Ο άνθρωπος και οι «κλήροι» του βρίσκονταν μέσα στον νου του Τριαδικού Θεού «προ χρόνων αιωνίων». Σε στιγμή απροσδιόριστη από τις περιορισμένες ανθρώπινες δυνάμεις, ο προαιώνιος Θεός αποφάσισε να δημιουργήσει τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» Του. Τον έπλασε με προσωπικό και άμεσο τρόπο, προικίζοντάς τον με απίστευτο νου και μεγαλειώδη καρδιά, ικανά να αγκαλιάσουν όχι μόνο όλη την κτίση, «ορωμένην τε και ούχ ορωμένην», όπως αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, αλλά και την ίδια την αιωνιότητα του Θεού.
Τον κατέστησε πραγματικό άρχοντα στο βασίλειο του κόσμου, και στο πρόσωπό του ανακεφαλαιώνεται όλη η δημιουργία, η ορατή και η αόρατη.
Εξαρχής ο Θεός προίκισε τη φύση του άνθρωπου με τις δικές Του ιδιότητες, με όλες τις αρετές και με δυναμική φορά προς το Πνεύμα Του. Ο άνθρωπος εντρυφούσε στην αγαθή παρουσία του Δημιουργού του. Μπορούσε με τον νου του να ανυψώνεται στον Θεό και να βλέπει το πρόσωπό Του. Και η όραση αυτή ζωοποιούσε την καρδιά του και την πλάταινε με ισχυρά και απερίγραπτα αισθήματα ατελεύτητης ευγνωμοσύνης και θείας αγάπης. Τόσο γοητεύθηκε από το μεγαλείο της καταστάσεως αυτής ο άνθρωπος, ώστε έφθασε σε σημείο να λησμονήσει την κτιστότητά του και να ενδώσει στον πειρασμό της παρακοής. Θέλησε να γίνει θεός, όχι με την αγάπη του Θεού και την υποταγή του στη θεία εντολή, αλλά με την αυτονομία και την ανταρσία του. Τότε, όπως μαρτυρούν οι Γραφές, συντελέσθηκε η φοβερή πτώση, η παγκόσμια συμφορά.
Ο νους του ανθρώπου προσκολλήθηκε στα κτίσματα και διαφθάρηκε. Έχασε την αστραπόμορφη κίνησή του προς τον θείο κόσμο και επιβαρύνθηκε με τις αισθήσεις του σώματος. Η καρδιά στερήθηκε την «επισκοπή» - επίβλεψη του Κυρίου και όλων εκείνων που συνοδεύουν τη θαυμαστή παρουσία Του, και απολιθώθηκε. Ο νους έχασε βαθμηδόν ακόμη και τη μνήμη των υπερφυσικών βιωμάτων της χάριτος, γιατί αυτά δεν έχουν υλικό υπόβαθρο. Τελικά ο άνθρωπος κατάντησε δέσμιος του ορατού κόσμου, μη δυνάμενος να υπερβεί την άμεση πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Λησμόνησε τον ποιητή και πλάστη του και παραδόθηκε στην αμαρτία και τα οψώνιά της, τη φθορά και τον θάνατο.
Στη θλιβερή αυτή κατάσταση της λήθης του Θεού ο άνθρωπος αισθάνεται ανεκπλήρωτο κενό και εφιαλτική ανασφάλεια, που τον περισφίγγουν ασφυκτικά και συνέχουν βασανιστικά την ψυχή του. Αναφύονται τα πάθη που γεμίζουν την ύπαρξή του με κάθε είδους φαυλότητα και παλεύουν με δολιότητα να εξαλείψουν κάθε ίχνος της μνήμης του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος χάνει την ικανότητα να αγαπά και αναπόφευκτα αποξενώνεται ολοένα και περισσότερο από τον Θεό, τον πλησίον και τον πρωταρχικό σκοπό της δημιουργίας του.
Χωρισμένος από τον Θεό, την πηγή της ζωής, ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του και, στερημένος από τη δύναμη του Θεού, αδυνατεί να σωθεί. Βαθμηδόν ερημώνεται, διασπάται, και τελικά διαλύεται η υπόστασή του με τον θάνατο. Μπροστά στην αδυσώπητη απειλή της καταστροφής αυτής το πνεύμα του αιχμαλωτίζεται από τον φόβο του θανάτου. Γίνεται νοσηρά φίλαυτο και αρχίζει αγωνιώδη πάλη για την ατομική του επιβίωση.
Εξορίζοντας από την καρδιά του τον Θεό και τον πλησίον ο άνθρωπος χάνει την κυριαρχική εξουσία του μέσα στην κτίση που συνεπάγεται η κατ’ εικόνα Θεού κατασκευή του. Έτσι αστοχεί στον προορισμό του να βασιλεύσει με δικαιοσύνη στον κόσμο και με τρόπο προφητικό να πλατυνθεί και να προσαγάγει στον Θεό όλη την κτίση. Συνηθίζει να ζει με το πνεύμα του νεκρωμένο, γιατί η εχθρική δύναμη του πονηρού κατεξουσιάζει τη φύση του.
Αλλά η κλήση του Θεού είναι αμετάκλητη και «αμεταμέλητη». Επειδή η ανεξιχνίαστη Βουλή του Θεού ως βάση της αρχικής προελεύσεως του ανθρώπου τον προόρισε να ζήσει αιώνια «επ’ αφθαρσία», ο θάνατος ως εχθρός είναι απαράδεκτος. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος λέει ότι «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος». Ο Ίδιος ο Υιός του Θεού ήλθε στον κόσμο, για να τον εξαλείψει και να «λύση τα έργα του διαβόλου». Ο θάνατος λοιπόν του ανθρώπου είναι φαινόμενο παρά φύσιν και αντίθετο προς τον προορισμό του. Η ψυχή δεν μπορεί να αναπαυθεί στην προοπτική του θανάτου, γιατί αν η ζωή τελειώνει με τον θάνατο, τίποτε πλέον δεν έχει νόημα.
Ο Θεός όμως ο οποίος ζει εις τους αιώνες δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού. Κατεργάζεται τα πάντα «ως το επιστρέψαι τον ασεβή από της οδού αυτού και ζην αυτόν». Ανακαλεί τον άσωτο από την πλάνη της ερημώσεώς του, οξύνοντας με τη χάρη Του το άγριο θέαμα και τη σοβαρότητα του γενικού θανάτου που παρεισέφρυσε σε όλη την κτίση με την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Διανοίγει τα μάτια της ψυχής του για να κατοπτεύσει τη σφραγίδα της φθοράς και του θανάτου πάνω σε όλο το κτιστό είναι. Ο άνθρωπος γίνεται ικανός να ενωτισθεί τη βοή των στεναγμών του σύμπαντος κόσμου που παραδόθηκε σε αδιέξοδη ματαιότητα. Παρέχεται τότε στην ψυχή η χάρη να διαισθανθεί το σκοτεινό πέπλο του θανάτου, της φθοράς και της απογνώσεως που καλύπτει τους ανθρώπους και κάθε επίγεια ύπαρξη. Το πνευματικό αυτό φαινόμενο - άγνωστο στη σύγχρονη ψυχολογία - στην ασκητική ορολογία ονομάζεται «μνήμη θανάτου». Δεν ομοιάζει με την ψυχολογική επίγνωση ότι κάποια ημέρα θα πεθάνουμε. Πρόκειται για γνώση που σκηνώνει στη βαθειά καρδιά και της προσδίδει παράδοξη αίσθηση, ώστε να συλλαμβάνει σαφέστατα «την ματαιότητα όλων των επί γης αποκτημάτων» και κατανοεί ότι «τα πάντα ματαιότης».
Η αίσθηση, την οποία επιφέρει η χάρη της μνήμης του θανάτου, μπορεί να ενταθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλη η ιστορία και τα γεγονότα του σύμπαντος να φαίνονται ως ονειρικός αντικατοπτρισμός και κακός εμπαιγμός του ανθρώπου, γιατί πουθενά δεν υπάρχει η αυθεντική ζωή, αντιθέτως, παντού βασιλεύει ο θάνατος. Στην ουσία όμως είναι ο άνθρωπος που φωτίζεται, ώστε να δει την πνευματική του κατάσταση, από την οποία απουσιάζει η ζώσα αιωνιότητα του Θεού. Πείθεται ότι με τον προσωπικά του θάνατο πεθαίνουν όλα όσα συνέλαβε ως τότε η συνείδησή του, ακόμη και ο Θεός. Ενώ πλάσθηκε για να ζήσει αιώνια με τον Δημιουργό του, τώρα βλέπει ανεκπλήρωτη την προαιώνια θεία Βουλή.
Η απειλή του θανάτου ως αιώνια λήθη και απόσβεση του φωτός της συνειδήσεως προξενεί στην ψυχή φρίκη, συντριβή και αφόρητο εσωτερικό μαρτύριο. Ξαφνικά ο άνθρωπος ξυπνά από τον παρατεταμένο λήθαργό του. Αισθάνεται την αιωνιότητα του Θεού να τον καλεί από παντού, αλλά δεν είναι ικανός να αντέξει κατά πρόσωπο την παρουσία της ούτε διαθέτει κατάλληλο χώρο, για να την προσλάβει μέσα του. Ωστόσο, το πνεύμα του απαιτεί την αιώνια ζωή και μόνο αυτήν. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να αναπαύσει τα σπλάγχνα του. Πάσχει βαθιά, με ένταση που υπερβαίνει τα όρια των ανθρωπίνων δυνάμεων. (Πολλοί άνθρωποι δοκιμάζουν την εμπειρία αυτή, πριν γίνουν μοναχοί και μοναχές, και γι’ αυτό αισθάνονται τη μοναχική ζωή ως κατηγορική προσταγή του πνεύματός τους. Δεν πρόκειται για επιλογή που κάνουν κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως, αλλά μάλλον αισθάνονται ότι ή θα γίνουν μονάχοι ή θα πεθάνουν αιώνια). Τότε όμως συντελείται η αρχή του πιο σημαντικού θαύματος στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αναδύεται η καρδιά, το πνευματικό κέντρο του ανθρώπου.
Το οχληρό και καυτό θέαμα της απουσίας του Θεού από την κτίση, όπως το παρουσιάζει η ενέργεια της μνήμης του θανάτου, αποσπά την προσοχή του νου από κάθε κτίσμα και από κάθε γήινη φιλοδοξία, και τον ανακαλεί στον εαυτό του, στην καρδιά. Η μνήμη αυτή αποδεικνύεται ισχυρότερη από κάθε εμπαθή προσκόλληση, ενώ ο νους ελεύθερος κατεβαίνει στην καρδιά και ενώνεται μαζί της. Η εύρεση της καρδιάς σηματοδοτεί την αρχή της σωτηρίας του ανθρώπου.
Όταν η θαυμαστή αυτή χάρη της μνήμης του θανάτου αρχίσει να απασχολεί τη βαθειά καρδιά και να ελκύει τον νου προς αυτήν, οι σκέψεις γεννιούνται «έσωθεν» και με δυνατή αίσθηση. Ανταποκρίνονται στα ισχυρά βιώματα και τη φρικτή θεωρία που τη συνοδεύει. Ο Γέροντας Σωφρόνιος διατυπώνει την πνευματική αυτή κατάσταση ως εξής: «Όλα όσα γνώριζα, όλα όσα αγαπούσα και καθετί που με ζωοποιούσε και με ενέπνεε -τα πάντα απολύτως ακόμη και ο ίδιος ο Θεός- πεθαίνουν μέσα μου και για μένα, αν εγώ αφανίζομαι τελείως». Σε άλλο πάλι σημείο ο Γέροντας γράφει: «Μέσα μου και μαζί μου πέθαινε καθετί που συνέλαβε η συνείδησή μου· οι κοντινοί μου άνθρωποι, τα παθήματα και η αγάπη τους, όλη η εξέλιξη της ιστορίας, όλη η Γη και ο ήλιος και τα άστρα και το άπειρο διάστημα- ακόμη και ο Ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου και Αυτός πέθαινε μέσα μου· ολόκληρο γενικά το είναι καταβροχθιζόταν από το σκοτάδι της λήθης». Η προκαταρκτική αυτή χάρη της μνήμης του θανάτου φωτίζει τον άνθρωπο από έξω και από μακριά. Τον πείθει για το ανωφελές και μάταιο όλης της κτίσεως, όταν βρίσκεται έξω από τη χάρη του Θεού. Ταυτόχρονα του αποκαλύπτει την εσωτερική του ερήμωση, το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό.
Και τα δύο αυτά ενεργήματα της χάριτος είναι άκρως ευεργετικά. Το πρώτο προξενεί αγαθή απόγνωση που αποδεσμεύει τον νου από την προσκόλληση και την περιπλάνησή του στα κτίσματα. Το δεύτερο εμπνέει στην ψυχή τον φόβο για την αιώνια απώλεια. Η αιωνιότητα τότε προβάλλει με την αρνητική της μορφή: Μπορεί μεν ο άνθρωπος να έχει βιώσει τη συνάντησή του με τον Θεό, αλλά στερείται ακόμη του χαρίσματος της μετοχής στη ζωή Του. Τα παράδοξα και ισχυρά αυτά βιώματα της απογνώσεως και του φόβου ταπεινώνουν το πνεύμα του και συγκεντρώνουν την προσοχή του νου του στην καρδιά, τον τόπο όπου αποκαλύπτεται η αλήθεια του Θεού και η πλάνη του ανθρώπου. Τώρα εναπόκειται στον άνθρωπο η επιλογή του θείου θελήματος. Στο σημείο αυτό, έκτος από τον ταπεινό φόβο του Θεού αποκτά επίσης κάποιο μέτρο αυτογνωσίας. Αν αποδεχθεί την Ευαγγελική Αποκάλυψη, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι το αληθινό Είναι, ο Ων, ο νικητής του θανάτου και η αιώνια ζωή, ελκύει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που ενώνει τον νου με την καρδιά και αποκαθιστά την ενότητα των ψυχικών του δυνάμεων.
Η ενοποίηση αυτή των δυνάμεων της ψυχής είναι η πρώτη φάση της θεραπείας του ανθρώπου, διότι έχει επιτέλους τη δυνατότητα να στραφεί με προσευχή στον Θεό και να βρει αισίως λύση και παρήγορη διέξοδο στα παθήματα του πνεύματός του.
Όταν ο άνθρωπος δέχεται την «παιδεία» του Θεού με τη μνήμη του θανάτου, αρχίζει να κατανοεί την παγκόσμια τραγωδία. Βλέπει ότι τα παθήματά του ταυτίζονται με τα παθήματα όλης της ανθρωπότητας. Προβάλλει την κατάσταση της εσωτερικής του ερημώσεως σε όλη τη δημιουργία. Αντιλαμβάνεται, έστω και με αρνητικό τρόπο, ότι είναι το κέντρο όλης της κτίσεως, την οποία βλέπει να διηγείται μια ατελεύτητη ματαιότητα. Το βίωμα αυτό είναι η αρχή της αγάπης και συνεπώς γίνεται το προοίμιο της τελειωτικής του αναγεννήσεως, όταν αυτός, ενισχυμένος πλέον από τη χάρη του Θεού, πρεσβεύει για τη σωτηρία όλου του κόσμου και αποκτά τότε την ορθή πνευματική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ουρανός και η γη διηγούνται τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία του ανθρώπου.
Είναι λοιπόν φανερό πως η μνήμη του θανάτου είναι το χάρισμα του Θεού, που βοηθεί τον άνθρωπο να βρει την καρδιά του, γεγονός που σηματοδοτεί την αρχή στη θεραπεία της προσωπικότητάς του. Στη συνέχεια, θα εργασθεί για την αποκατάσταση της ορθής κοινωνίας του με τον Θεό και με όλο το γένος του Αδάμ. Έτσι σημειώνεται το πρώτο παράδοξο: Η μνήμη του θανάτου ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον φόβο του θανάτου και τον εισάγει στην προοπτική της αγάπης του Θεού. Ο θάνατος που επήλθε ως συνέπεια της αμαρτίας προμνηστεύεται τώρα τη Ζωή. Η μνήμη του θέτει με τόσο απόλυτο και καθοριστικό τρόπο την υπεροχή της αιωνιότητας έναντι των κτιστών, ώστε, και αν ακόμη ο πειραστής του υποσχόταν αιώνες επίγειας ευδαιμονίας και επιτυχίας, ο πιστός θα προτιμούσε τα στίγματα του Σταυρού, με τον οποίο ήλθε στον κόσμο η αληθινή χαρά και η αιώνια σωτηρία.
Με τη μνήμη του θανάτου προβάλλεται η θεία αιωνιότητα, αλλά στην αρνητική της όψη. Το φαινόμενο, ωστόσο, αυτό δεν είναι ψυχολογικό αλλά πνευματικό και προσκομίζει γνώση πνευματικής φύσεως. Μυσταγωγεί ταυτόχρονα σε διπλή γνώση και σε διπλή θεωρία. Καθιστά την καρδιά πεδίο πάλης, η οποία διαδραματίζεται σε δύο επίπεδα: Από τη μία βεβαιώνει τον άνθρωπο για την ύπαρξη του αληθινού Θεού και τη σωτηριώδη Του δύναμη, ενώ από την άλλη διεγείρει τη φρικτή αίσθηση της μηδαμινότητάς του αλλά και τον απερίγραπτο φόβο για το ενδεχόμενο της αιώνιας απώλειάς του.
Η αποκάλυψη της αιωνιότητας, έστω και στην αρνητική της μορφή, είναι συνάντηση του Ζώντος Θεού με τον άνθρωπο. Ως ένα σημείο φθάνουν στον άνθρωπο τα τέλη των αιώνων. Ενώ αισθάνεται τον θάνατό του ως απειλή αφανισμού κάθε ζωής, δέχεται ταυτόχρονα την κλήση να αναχθεί σε απείρως ανώτερη μορφή υπάρξεως. Διαμένοντας στη μνήμη θανάτου ο άνθρωπος βιώνει με το πνεύμα του τον άδη της απουσίας του Θεού. Αναζητώντας με αγωνία διέξοδο από την κατάσταση αυτή αποσπάται από κάθε εμπαθή προσκόλληση στον ορατό κόσμο και παραδίδεται με ισχυρότερο πόθο προς τον Θεό. Τότε με αυθεντικό τρόπο νικώνται τα πάθη και αυτή ακόμη η επιθυμία της ίδιας της πρόσκαιρης ζωής. Η αυταπάρνηση την οποία εμπνέει η μνήμη του θανάτου αποβαίνει η καταλληλότερη προϋπόθεση για πύρινη προσευχή, που αναγεννά πλήρως τον άνθρωπο και συνάπτει το πνεύμα του με τον αιώνιο Θεό.
Το εκπληκτικότερο ωστόσο ενέργημα της μνήμης του θανάτου είναι η αίσθηση που δημιουργεί για τη μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου. Όταν ο άνθρωπος ταυτίζει τον ατομικό του θάνατο με τον γενικό αφανισμό κάθε ζωής και εμπειρίας που αγκάλιασε ως τότε η συνείδησή του, με το τέλος όλης της ιστορίας του κόσμου, όπως και της σχέσεως του Θεού με τη δημιουργία Του, επαληθεύει το γεγονός ότι πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού και με προορισμό να γίνει το κέντρο ολόκληρης της κτίσεως. Η οδύνη του βιώματος αυτού, ενώ φέρει κατ’ αρχάς μάλλον αρνητικό χαρακτήρα, συνδέει ωστόσο τον άνθρωπο άρρηκτα με τα πεπρωμένα όλων των ομοιοπαθών συνανθρώπων του και γεννά τη συμπόνια γι’ αυτούς. Το πνευματικό αυτό αίσθημα αρχίζει να ζωογονεί την καρδιά του ανθρώπου και να αποκαθιστά την κοινωνία του με όλο το γένος του Αδάμ. Και όταν ο εσωτερικός φωτισμός φθάσει σε κάποια πληρότητα και η καρδιά πλατυνθεί και ενισχυθεί με τη θεία χάρη, ακολουθεί το θετικό αίσθημα της αγάπης, με το οποίο ο άνθρωπος αγκαλιάζει όλη την κτίση και την προσάγει με εκτενή πρεσβεία στον Θεό. Τότε οδηγείται «εις πάσαν την αλήθειαν» της αγάπης του Θεού και καταξιώνεται ως αληθινό πρόσωπο«καθ’ ομοίωσιν» του Νέου Αδάμ, του Χριστού, που ανα-κεφαλαιώνει στο Πρόσωπό Του «τα πάντα τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης».
Ο θάνατος εισήλθε ως κατάρα και βλάστησε ως ζιζάνιο στη ζωή των ανθρώπων εξαιτίας της αμαρτίας. Ο Χριστός όμως με τον αναμάρτητο θάνατό Του για χάρη του ανθρώπου μετέβαλε την κατάρα σε ευλογία και πρόσφερε το «περισσόν» της ζωής. Η μνήμη του θανάτου εισάγει τον άνθρωπο στο μεγαλύτερο αυτό θαύμα που γνώρισε ποτέ η οικουμένη. Αποκαλύπτει τον δικό μας άδη και γίνεται πρόσκληση και ευαγγέλιο αιώνιας ζωής. Όποιος υπακούει και πιστεύει, δέχεται χάρη που αναζωπυρώνει την καρδιά του. Η αφύπνιση αυτή της καρδιάς είναι και το πρώτο βήμα προς τον μακάριο χώρο της ακατάλυτης ζωής και σωτηρίας.
--------------------------------------------------------------------------------
(Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 38-48)