειναν μέχρι το τέλος, για να θυμίζουν τα μεγάλα τα της πίστεως, υπομονής, προσευχής και αγάπης κατορθώματα. Και σ’ αυτές τις δύσκολες στιγμές είχε την φροντίδα πολλών, την δε παραμονήν της αναχωρήσεως της έδωσε εις εν Χριστώ επισκέπτην το ποσόν των 105 Κυπριακών λιρών υπέρ του μικρού ιεραποστολικού έργου τής Ορθοδόξου Κυψέλης. Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός την παρέλαβε στην Βασιλεία Του τα ξημερώματα της 20ης Ιανουαρίου του 1998, αφήνοντας πίσω της ορφανεμένες τις ψυχές πού την αγάπησαν και την πόνεσαν. Η έλλειψή της είναι αισθητή και το κενό της απουσίας της ευχόμεθα να το αναπλήρωση ο Θεός με άλλο κατάλληλο πρόσωπο πού θα παρουσίαση.Γενικά η αδελφή Μαρία εβίωσε κατά το θέλημα του Θεού σε όλη της την ζωή. Το φωτεινό της παράδειγμα προς μίμησι και αντιγραφή μας. Της αξιομακαρίστου αδελφής Μαρίας η μνήμη είθε να είναι αιωνία, η δε μερίς αυτής μετά των δικαίων και αγίων Αγγέλων.
Λίγα λόγια αγάπης για το βίο και την προσωπικότητα της αδελφής Μαρίας Μοναχής
του μοναχού Νήφωνος βατοπαιδινού
Όταν ο Ιησούς μας συνάντησε τον εκ γενετής τυφλόν «ηρώτησαν αυτόν οι μαθηταί αυτού λέγοντες· ραββί, τις ήμαρτεν, ούτος η οι γονείς αυτού ίνα τυφλός γεννηθή; απεκρίθη ο Ιησούς· ούτε ούτος ήμαρτεν ούτε oι γονείς αυτού, αλλ΄ ίνα φανερωθή τα έργα του Θεού εν αυτώ».Τα λόγια αυτά του Κυρίου μας εκπληρώνονται και στην αγαπητήν μας αδελφήν Μαρίαν, η οποία πέρασε από αυτήν την γήν σαν ένα άστρον λαμπρόν και έζησε μεταξύ μας διά να φανερωθούν διά της μεγάλης της υπομονής και καρτερίας και της αγογγύστου συνεχούς άρσεως του μεγάλου σταυρού της, τα έργα πού η δύναμις και η αγαθότης του Θεού εργάζεται.
Η αδελφή Μαρία υπήρξε όντως ψηλή. Όπως στο σώ¬μα έτσι και στην ψυχή. Το ότι έπασχε, το ότι πονούσε συνεχώς, το ότι υπέμεινε δοξολογώντας τον Θεόν, αυτό όλοι το βλέπαμε και θαυμάζαμε. Χωρίς να μπορεί κανείς να φανταστή το μέγεθος και την δυνατότητα των πόνων και της θλίψεώς της.
Τα έργα όμως της αγάπης της, την έγνοιά της για κάθε ένα πού έπασχε σωματικά ή πνευματικά, την μέριμνα της για κάθε ένα μοναστηράκι πού γνώρισε, την ελεημοσύνη της, την ταπείνωσί της, την ιεραποστολή της, την πνευματική βοήθεια πού έδιδε στους ανθρώπους πού την πλησίαζαν, κάθε τάξεως και αξιώματος, αλλά πιο πολύ τον πόθο της για πνευματική προκοπή, την αγωνία της μήπως δεν βαδίζη σωστά τον δρόμο της σωτηρίας! Τους με κόπο πνευματικούς της αγώνες, την μεγάλη αγάπη της για τον Χριστό μας και τις πνευματικές αντιλήψεις πού είχε απ΄ Αυτόν, αυτά λίγοι τα γνωρίζουν και νομίζω λίγα γνωρίζουν. Τα πολλά τα γνωρίζει ο δωρεοδότης Χριστός μας, πού μέχρι τέλους της έδωσε την δύναμι να είναι ένα φωτεινό παράδειγμα για όλους μας, στην συνέχισι του αγώνος μας για την σωτηρία της αθανάτου ψυχής μας, μέσα στους δύσκο¬λους και αποκαλυπτικούς καιρούς πού ζούμε.
Επειδή είχα την ιδιαίτερη ευλογία… από τον Κύριο μας, να είμαι μέσα σ΄ αυτούς τους λίγους πού γνώρισαν λίγο περισσότερο και λίγο ενωρίτερα την αδελφή μας Μαρία, και μετά την προτροπή του αγαπητών εν Χριστώ αδελφών να γράψωμε κάτι εις μνημόσυνον αιώνιον, θεώρησα ότι θα ήταν άδικο για τους αγωνιζόμενους αδελφούς μας να κρύψω αυτά πού γνωρίζω για τις προαναφερθείσες αρετές της αδελφής μας Μαρίας, ιδίως τώρα πού δεν υπάρχει ο κίνδυ¬νος να την βλάψωμε πνευματικά, εφ΄ όσον αναπαύεται πλέον στας αιωνίους μονάς και απολαμβάνει τον μισθόν των κόπων της.
Δεν θα πω τίποτε δικό μου. Αργότερα ίσως μας βοηθήση ο Θεός να γράψωμε κάτι περισσότερο. Απλώς θα στα¬χυολογήσω πολύ λίγα από τις επιστολές της πού δείχνουν το μεγαλείο της ψυχής της και τον τρόπο πού αντιμετώπιζε την άρσι του σταυρού της, κατόπιν βέβαια και της ευλογίας του Γέροντός μου.
Το μεγάλο της μαρτύριο και η δοξολογία της προς τον Θεό.
1. Από την Βοστώνη όπου είχε πάει για θεραπεία σε μία πολύ δύσκολη κατάστασι η οποία ίσως οδηγούσε σε πολύωρη εγχείρησι γράφει στις 3.10.1985«Από την ημέρα πού πήρα την απόφασι να ΄ρθώ για θεραπεία, πιστεύω ότι θα με βοηθήσουν οι άγιοι. Υπόσχομαι ότι δεν θα γογγύσω και δεν θα παύσω να δοξάζω τον Κύριόν μας και την μανούλλα μας».2. «Πέρσι έτσι καιρό χαροπάλευα και μόνο οι προσευχές των πατέρων με σώσαν. Βέβαια ο θάνατος είναι μαζί μας και δεν μας φοβίζει, αλλά να ετοιμαστούμε.
…Τώρα τελευταία έχω πολύ άσχημες αναλύσεις. Ο γιατρός μου λέει: «Ο Θεός μεθ’ ημών». Τα άφησα όλα στον Κύριο γι΄ αυτό και ζω και μιλώ. Η ψυχή μου είναι βαριά, γεμάτη πόνο και θλίψι, μα την κλείνω ερμητικά με την δύναμι της προσευχής. Από τον αγώνα πού κάνετε εσείς (οι μοναχοί) παίρνω κουράγιο και γίνομαι και ΄γώ άλλος άνθρωπος» (9.10.1986).
3. «…Τώρα πού σου γράφω είμαι στο στρώμα, υποφέρω τρομερά από τα έντερά μου. Είναι Θεοφάνεια και ΄γώ είμαι στο στρώμα. Σκέφτεσαι πόσο αμαρτωλή είμαι να στερηθώ την λειτουργία αυτή. Οι πόνοι μου είναι τρομεροί. Εύχομαι νάναι κάτι πού περνά. Δόξα τω Θεώ» (6.1.1987).
4. «Τα δικά μου νέα περί υγείας όχι καλά. Μετακινούνται τα οστά ψηλά στην πλάτη μου και κάτω αριστερά και σκύβω πιο πολύ με φρικτούς πόνους. Δόξα σοι ο Θεός, ας γίνη το θέλημά Του και τον ευχαριστώ πού με θυμήθηκε γιατί είμαι πολλή ανεπρόκοπη στα πνευματικά μου καθήκοντα» (1990).
5. «Εγώ με τις αμαρτίες μου, πού φαίνεται να είναι πολλές και δεν θα μετανόησα σωστά, βασανίζομαι και υποφέρω τα μέγιστα. Από την κορτιζόνη πού παίρνω αφαιρείται όλον το ασβέστιον και τα οστά μένουν κούφια και η αυξητική ορμόνη πιέζει τα οστά και σπάζουν και εξαρθρώνονται και μετακινούνται και η Μαρία η ψηλή έχει γίνει η Μαρία η καμπούρα. Οι πόνοι μου είναι πολλοί και η ψυχική οδύνη, πού δεν μπορώ να κινηθώ να κάνω τα απαραίτητα πνευματικά, είναι μεγάλη. Μόνο με το αναπηρικό βοήθημα κινούμαι. Μόνη μου καθόλου. Να θέλω να πάρω το πιάτο μου στο τραπέζι είναι αδύνατο. Δόξα σοι ο Θεός πάντων ένεκεν» (10.10.1991).
6. Για την κουρά μου ήτο κάτι πού δεν το φαντάζομαι να σου το περιγράψω. Καιγόμουν ολόκληρη και η καρδιά μου νόμιζα θα σπάση. Από χαρά; από συγκίνησα; Δεν μπορώ να το περιγράψω. Ο γέροντάς μας σε κατάστασι όχι γήϊνη, δεν θα το ξεχάσω. Σαν να βρισκόμασταν στα ουράνια. Δοξασμένο το όνομα του Κυρίου. Νοιώθω όμως φόβο για το ότι πήρα το σχήμα, ότι είμαι ανάξια (όντως είμαι) μήπως δεν κρατήσω τις υποσχέσεις. Ο Θεός να με ελεήση.
Ένα πολύ μικρό δείγμα του μεγαλείου της αδελφής Μαρίας πού η πρόνοια του Θεού την αξίωσε λίγα χρόνια πριν την κοίμησΐ της να λάβη το μέγα και αγγελικό σχήμα όπως ποθούσε (17.8.1993).
7. «Ο κόσμος αρωστά μια μέρα, ένα μήνα, ένα χρόνο. Εγώ υποφέρω σε όλη μου τη ζωή. Οι αμαρτίες μου πολλές και η μετάνοια ολίγη, γι΄ αυτό υποφέρω…» (1994).
8. «Περνώ δυσκολίες με κάτι πόνους πού με πιάνουν στην κεφαλή και επηρεάζουν και την ψυχή μου και είναι ανυπόφοροι. Ζητώ από όλους τους αγίους βοήθεια. Βάζω αγίασμα του αγίου Νεκταρίου και συνέρχομαι κάπως και λαδάκι του αγίου Ραφαήλ. Πάτερ Νήφωνα, νοιώθω τόσο αμαρτωλή πού αηδειάζω τον εαυτό μου. Κάνω εξομολόγησι μα δεν κλαίω για τις αμαρτίες μου το ζώον, και ούτε πού πηγαίνω να κοινωνήσω κλαίω. Όμως προσεύχομαι πολύ και ετοιμάζομαι για την Θεία Κοινωνία, και αν δεν νοιώσω μέσα μου κάτι ωραίο και άκρα γαλήνη δεν κοινωνώ. Ο Θεός να με ελεήση την αμαρτωλή!».
9. «Ευλογείτε και καλόν στάδιον. Είθε όλοι μας να ανεβαίνουμε λιγάκι Γολγοθά και να νοιώσουμε τα άγια πάθη και την ανάστασι» (Μεγάλη Σαρακοστή 1997).
10. «Η ζωή αυτή δεν έχει καμμία σημασία. Κρατήσου όπως τον ναυαγό να περάσωμε την πρόσκαιρη προσφυγιά, για να περάσουμε στην αιωνιότητα».
11. «Η χάρις του αγίου Γρηγορίου του Παλαμά πού γιόρταζε χθες νάναι βοήθειά σου. Πολύ αγαπώ και ευλαβούμαι τον άγιο Γρηγόριο και τον γιορτάζω και πολύ αγαπώ το μοναστήρι του στα Κουφάλια. Τώρα για να το βοηθήσω τους είπα να μου στείλουν δύο κιβώτια λαμπάδες για την Ανάστασι να τις πουλήσω. Από εδώ πού βρίσκομαι θέλω να διακονώ. Με το τηλέφωνο και τους πολυπληθείς φίλους κάνω πολλές δουλειές. Έχω πολλά μοναστηράκια στη σειρά πού τα βοηθώ. Δόξα σοι ο Θεός».
12. «Εγώ προσπαθώ όσο μπορώ να υπακούσω στον πνευματικό μου και στις συμβουλές των βιβλίων πού διαβάζω από τους διάφορους γέροντες και από τις Πράξεις των Αποστόλων και φυσικά από το Ευαγγέλιον, αν και κακώς δεν διαβάζω πολύ συχνά το Ευαγγέλιον. Αφού είμαι ένα ζώον, όσο προσπαθώ τόσον πίπτω. Πάντως από τότε πού με ήξερες άλλαξα η χαμένη αρκετά προς το καλόν. Έτσι νομίζω. Έπαψα την αργολογίαν, τόσο πού αρωστώ όταν ακούω άλλους να κουτσομπολεύουν και κακολογούν κάποιους. Κλαίει η ψυχή μου γι΄ αυτό και οικτίρω τον εαυτόν μου. Γι΄ αυτό μένω στο σπίτι, οι συναναστροφές μου είναι πονεμένοι άνθρωποι πού τους βοηθώ και μιλώ για τον Κύριον» (1986).
Σιγά – σιγά με βοήθησε ο Κύριος μας και πήγα και προσκύνησα τον ναόν του. Την Αποκαθήλωσι, τον Πανάγιο ν Τάφον όπου με έπιασαν τα κλάματα και συγκίνησι μεγάλη. Το τί ένοιωσα και νοιώθω μέσα μου δεν περιγράφεται. Μετά πήγαμε στον Γολγοθά του Κυρίου. Εκεί ακούμπισα και ζήτησα την βοήθεια του Χριστού μας και έκλαψα πολύ. Ζήτησα να με βοηθήση να περάσω τον μικρόν μου Γολγοθά αγόγγυστα. (από Ιεροσόλυμα το 1987).
13. Εγώ με την μάμα μου ζούμε όπως τις Μοναχές, για κανένα δεν έχομε να πούμε τίποτε, όλους τους βοηθάμε… (1989).
14. …Το πρωί πού σηκώνομαι κάνω το μεσονυκτικό και μετά τον εξάψαλμο και ότι άλλο μπορώ και την νοερά προσευχή… Το βράδυ προοιμϊακό, εσπερινό, απόδειπνο και χαιρετισμούς. Μετάνοιες σωστές δεν μπορώ να κάνω. Κάνω μισές, όπως βολεύομαι. Την παράκλησι της Παναγίας, κάποτε και του αγίου Ραφαήλ, πού προσπαθώ να την κάνω κάθε μέρα, αλλά τώρα παίρνω βαριά χάπια για την γκράουθ χόρμαν και δεν μπορώ όπως παλιά. Όμως προσπαθώ.
15. «Ο Θεός με κτυπά με χίλια δυο να χάσω τον εγωϊσμό μου…».
16. «Έκλαψα από συγκίνησι στον Κύριο, πού με θυμάται ακόμα την χαμένη και αμαρτωλή. Από τα αμαρτήματά μου και τις παρακοές μου, ντρέπομαι να κοιτάξω την εικόνα του Κυρίου μας στα μάτια…».
17. «Εμείς εδώ ζούμε την καλήν ζωήν, την καλοπέρασιν και η ψυχή μας είναι κατάμαυρη και δεν έχει χαραμάδα να περάση αχτίνα φωτός. Ο Θεός να μας βοηθήση να νικήσουμε την ακηδία και έλθουμε πιο κοντά στον Χριστό μας. Δεν θέλω να πικραίνω τον Κύριο μας, ό,τι μπορώ το κάνω, όμως προσπαθώ να κάνω περισσότερα…».
Ένα πλήθος νέων ανθρώπων εύρισκαν παρηγοριά κοντά της και εναπέθεταν τα προβλήματά τους και έφευγαν χαρούμενοι και αναπαυμένοι. Αναδείχτηκε σε μια σύγχρονη Αμμά εφ΄ όσον σ΄ αυτήν άνοιγαν την καρδιά τους κληρικοί, μοναχοί, ηγούμενοι, γερόντισσες, επίσκοποι και πολιτικοί άρχοντες.
Η αδελφή Μαρία ήτο πόλος έλξεως και το προσφυγικό σπιτάκι της στη Λεμεσό κολυμβήθρα του Σιλωάμ για τις κουρασμένες ψυχές. Πολλά παιδιά έπαιρναν την ευχή και συμβουλή της πριν αναχωρήσουν για το μοναχισμό και πολλές χριστιανικές οικογένειες δημιουργήθηκαν με τη συμβουλή της.
Η Κύπρος είναι πιο φτωχή με την απουσία της αδελφής Μαρίας, αλλά και πιο πλούσια εφ΄ όσον κοντά στο πλήθος των αγίων και μαρτύρων της προσετέθη ακόμη μία μαρτυρική ψυχή. Οι τελευταίοι μαρτυρικοί μήνες πού πέρασε μέσα στην εντατική μονάδα του νοσοκομείου Λεμεσού την καθάρισαν ακόμη περισσότερο όπως το χρυσάφι μέσα στο καμίνι. Φαίνεται ήθελε να την λαμπικάρη ο Θεός, όπως χαρακτηριστικά έλεγε.
Ο πόνος μας είναι μεγάλος για τον χωρισμό, αλλά και η παρηγοριά μας εξ ίσου μεγάλη, διότι γνωρίζομε ότι θα πρεσβεύη η αξιομακάριστος και αείμνηστος εν Χριστώ αδελφή μας Μαρία, και για μας εκεί πού βρίσκεται.
***
Με τον μακαριστό Γ.Ιωσήφ πνευματικό της πατέρα (Αυτός όρθος και αυτή καθήμενη )
Πανιερωτάτου Μητροπολίτου Λεμεσού κ. Αθανασίου
Αυτή η κοπέλα, μια αγία ψυχή, ήταν πανύψηλη, ήταν γίγαντας. Βέβαια στο τέλος καμπούριασε, περπα-τούσε με σίδερα, μετά με καροτσάκι. Εγώ την πρόλαβα πού περπατούσε ίσια. Είχε γιγαντισμό, ήταν παραμορφωμένη. Τα παπούτσια της, έχω ένα παπούτσι της στο μοναστήρι, ήταν 57 νούμερο, τόσο πράγμα σαν βάρκα, η παλάμη της ήταν 3 φορές μεγαλύτερη από την δική μου. Να σας πω πώς την γνωρίσαμε. Είχαμε έναν δικό μας μοναχό τον π. Νήφωνα, ο οποίος πουλούσε μήλα σε σακούλια όταν ήταν πρώτη Λυκείου και πήγε να πουλήσει μήλα. Χτύπησε την πόρτα και την άνοιξε η Μαρία, μόλις την είδε από τον φόβο το πολύ, της πέταξε τα μήλα κι όπου φύγει φύγει. Ήταν όμως η αιτία να γνωριστούν και να συνδεθούν πνευματικά και αργότερα μέσω αυτού να γνωρίσομεν και εμείς την μακαριστή Μαρία. Αυτή η κοπέλα, ήταν μια αγία ψυχή, πραγματικά μια αγία, παρ΄όλο που ήταν ένα τέρας εξωτερικά, και το πρόσωπο της ήταν αλλοιωμένο ακόμη και τα μικρά παιδιά δεν την φοβόντουσαν. Ανέπαυε πολύ κόσμο. Ήταν δηλαδή… μια πνευματική μητέρα με όλη την σημασία της λέξεως.Αυτή η κοπέλα ήταν μία τυπικά χριστιανή στα πρώτα χρόνια και η μητέρα της καλή χριστιανή. Ό¬ταν μεγάλωσε και μεγάλωνε και έγινε δυσθεώρητη, έγινε 2.30 μ., αφού στο Νοσοκομείο έβαλαν δύο κρεββάτια τα ένωσαν για να την χωρέσει, όταν πέθανε το φέρετρό της ήταν από εδώ μέχρι εκεί πού είναι η καρέκλα. Την ζήτησαν στην Αμερική και πήγε, με έξοδα της Κυβερνήσεως, για εξετάσεις. Για να ερευνήσουν το φαινόμενο. Συνήλθαν εκεί οι μεγάλοι γιατροί κ.τ.λ. κι άλλος έλεγε γιγαντισμό κι άλλος διάφορες θεωρίες. Δεν μπορούσαν όμως επακριβώς να δουν τί έπαθε η Μαρία κι έγινε τόσο μεγάλο πράγμα, τόσο μεγάλος άνθρωπος. Και βέβαια της είπαν τότε πώς είχε ένα πρόβλημα.
Όλο το κεφάλι της μέσα είχε όγκο, ο οποίος πίεζε τα μάτια και θα έχανε το φως της, θα τυφλωνόταν. Οι Αμερικάνοι προσφέρθηκαν να αγοράσουν τον σκελετό της και αυτή λυπήθηκε πάρα πολύ, όταν το άκουσε, γιατί ήταν ένα φαινόμενο γι΄ αυτούς έτσι να την διατηρήσουνε για λόγους επιστημονικούς. Σ΄ αυτήν την κατάσταση επέστρεψε στην Αθήνα μετά από την Αμερική, και μια κοπέλα της λέει εκεί, δεν πάμε να δούμε το γέρο Πορφύριο στην Πεντέλη; Η Μαρία δεν είχε ιδέα από γέροντες κι απ΄ αυτά τα πράγματα, και της λέει: τί να μου πει κι αυτός ο γέ¬ρος! Με πήγαν στην Αμερική και με είδαν τόσοι επιστήμονες, τί να μου πει κι αυτός ο γέρος! Έλα πάμε, είναι και τυφλός και δεν μιλάει και καλά. Η Μαρία είπε, είναι και τυφλός και δεν ακούει και καλά… Η Μαρία, ήταν σε μια κατάσταση απελπισίας, τέλος πάντων από δώ από κει την έπεισαν να πάει.
Πήγε λοιπόν, και μαζί της πήγε η μακαριστή πλέον μητέρα της , η κ. Κωνσταντία, μια μοναχή κι η κοπέλα εκείνη πού πήγε κι άλλοι δύο άνθρωποι. Πήγαν στο κελί του γέροντα, ήταν τυφλός ο γέροντας Πορφύριος κι όταν μπήκαν μέσα της λέει: γιατί σου έλεγε η φίλη σου να έρθεις και δεν ερχόσουν και της είπε ακριβώς τί έλεγε η Μαρία. Αύτη ντράπηκε και της λέει τί έπαθες; Λέει, γέροντα θα χάσω το φως μου κι έκλαιγε. Της λέει, όχι παιδί μου το φως σου, τα κόκκαλά σου θα σπάζουν… Του λέει, όχι γέροντα, τα κόκκαλά μου είναι γερά, δεν έχουν τίποτα τα οστά μου, το φως μου θα χάσω. Της άπαντα όχι το φως σου, τα οστά σου. Αυτή το επαναλαμβάνει τρίτη φορά, γέροντα το φως μου. - Όχι το φως σου, τα οστά σου θα συντρίβουν. Αυτή δεν καταλάβαινε. Της λέει ο γέροντας, γονάτισε. Γονάτισε όπως μπόρεσε κι ο γέροντας έβαλε τα χέρια του πάνω στο κεφάλι της κι άρχισε να προσεύχεται. Και μου έλεγε η Μαρία, αισθανόταν μέσα το κεφάλι της να βράζει ολόκληρο, οπότε της λέει ο γέροντας: δεν θα χάσεις το φως σου, τα οστά σου θα βγουν, θα τρίβονται τα οστά σου. Αύτη δεν πίστεψε. Λέει ο π. Πορφύριος, από που το έπαθες αυτό, σου είπαν οι γιατροί; Του απάντησε: γέροντα οι γιατροί δεν βρήκαν την αιτία, είπαν γιγαντισμός είναι, δεν βρήκαν την αιτία. Λέει στην μητέρα της: εσύ θυμάσαι πού ήσουν έγκυος στην Μαρία; Η Μαρία ήταν 43 ετών τότε, λέει η μητέρα της ε! θυμούμαι. Της λέει θυμάσαι, όταν ήσουν δύο μηνών πού έκανες πολλούς εμετούς; Θυμά-μαι αμυδρά γέροντα. Θυμάσαι πού σε πήγε ο άντρας σου σε έναν γιατρό; πού να θυμάμαι τώρα τον γιατρό; και αρχίζει ο γέροντας να της περιγράφει: θυμήσου πού κατεβαίνατε με λεωφορείο από το χωριό σας, κατεβαίνατε σε μια πλατεία και της περιγράφει την πλατεία πριν από 42 χρόνια, σε πήρε ο άντρας σου και σε πήγε στον τάδε δρόμο κι άρχισε να της διηγείται τον δρόμο κι η Κωνσταντία άρχισε να θυμάται τον δρόμο εκείνο, σε πήγε σ΄ έναν τόπο πού η πόρτα ήταν πράσινη, στο ιατρείο του ανθρώπου εκείνου.
Μπήκες μέσα και του είπες ότι κάνεις πολλούς εμετούς από την εγκυμοσύνη και σου έδωσε ένα φακελάκι με χάπια, με 15 χάπια μέσα, τα θυμάσαι; λέει θυμάμαι γέροντα. Λέει ο Γέροντας τα χάπια εκείνα ήταν χάπια επιληψίας, έκανε λάθος ο γιατρός, τα ήπιες και παραμορφώθηκε το έμβρυο γι΄ αυτό κι έγινε έτσι η κόρη σου. Και πραγματικά, το έστειλαν το μήνυμα αυτό στην Αμερική, κι ήταν πραγματικώς επιστημονικά. Αυτή όμως μετά τελικά τί έγινε; Σταμάτησε να χάνει το φως της κι άρχισε να τρίβονται τα κόκκαλά της. Μια φορά ήμουν παρών εγώ, πού ένα κόκκαλο από την πλάτη της τρύπησε το δέρμα της και βγήκε έξω, συντρίβονταν τα κόκκαλά, διαλύονταν τα κόκκαλά, όπως ακριβώς της είχε πει ο π. Πορφύριος. Ο γέροντας, όταν βγήκε η Μαρία έξω, είπε: αυτή είναι μια αγία, και περιέγραψε την Μαρία.