Ὅμως μὴ λυπᾶσαι, παιδί μου. Μὴν ἀνησυχεῖς τόσο. Καὶ ἂν πάλι ἔπεσες, πάλι σήκω. Ὀνομάσθηκες οὐρανοδρόμος. Δὲν εἶναι, παράξενο νὰ σκοντάφτει ἐκεῖνος ποὺ τρέχει. Μόνον χρειάζεται νὰ ἔχει ὑπομονὴ καὶ μετάνοια κάθε στιγμή.
Βάζε λοιπὸν μετάνοια συνεχῶς, ὅταν σφάλεις, καὶ μὴ χάνεις καιρό. Γιατί, ὅσον ἀργεῖς νὰ ζητήσεις συγχώρηση, τόσον δίνεις ἄδεια στὸν πονηρὸ νὰ ἁπλώνει μέσα σου ρίζες. Μὴν τὸν ἀφήνεις νὰ ἀποκτᾶ δικαιώματα εἰς βάρος σου.
Λοιπὸν μὴν ἀπελπίζεσαι ὅταν πέφτεις, ἀλλὰ ἀφοῦ σηκωθεῖς πρόθυμα βάζε μετάνοια λέγοντας· – Συγχώρησε μέ, Χριστέ μου, ἄνθρωπος εἶμαι καὶ ἀσθενής.
Δὲν εἶναι ἐγκατάλειψη αὐτό. Ἀλλά, ἐπειδὴ ἔχεις ἀκόμα μεγάλη ὑπερηφάνεια κοσμική, κενοδοξία πολλή, σὲ ἀφήνει ὁ Χριστός μας νὰ σφάλλεις, νὰ πέφτεις. Νὰ μαθαίνεις κάθε μέρα αἰσθητὰ τὴν ἀδυναμία σου καὶ νὰ ὑπομένεις τοὺς φταῖχτες. Νὰ μὴν κατακρίνεις τοὺς ἀδελφούς, ἐὰν σφάλλουν, ἀλλὰ νὰ τοὺς ὑπομένεις.
Ὥστε, ὅσες φορὲς πέφτεις, πάλι νὰ σηκώνεσαι, καὶ ἀμέσως νὰ ζητᾶς τὴ συγχώρηση.
Μὴν ἀφήνεις...λύπη στὴν καρδιά σου. Διότι ἡ χαρὰ τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ λύπη, ἡ ἀθυμία, ἀπὸ τὴν ὁποία γεννιοῦνται πολλὰ καὶ μὲ τὰ ὁποία γεμίζει πικρία ἡ ψυχὴ αὐτοῦ ποὺ τὰ ἔχει. Ἐνῶ ἡ διάθεση τοῦ μετανοοῦντος λέει: «Ἥμαρτον, συγχώρησον, Πάτερ»! Καὶ διώχνει τὴ λύπη. «Μήπως, λέει, δὲν εἶμαι ἄνθρωπος ἀσθενής; Λοιπόν, τί πρέπει νὰ κάνω»; Πράγματι, παιδί μου, ἔτσι εἶναι. Ἔχε θάρρος.
Μόνον ὅταν ἔλθει ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, τότε στέκει στὰ πόδια τοῦ ὁ ἄνθρωπος. Ἀλλιῶς, χωρὶς χάρη, πάντοτε παρασύρεται καὶ πάντοτε πέφτει. Νὰ ἔχεις ἀνδρεία λοιπὸν καὶ μὴ φοβᾶσαι καθόλου.
Εἶδες πῶς ὑπέμεινε τὸν πειρασμὸν ὁ ἀδελφὸς ποῦ γράφεις; Τὸ ἴδιο κᾶνε καὶ σύ. Ἀπόκτησε γενναῖο φρόνημα στοὺς πειρασμοὺς ποὺ ἔρχονται ἐναντίον σου. Πάντως θὰ ἔλθουν. Ἔχεις ἀνάγκη ἀπ’ αὐτούς. Γιατί ἀλλιῶς δὲν καθαρίζεσαι. Ἄφησε τί λέει ἡ ἀκηδία καὶ ἡ ραθυμία σου. Μὴν τοὺς φοβᾶσαι. Καθὼς μὲ τὴ χάρη τοῦ Θεοῦ πέρασαν οἱ προηγούμενοι, ἔτσι θὰ περάσουν καὶ αὐτοί, ἀφοὶ κάνουν τὸ ἔργο τους.
Φάρμακα εἶναι οἱ πειρασμοὶ καὶ βότανα ἰατρικά, ποὺ θεραπεύουν τὰ πάθη τὰ φανερὰ καὶ τὶς ἀόρατες πληγές μας.
Ἔχε λοιπὸν ὑπομονὴ γιὰ νὰ κερδίζεις καθημερινά, νὰ ἀποταμιεύεις μισθό, ἀνάπαυση καὶ χαρὰ στὴν οὐράνια Βασιλεία. Γιατί ἔρχεται νύχτα, δήλ. ὁ θάνατος, ποὺ τότε κανεὶς πλέον δὲν μπορεῖ νὰ ἐργασθεῖ. Γι’ αὐτὸ τρέξε. Εἶναι λίγος ὁ καιρός.
Γνώριζε δὲ καὶ αὐτό· ὅτι καλλίτερα εἶναι μία ἡμέρα ζωῆς γεμάτη νίκες μὲ βραβεῖα καὶ στεφάνια, παρὰ χρόνια πολλὰ καὶ νὰ ζεῖς μὲ ἀμέλεια. Γιατί μίας ἡμέρας ἀγώνας μὲ γνώση καὶ αἴσθηση ψυχῆς, ἰσχύει γιὰ πενήντα χρόνια κάποιου ἄλλου, χωρὶς γνώση ἀλλὰ ποὺ ἀγωνίζεται μὲ ἀμέλεια.
Χωρὶς ἀγώνα καὶ χωρὶς νὰ χύσεις αἷμα μὴ περιμένεις νὰ ἐλευθερωθεῖς ἀπὸ τὰ πάθη. Ἀγκάθια καὶ τριβόλια φυτρώνει ἡ γῆ μας μετὰ τὴν παράβαση. Πήραμε ἐντολὴ γιὰ κάθαρση· ἀλλὰ μὲ πόνο πολύ, μὲ ματωμένα χέρια, καὶ μὲ πολλοὺς ἀναστεναγμοὺς ξεριζώνονται. Κλάψε λοιπόν, χύσε δάκρυα ποταμούς, καὶ μαλακώνει ἡ γῆ τῆς καρδιᾶς σου. Καί, ἀφοῦ τὸ χῶμα βραχεῖ, εὔκολα ξεριζώνεις τὰ ἀγκάθια.
(«Ἔκφρασις Μοναχικῆς ἐμπειρίας», ἔκδ, Ι.Μ.Φιλοθέου, Ἄγ. Ὅρος, σ. 127-129. -σὲ νεοελληνικὴ ἀπόδοση.)