«Του βίου την θάλασσαν, ύψουμένην καθορών, των πειρασμών τω κλύδωνι, τω εύδίω λιμένι σου προσδραμών, βοώ Σοι άνάγαγε έκ φθοράς τήν ζωήν μου Πολυέλεε».
Ό ύμνογράφος τής εκκλησίας, φωτισμένος άπό τό άγιον Πνεύμα, έρχεται νά μάς μιλήσει καί νά μάς έκφρά-σει, μέσω αύτοΰ τοϋ εΐρμοϋ, δτι ό βίος κάθε ανθρώπου είναι μιά θάλασσα, καί αύτή ή θάλασσα πότε έχει γαλήνη, πότε αρχίζει νά έχει λίγη τρικυμία, πότε μεγαλώνει κι αποκτά μποφόρ καί πότε - πότε γίνεται άκρως απειλητική στό νά καταποντιστοΰν, όχι μόνο βάρκες καί καΐκια αλλά καί ύπερωκεάνια. Κάθε άνθρωπος πού ζεΐ σ' αύτή τή ζωή πλέει στή θάλασσα τοϋ βίου. Κι επομένως, έφ’ όσον πλέει στή θάλασσα, είναι πάρα πολύ φυσικό καί έπόμενο νά συναντήσει όλες αύτές τίς άλλοιώσεις πού διαδέχεται ή μιά τήν άλλη σέ όλη τή ζωή του ανθρώπου.
Κάθε καπετάνιος πού ή εργασία του είναι νά κάμνει ταξίδια, νά πλέει τή θάλασσα, προσπαθεί, όσο τό δυνατόν, τό καράβι, τό εργαλείο τοϋ εμπορίου του νά τό κάνει στερεό καί άνάλογο σέ αντοχή με τίς φουρτοϋνες πού προβλέπει ή πείρα του. Καί όπως τά σημερινά αεροπλάνα, τά κατασκευάζουν κατά τέτοιον τρόπο, ώστε νά αντέχουν σέ κάθε καιρό διά νά είναι, κατά κάποιο τρόπο, άπρόσβλητα στίς άλλοιώσεις πού θά διαδέχονται στή διαδρομή τους καί στήν πορεία τους, έτσι όπως και τα καράβια
Αύτό θέλει νά πει ότι καί εμείς, πού θές ειμεθα καπετάνιοι, θές δτι ειμεθα καράβια οι ίδιοι, οφείλουμε νά προβλέπουμε αύτές τίς τρικυμίες τής ζωής οί όποιες είναι ολοφάνερες καί από προσωπική, έμπειρία καί άπό ό,τι βλέπουμε στήν ανθρώπινη ζωή, τά πόσα κάθε άνθρωπος περνάει. Οικογενειακά βάρη, στενοχώριες, πειρασμούς, θλίψεις άπό ασθένειες, άπό οικονομικά, άπό τά παιδιά, άπό τόσα καί τόσα τά όποια βέβαια δέν μπορούμε νά τά άριθμήσουμε: Όλα αυτά δημιουργούν τίς διάφορες τρικυμίες, τίς διάφορες άλλοιώσεις καί στή θάλασσα καί στόν άέρα. Καί επομένως οφείλουμε, κατά χρέος, κατά κανόνα καί κατ’ ανάγκη, νά βρεθούμε άπέ-ναντι όλων αύτών των άλλοιώσεων, των τρικυμιών, νά βρεθούμε σέ κατάσταση άντοχής, ώστε νά μήν ύποστοϋ-με ναυάγιο, πτώση, καταστροφή.
Για αύτό ακριβώς, αύτό τό όποιο πρέπει νά κατασκευάσουμε είναι ό εαυτός μας. Νά ειμεθα κοντά στό μεγάλο καπετάνιο, ό όποιος είναι ό Χριστός, πού μάς δίνει τίς σωστές κατευθύνσεις καί τόν Όποιον πρέπει νά έχουμε στό τιμόνι μας σάν οδηγό, σάν καπετάνιο, σάν πυξίδα. Πρέπει δλ’ αύτά νά τά λάβουμε ύπ’ οψιν ώστε, διερχόμενοι τή θάλασσα καί πλέοντες στόν άέρα, νά βρεθούμε έτσι άντοχικοί νά τά άντιμετωπίσουμε.
Οί θλίψεις, είναι οί διάφορες τρικυμίες, καί στίς τρικυμίες πρέπει νά βρεθούμε άντοχικοί. Τί θέλει νά πει αύτό; Ότι πρέπει νά προετοιμάζουμε τόν εαυτό μας έκ πείρας καί άπό πρόβλεψη, δπως προβλέπουν καί οί καπετα-ναΐοι άπό τά διάφορα σημεία τό τί μέλλει νά γίνει στή θάλασσα καί παίρνουν τά άνάλογα μέτρα. Έτσι καί εμείς οί ίδιοι θά παίρνουμε τά άνάλογα μέτρα άντιμετωπί-σεως στό νά ύπομείνουμε τίς θλίψεις καί τούς πειρασμούς. Μέ τί; Μέ τό πνεύμα τής ύπομονής, τής καρτερίας, τής μακροθυμίας καί μάλιστα μέ τήν παραμονή μας στό Νόμον του Θεοΰ, στό Νόμον τοϋ Ευαγγελίου, στά διατάγματα τής Όρθοδόξου Εκκλησίας μας, ώστε νά ειμεθα άπρόσβλητοι τόσο άπό τίς κατά κόσμον θλίψεις δσο καί άπό τίς τρικυμίες, οί όποιες δημιουργοϋνται άπό διάφορες τοϋ Σατανά επιβουλές, πού έχουν σκοπόν νά μάς ύποσκελίσουν καί νά μάς κάνουν νά ξε-ψυγουμε άπό τήν Έκκκλησία. Καί έτσι νά διακινδυνέψουμε νά πέσουμε σέ αίρεση καί σ΄ οτιδήποτε αλλο τό όποιο μπορεί νά μάς βγάλει άπό τήν έκκλησία, διότι μόνο διά τής Εκκλησίας γίνεται ή σωτηρία κάθε χριστιανού.
Σήμερα εορτάζει ή Όρθόδοξος Εκκλησία μας τόν Άγιον καί πολύαθλον Ίώβ, τόν δίκαιο Ίώβ. Γιατί; Γιατί πολυάθλησε. Έκανε πολλές αθλήσεις. Πήρε πολλά στεφάνια, έφερε πολλές νίκες. Ποΰ; Στοϋ βίου τή θάλασσα. Καί βλέπουμε έκεΐ στή βιογραφία του, δτι αυτός ό Άγιος, στήν έποχή πού ζοΰσε, στά χρόνια εκείνα, πού δέν ύπήρχε Όρθόδοξος Έκκλησία, δέν είχε κατέβει ό Χριστός, δέν είχε σαρκωθεί ό Θεός Λόγος, δέν είδε ό κόσμος τή ζωή τοϋ Χρίστου, δέν είδε τόν Θεό έν σαρκί, δέν είδε τά θαύματά του, δέν είδε τίποτε. Καί δμως μέ μία άπλή πίστη είς τόν Δημιουργόν, εις τόν Πλάστην, έγινε αυτός Μέγας Άτλας τοϋ Θεοϋ. Μέ μιά άπλή πίστη, βλέποντας τήν δημιουργία, τήν λειτουργία τής δημιουργίας, έβλεπε τόν πάνω κόσμο, τούς άστέρες, τίς εποχές καί δλα τά είδε νά λειτουργοΰν άψογα, άπό άμνημονεύ-τους αιώνες, χωρίς νά παραστρατεί κάποιο δημιούργημα άπό τή δημιουργία του, οΰτε στό έλάχιστο. Πώς είναι δυνατόν, είπε, υλικά πράγματα νά είναι φτιαγμένα μέ τέτοια επιστήμη καί νά λειτουργοΰν μέ τέτοια άκρίβεια έ-πιστημονική χωρίς νά υπάρχει Δημιουργός; Ή λογική, ή συνείδησις, του υπέβαλαν άκράδαντη πίστη. Μ’ αύτήν τήν επίγνωση, τής πίστεως πρός τόν Κτίστην, αύτός έγινε ένας μεγάλος πιστός. Σ’ αύτήν τήν πίστη έπάνω, θεμελιώνοντας καί πατώντας άντιμετώπισε τό μεγάλο Δράκοντα, τόν απατεώνα Διάβολο.
Ό Ίώβ, ήταν, δπως ομολογεί; ό ίδιος ό Θεός, άμεμπτος, δίκαιος, θεοσεβής σάν ό καλύτερος άνθρωπος πάνω στή γή. Είχε 7 αγόρια καί 3 κορίτσια, 10 παιδιά το σύνολο.
Ό Θεός έδωσε τήν άδεια στόν Διάβολο νά τόν πειράξει, εκτός άπό τοϋ νά διασαλεύσει τόν νοϋν του.... Καί άρχισαν οί σκληρές δοκιμασίες, οϊ μεγάλοι πειρασμοί. Σκοτώθηκαν τά παιδιά του, έχάίτε δλα τά υπάρχοντά του, στερήθηκε τήν ύγεία του γιά πολλά χρόνια, καί δόξαζε τόν Θεό.
Δεν έμεινε στόν Ίώβ τίποτε όρθιο. Ούτε φίλοι, ούτε γυναίκα, οΰτε παιδιά, οΰτε περιουσία, ούτε ύγεία, οΰτε τίποτε. Του έμεινε μόνο ό νους του; ό όποιος δεν είχε προσβληθεί καί ή πίστη στό Θεό. Άνθρωπος ήτανε. Καί ό Χριστός μας όταν σήκωσε τό Σταυρό, γονάτισε ανεβαίνοντας στό Γολγοθά. Καί όταν ήταν σταυρωμένος καί ήταν στήν κορφή τών πόνων καί τής οδύνης, γιά νά δείξει δτι ό άνθρωπος έρχεται σέ στιγμές πού γονατίζει, είπε: - Θεέ μου, Θεέ μου, ΐνα τί μέ έγκατέλειπες; Όχι ότι είχε τήν εγκατάλειψη, αλλά απλώς, άπό άνθρωπίνης πλευράς καί επειδή ήθελε μέ τό παράδειγμά του, μέ τή ζωή του, σάν πρότυπο δικό μας, νά δοΰμε ότι ό άνθρωπος έχει έν μέτρω τήν αντοχή, τήν υπομονή καί τίς γνώσεις. Πεπερασμένος νους, πεπερασμένη ή προσπάθεια καί ή άντοχή του. Καί έτσι όπως βρισκόταν καί αύτός (ό Ίώβ) σέ μιά δύσκολη στιγμή, σ’ ένα στρίμωγμα ψυχολογικό, σκέφτηκε καί είπε: - Γιατί νά μέ γεννήσεις; γιατί νά γεννηθώ; νά είναι ή μέρα πού γεννήθηκα καταραμένη καί φέγγος ξανά νά μήν τήν φέξει.
Μόλις εΐδε ό Θεός ότι πάει νά γονατίσει, έρχεται καί τόν κρατάει καί του λέει: - Στάσου, ξέρεις γιατί σέ . έχω δοκιμάσει; Ξέρεις γιατί έπέτρεψα όλα αυτά νά σου γίνουν; Γιά νά σέ άναδείξω άγιο. Γιά νά σέ άναδείξω παράδειγμα κραταιόν υπομονής άνά τάς γενεάς. Καί άπό τό δικό σου παράδειγμα καί πάθημα νά ωφεληθούν οί μεταγενέστεροι άνθρωποι καί νά στερεώσουν στίς δοκιμασίες τής ζωής. Καί τότε αρχίζει καί του κάνει ένα πατρικό καί επιστημονικό Ελεγχο καί τόν έρωτά: Δέν μοΰ λες, όταν εγώ θεμελίωνα τήν γήν πού ήσουνα; Μήπως γνωρίζεις που εΐναι οί θησαυροί των νεφελών; Μήπως έκεΐνο, μήπως τό άλλο;
Απαντάει ό Ίώβ καί λέει: - Πρώτα άκουγα μέ τ’ αύ-τιί μου δτι είσαι έλεήμων, είσαι, είσαι, εΐσαι..., αλλά τώρα σέ είδα μέ τά μάτια μου, σέ ένιωσα μές στήν καρδιά μου καί έφαύλισα, δηλαδή έξουδένωσα τόν εαυτό μου εσωτερικά καί είπα: Δέν είμαι τίποτα άλλο παρά γή καί σποδός. Δέν είμαι τίποτα άλλο παρά χώμα καί στάχτη πού πατιέται. Αυτός είμαι. Δέν έχω τίποτα τό σπουδαίο καί, άφοΰ ό Θεός εύλόγησε τόν Ίώβ καί τήν πίστη καί τήν ταπείνωσή του, τόν καθάρισε αύτομάτως άπό τήν άσθένειά του καί τοΰ ’δωσε περισσότερα αγαθά.
Θαυμάζω τήν διαφορά τής προαιρέσεως, τής ψυχικής άντοχής, αλλά καί τήν έκ διαμέτρου διαφορά τής πίστεως τοΰ πολυάθλου Ίώβ, μέ τή σημερινή μας άντοχή καί παίρνω άπό τήν προσωπική μου άποψη τό πόσο διαφορά έχουμε. Διότι έκ των πραγμάτων είδαμε δτι ό Ίώβ είχε μιά άπλή πίστη στό Θεό, μέ δτι έβλεπε άπλώς τή φύση, μέ τή λειτουργία της. Καί έμεΐς, άπό τήν άλλη, έχουμε τόσα καί τόσα, αναρίθμητα βοηθήματα, άδιάσειστα, άκλόνητα, θεϊκά, αγιωτικά, προσωπικά άπό τή ζωή καί τόσα άλλα" καί δμως έχουμε τρομερή διαφορά στήν αντιμετώπιση των θλίψεων, τών πειρασμών, τών δοκιμασιών πού υπομένουμε.
Έχουμε τό φοβερό παράδειγμα τοΰ Χρίστου, σάν πρότυπο. "Εχουμε τούς άγιους μάρτυρες, τούς άγιους Αποστόλους, τούς άσκητάς. "Εχουμε τά βοηθήματα τής Όρθοδόξου Εκκλησίας. "Εχουμε τά άγια Μυστήρια καί δή αύτό τό Μυστήριο πού τελεσιουργειται σέ κάθε Θεία Λειτουργία, πού μεταλαμβάνουμε κατά μετάγγιση πνευματική τοΰ Σώματος καί Αίματος τοΰ Χριστοΰ μας" διά μέσου τοϋ Μυστηρίου τής Θείας Εύχαριστίας, μεταλαμβάνουμε Σώμα καί Αΐμα Χριστοΰ καί γενόμεθα ένα μέ τόν Χριστό.
Παραταΰτα δμως, ένώ έχουμε δλη αύτή τήν ασύλληπτη βοήθεια πού δέν άριθμεΐται μέ τίποτε, βρισκόμαστε μπροστά στόν Ίώβ σάν έντομα μπροστά σ’ έναν ελέφαντα. Αύτή είναι ή διαφορά μας. Αύτός ύπέμεινε τόσα Καί τόσα μαρτύρια καί έμεις έρχεται ένας πόνος ελάχιστος, μά άπό δόντι είναι, μά άπό κάποιο άλλο μέλος τοΰ σώματος ή μιά θλίψη άπό οικογενειακή, περιπέτεια, ή οτιδήποτε άλλο καί βλέπουμε τούς έαυτους μας, ών πρώτος είμί εγώ, νά γονατίζουμε, νά άπελπιζόμεθα, νά χάνουμε τήν ελπίδα καί νά λέμε: - Τώρα, χάθηκα. Καί ένώ έχουμε τόσα φοβερά παραδείγματα, νά θεμελιώσουμε τή δική μας πίστη, νά άντιμέτωπίσαυμε τή δοκιμασία, γιά νά πε-τύχουμε καί έμεις έστω καί μιά ελάχιστη νίκη.
Ή όλη ζωή τοΰ πολυάθλου Ίώβ άς μάς γίνει παράδειγμα φωτεινό στή ζωή μας γιά ν’ αντιμετωπίζουμε ό-ποιαδήποτε θλίψη, καί άπό οίανδήποτε πλευρά, μέ υπομονή καί πίστη. Ώς έπίστευσας γενηθήτω σοι. Όπως πιστεύουμε, έτσι καί μάς γίνεται άπό Θεοΰ. Όταν πιστεύουμε δτι μποροΰμε, μέ τή χάρη τοΰ Θεοΰ, νά ξεπε-ράσουμε τήν Α, Β, θλίψη καί στενοχώρια καί κατάσταση, θά τό μπορέσουμε. Δέν θά τό μπορέσουμε, άν δέν θά τό πιστέψουμε.
Έρχονται καί λένε οί σημερινοί άνθρωποι: Δέν μποροΰμε νά μεγαλώσουμε τόσα παιδιά. Καί βλέπουμε, άς ά-φήσουμε στό παρελθόν τούς παπούδες μας μέ τά τόσα παιδιά καί μέ τόση φτώχεια καί τά ξεπερνοΰσαν, καί έτρεφαν δλα τά παιδάκια τους κ.λπ. Τώρα εμείς λέμε, δτι δέν μποροΰμε. Γιατί υπολογίζουμε τά πράγματα πάνω στίς δυνάμεις μας. Γιατί δέν διαθέτουμε ζωντανή πίστη. Στόν άνθρωπο, δμως, πού πιστεύει, έρχεται ή δύναμις τοΰ Θεοΰ, καί ή πίστις ένισχύει καί ό Θεός τά οίκονομεΐ.
Έδώ, μέ φυσική πρόνοια, τά πουλάκια καί όλα τά ζώα τά οίκονομεΐ ^ Θεός καί δέν υστερούνται. Έμεις οί άνθρωποι, μέ τή λογική μας, βάζοντας τά πράγματα μέ λογική καί δχι^μέ τήν πίστη, βγαίνουμε λάθος καί έπομένως δέν μπορούμε. "Εχουμε, δμως καί στή σημερινή έ-ποχή παραδείγματα φωτεινά καί άξιοπρόσεκτα, μέ μεγάλη οικογένεια καί είναι φτωχοί άνθρωποι.
- Μά, θά μου πείτε δτι εξυπηρετούνται, διαιτώνται λιγότερο, καί δέ γίνονται επιστήμονες όλα τά παιδιά.
- Έμ, βέβαια, δέν μπορούν νά γίνουν επιστήμονες,γίνουν καί τεχνίτες, θά γίνουν καί διαφορετικά, πάντως δλα τά παιδιά θά ζήσουνε. Άλλά, κάναμε τή ζωή κατά τέτοιο τρόπο, πού νά μήν μπορούμε καί εκ τοϋ φυσικού, διότι δταν θέλουμε δλα τά παιδιά νά σπουδάσουν ή δλα νά τούς τά δίνουμε ό,τι επιθυμούν, φυσικά τό πορτοφόλι δέν έπαρκεΐ, καί έπομένως ύστερούμεθα' καί επομένως βρισκόμεθα παραβάτες τής εντολής τού Θεού «Αύξάνεσθε καί πληθύνεσθε, πληρώσατε τήν οικουμένην», καί δλα αύτά.
Λοιπόν, τό φωτεινό παράδειγμα καί οί πρεσβείες τοϋ πολυάθλου μας Ίώβ, πού γιορτάζει σήμερα, νά μάς βοηθήσουν, ώστε τά άθλήματά του, τά στεφάνια του, τά παράσημά του, νά μάς δώσουν περισσότερη δύναμη καί ά-ντοχή, προσπαθώντας, εστω καί άπό μακρόθεν, νά τόν ά-κολουθήσουμε καί νά φτάσουμε καί έμεΐς στόν τελικό σκοπό πού είναι ή κατάπαυσις εις αιώνας αιώνων, ή Άνω Ιερουσαλήμ.
ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΕΦΡΑΙΜ ΦΙΛΟΘΕΪΤΟΥ
Τό έγκλημα των έγκλημάτων είναι ή βλασφημία
"Ενας άνθρωπος ήρθε στό Όρος 60άρης, έπιστήμων καί λέει: «Πάτερ, ξέρεις, βλαστημάω. Πήγα καί πέρισυ καί στόν πάτερ τάδε, καί συνέχισα καί πάλι, ξέρω δτι είναι κακό».
«Δέν ξέρεις πόσο κακό εΐναι», 'ΐοΰ λέω. Καί άρχίζω καί του κάνω μιά άνάλυση τής βλασφημίας, τί τρομερό έγκλημα είναι. Ή καρδιά σου δουλεύει σάν τό ρολόϊ, του λέω, τίκ-τάκ, τίκ-τάκ' άν θά στή σταματήσει ό Θεός τήν καρδιά; Έάν άποφασίσει έν τή δικαιοσύνη Του; Σέ άνέχεται τώρα καί σέ φυλάει. Άν αύριο στή σταματήσει τήν καρδιά σου καί φύγεις άπό τή ζωή; Θά Τόν δεις Κριτή! Θά στρέψεις στήν Παναγία νά ζητήσεις βοήθεια” μά καί τήν Παναγία δέν τήν άφησες ήσυχη. Καί αυτή τήν βλαστήμησες!
Άπό ποιόν θά ζητήσεις βοήθεια; Θά βρεθείς μετωπικά μέ τόν Θεό τόν ύβριζόμενον, τόν ύβρισθέντα άπό σένα σ’ όλη τή ζωή σου! Τί έλεος;
Ήδη θά έχεις πάρει τήν άπόφαση άπό τή συνείδησή σου ή συνείδησή σου θά σ’ έχει άποφασίσει δέν χρειάζεται νά δεις τόν δικαστή καθόλου. Είναι ή συνείδησις ό δικαστής! Επομένως, τώρα άνθρωπέ μου τί θά κάνεις; Νά, πές ότι κοιμήθηκες. Καί αύτή τή στιγμή σου σταματάει τήν καρδιά καί σύ δέν ξυπνάς. Που θά πας;
"Υστερα σου φταίει ή γυναίκα σου, σου φταίει τό παιδί σου, σου φταίει τό Α, τό Β. Καλά, δε μου λές, άν σ’ είχε εύεργετήσει ένας άνθρωπος γιά ένα ελάχιστο πράγμα, ή άς υποθέσουμε γιά ένα μεγάλο πράγμα, σοΰ γλύτωσε τή ζωή σου, καί σοΰ φταίει ή γυναίκα σου άς πούμε καί τό παιδί σου, είναι ποτέ δυνατόν νά φανταστείς δτι εσύ θά βρίσεις αύτόν τόν'εύεργέτη; «Όχι», μοϋ λέει. Καί τί είν’ αύτός πού σοΰ γλύτωσε τή ζωή τή σωματική σου, τήν κατά κόσμον ζωή, μ’ εκείνον πού σέ γλίτωσε άπό τήν αιώνιο κόλαση, πού σ’ έκανε άνθρωπο; Αύτό τό είναι σου είναι άπ’ αύτά τά χέρια τού Θεοΰ, άπό τό Θεό είναι καί συνέχεια Τόν βλαστημάς, μά καί τόσες άλλες απειράριθμες άμαρτίες κάνεις. Είναι στό χέρι τοΰ Θεοΰ νά σοΰ κόψει τή ζωή, νά σέ δικάσει καί νά σέ μπάσει στήν κόλαση. Τί θά κάνεις;
Πές ότι παίζουν τά παιδάκια σου έξω καί συ κάθεσαι καί τά κοιτάς καί γιά μιά στιγμή μεταξύ τους τσακώνονται καί αρχίζουν νά σέ βρίζουν έσένα. Ό πατέρας μου, ό μπήξας, ό δήξας. Τί θάκαμες; Θά τάχες σκοτώσει στό ξύλο! Καί είσαι καί άνθρωπος καί αμαρτωλός καί γήινος καί γιά μιά στιγμή λες: «Δέν είναι σωστό αύτό πού μου έκαναν».
Καί πράγματι δέν είναι σωστό αύτό πού κάνουν, νά βρίσουν έσένα τόν πατέρα τους κ.λπ. μετά άπό τόση λατρεία πού τά έχεις μέσα σ’ ενα παιχνίδι τους. Καί αύτή ή ζωή ενα παιχνίδι είναι εδώ κάτω, τοϋ λέω. Καί σοΰ φταίει ό άλφα καί βήτα καί φτάνεις εσύ νά βλαστημάς τόν Ουράνιο Πατέρα σου; Τήν Ούράνια Μητέρα σου; Ποιά είναι ή Παναγία; Μά ποιός μάς κρατάει άπό τήν οργή του Θεου; Δέν μάς κρατάει ή Παναγία; Καί σύν Τήν βρίζεις;
Ηρθε ό καημένος τήν επόμενη χρονιά καί μου λέει: «Πάτερ, δέν ξαναβλαστήμησα». Όταν ένας γεωργός οργώσει τό χωράφι καί τό σπείρει καί μετά αρχίσει καί βλέπει καρπό, δέν χαίρεται γιά τόν καρπό; "Ετσι είναι καί ενας πνευματικός, όταν δει άς ποΰμε, δτι ή προσπάθεια ή μικρή, τό δίλεπτο τής χήρας έφερε έναν καρπό στόν Θεό, γιά τή δόξα του Θεοΰ, γιατί σταμάτησε νά βρίζει τόν Θεό. Ό διάβολος τόν έβαζε καί τόν έβριζε τόν Θεό συνέχεια καί γιά μιά στιγμή σταματάει νά βρίζει τόν Θεό. Αύτό εΐναι μεγάλο πράγμα, γιά νά σωθεί αύτός ό άνθρωπος! Καί άμα σταματήσει νά βρίζει τόν Θεό, θα ’ρθεΐ καί ή εύλογία του Θεοΰ.
Δέν μπορεί νά καταλάβει κανείς ότι τό έγκλημα τών εγκλημάτων είναι ή βλασφημία. Ό διάβολος τόν βλστημάει τόν Θεό, γιατί εκείνος έχει άνοιχτό πόλεμο. Πάει, τέρμα, λέει, τάβαλα μέ τόν Θεό, είναι ό έχθρός. Εσύ δέν τό λές αύτό. Έσύ λές πώς άγαπάς τόν Θεό. Μά εγώ τόν Χριστό τόν άγαπάω. Τότε, πώς καί Τόν βρίζεις;
Μά τού λέω, άνθρωπέ μου, τώρα, άν σέ δει ένας άπιστος άνθρωπος, δτι έσύ βλαστημάς τόν Θεό σου, θά πβί αύτός: «Έγώ τόν Θεό μου δέν τόν βλαστημάω», πού είναι είδωλο. Κατάλαβες; Καί βλέπει έσένα, πού λές δτι είναι ό αληθινός Θεός αύτός πού πιστεύεις, ένώ σοΰ φταίει κάτι άλλο, νά χτυπάς τόν Θεό. Θά σου πει αύτός ό άνθρωπος, οΰτε ό τρελλός δέν τό ϋάνει, οΰτε ό λογικός δέν τό κάνει' είναι όξύμωρο σχήμα" είναι ένα τέρας, έξωφυσικός ό βλάσφημος άνθρωπος. Έφ’ δσον βλαστημάει τόν Θεό του, τή στιγμή πού τοΰ φταίει κάποιος άλλος, είναι τέρας ό άνθρωπος. Καί μέσα σ’ αύτή τήν κατάσταση του τέρατος, έρχεται ό Θεός γιά μιά στιγμή νά τοϋ πεΐ: «Παιδί μου, δλα σοΰ τά συγχωρώ. Μέ βλαστήμησες, μέ ποδοπάτησες, μέ έκανες, μέ έφτιαξες, στά συγχωρώ δλα, πέρνα μέσα. Μόνο πές μου οτι τά έκανες" μιά άναγνώριση τών σφαλμάτων σου, εΐναι δύσκολο νά τήν κάνεις; Πάνε καί πές τήν αλήθεια δτι ταχείς κάνει’ εκείνο πού έχεις κάνει, όμολόγησέ το»! Καί άπαξ καί τό ομολογήσει ό άνθρωπος, έλύθη ό γόρδιος δεσμός. Τό χρέος στή λήθη, έσβυσε. Πέρασε μέσα!
Νά βλέπεις τώρα μέσα στή Βασιλεία του Θεοΰ νά εΐναι δισεκατομμύρια βλάσφημοι! Καί λές, δλοι αυτοί είναι συγχωρημένοι; Μεγαλεία τοΰ Θεοΰ! Τά μεγαλεία τοϋ Θεοΰ! Γ’ αύτό λένε καί οί Πατέρες: Μή φοβηθείς τον Θεό μέ τίς άπειλές Του, αλλά νά Τόν φοβηθείς άπό τήν αγάπη Του! Όταν προσβάλλεις τήν άγάπη Του καί δέν τήν λογαριάζεις. Διότι συνεχίζοντας τήν ζωή σου συσσωρεύεις οργήν, εν ήμέρα οργής καί άποκαλύψεως Θεοΰ! "Υστερα τελείωσε! Νά, λέει σέ σένα ό Θεός: «Σ’ άγα-ποΰσα, σέ συγχωρούσα, σέ άνεχόμουνα, σέ έτρεφα, σοΰ-δινα τά άγαθά καί σύ συνέχιζες νά μέ βλαστημάς! Τώρα τί νά σοϋ κάνω; Σέ περίμενα, σέ περϊμενα, σοΰδοισα εύ-καιρίες, σοϋδωσα ευκαιρίες καί δέν τίς έπιασες τίς ευκαιρίες! Τί περίμενες; Νά βγει ή ψυχή σου;»....
Υπάρχουν πολλοί πού έχουν νεκρώσει τήν συνείδησίν των.
Δέν πιστεύεις δτι πολλοί άπό τήν στιγμήν πού άπεμακρύνθησαν τήν έξετέλεσαν ινα μή τούς ενοχλώ πλέον;
Άπό πότε έχεις νά πάς εις τήν Εκκλησίαν; (30 χρόνια μοΰ είπες). Άπό πότε έχεις νά έξομολογηθης; (άπό 20 έτών πού έπήγες στρατιώτης μοΰ είπες). ’Από πότε έχεις νά κοι-νωνήσης όξίως, δηλαδή εν μετανοία καί έξομολογήσει; (άπό τά μαθητικά σου χρόνια μοΰ είπες). Ερωτώ λοιπόν, ζη ή συνείδησίς σου ή είναι νεκρά; Ασφαλώς είναι νεκρά. Διότι πώς είναι δυνατόν νά σοΰ λέγη, δτι είσαι έν τάξει, καθ’ ήν στιγμήν είσαι έν άταξία; Πώς εΐναι δυνατόν νά σοΰ μιλή γιά Παράδεισον άφοΰ είσαι άπό τοΰδε είς τήν Κόλα-σιν, μακρυά τοΰ Χριστοΰ καί τής Εκκλησίας του; ”Η μήπως είσαι χριστιανός διότι κάθε Μ. Πέμπτη κοινωνεΐς άνεξομολόγητος, άπλώς γιά τά... χρόνια πολλά;
Μ ή περιμένης λοιπόν τίποτε καλόν άπό τήν νεκράν συνείδησίν σου. Έφόνευσες, δυστυχώς, τήν συνείδησίν σου καί ό Σατανάς έχει κλέψει τήν ψυχήν σου. “Εκαμες καί επαθες δ,τι έπαθε ένας ξενοδόχος, ό όποιος διότι γαύγιζε ό σκύλος του καί τόν άνησυχοΰσε τήν νύκτα, τόν έφόνευσε. ’Αλλ’ οί κλέπται τότε είσήλθον μέσα, έφόνευσαν αύτόν καί έλήστευσαν τό ξενοδοχειον.
Ή συνείδησίς είναι πράγματι ό «σκύλος» τοΰ Θεοΰ διά νά φυλάττη τήν ψυχήν μας άπό τούς κλέπτας Διαβόλους