Κεφάλαιο ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ γέροντος Ἰωσὴφ Μ. Δ.: «Παπαχαράλαμπος Διονυσιάτης», ὁ ἁπλοϊκὸς ἡγούμενος καὶ διδάσκαλος τῆς νοερᾶς προσευχῆς.
Λέγουν οἱ ἅγιοι πατέρες, «ὑπὲρ τὴν ἐργασίαν, ἡ φυλακή». Εἶναι πολλοὶ ἀπὸ ἐμᾶς, οἱ ὁποῖοι ὁμολογουμένως πολὺ φιλότιμα ἐπιμελοῦνται τόσον τὴν ὑπακοὴν ὅσον καὶ τὴν νυκτερινὴν ἀγρυπνίαν. Μάλιστα κοπιάζουν πολύ, ἰδιαιτέρως προκειμένου νὰ φθάσουν στὴν συντριβὴν καὶ τὰ δάκρυα πρὶν τὴν Θ. Κοινωνία. Ἐν τούτοις, ἂν προσέξουμε στὸν ἑαυτό μας, παρατηροῦμε ὅτι παραμένουμε σχεδὸν στὸν ἴδιο παρονομαστὴν ἢ καὶ πολλὲς φορὲς πρὸς τὰ πίσω μᾶλλον ἐπιστρέφουμε ἀντὶ νὰ ἐπεκταθοῦμε πρὸς τὰ ἐμπρός. Διερωτᾶται κανείς: «Τί φταίει; Ὑπακοὴ κάμνω, ἐξομολογοῦμαι, νηστεύω, ἀγρυπνῶ, συγχωρῶ, εὔχομαι ὑπὲρ τῶν ἐπηρεαζόντων καὶ διωκόντων. Τί φταίει;».
Τὴν ἀπάντησι μᾶς τὴν δίνει ἕνας μεγάλος ἡσυχαστὴς τοῦ Ἁγίου Ὅρους, ὁ Γέροντας...
Δανιήλ, ὁ ὁποῖος διέπρεψε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας στὴν Λαυριώτικη σπηλιὰ τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου. Ζώντας αὐτὸς ὁ ὄντως μέγας μὲ ἄκραν ἡσυχίαν, μόλις ἐτελείωνε τὴν Θ. Λειτουργία, χωρὶς καμμίαν ὁμιλία μετέβαινε δρομαῖος νὰ κλειστὴ στὸ κελλί του. Κατ΄ ἐξαίρεσιν, δεχόταν μόνον τοὺς ὁμοτρόπους του μεγάλους ἀσκητὲς Ἰωσὴφ καὶ Ἀρσένιον. Κατὰ κανόνα ὁ πρῶτος του λόγος ἦταν ὁ ἑξῆς: «Λέγει ἡ ἁγία Συγκλητική, “τὸ λυχνάρι φωτίζει, ἀλλὰ τὰ χείλη του καίει”». Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὑπονοοῦσε πόσο ὁ ἴδιος ἐφοβόταν, μήπως ἀπὸ τὶς συνομιλίες ἀπωλέση τὴν χάρι, ὅπου μὲ τὸν κόπον τῆς ἀγρυπνίας ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Θ. Κοινωνίαν ἔλαβε μέσα του.
Δανιήλ, ὁ ὁποῖος διέπρεψε ἐπὶ τῶν ἡμερῶν μας στὴν Λαυριώτικη σπηλιὰ τοῦ ἁγίου Πέτρου τοῦ Ἀθωνίτου. Ζώντας αὐτὸς ὁ ὄντως μέγας μὲ ἄκραν ἡσυχίαν, μόλις ἐτελείωνε τὴν Θ. Λειτουργία, χωρὶς καμμίαν ὁμιλία μετέβαινε δρομαῖος νὰ κλειστὴ στὸ κελλί του. Κατ΄ ἐξαίρεσιν, δεχόταν μόνον τοὺς ὁμοτρόπους του μεγάλους ἀσκητὲς Ἰωσὴφ καὶ Ἀρσένιον. Κατὰ κανόνα ὁ πρῶτος του λόγος ἦταν ὁ ἑξῆς: «Λέγει ἡ ἁγία Συγκλητική, “τὸ λυχνάρι φωτίζει, ἀλλὰ τὰ χείλη του καίει”». Μὲ τοὺς λόγους αὐτοὺς ὑπονοοῦσε πόσο ὁ ἴδιος ἐφοβόταν, μήπως ἀπὸ τὶς συνομιλίες ἀπωλέση τὴν χάρι, ὅπου μὲ τὸν κόπον τῆς ἀγρυπνίας ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν Θ. Κοινωνίαν ἔλαβε μέσα του.
Ἂς φαντασθῆ καθένας ἀπὸ ΄μᾶς τώρα, πόσες θυρίδες ἀνοίγουμεν, ὅταν ὄχι μόνον πνευματικὲς συνομιλίες, ἀλλὰ καὶ ὁλόκληρες συζητήσεις πραγματοποιοῦμε. Κατόπιν τούτου, διερωτόμαστε τί μᾶς φταίει! Ἂν οἱ ἀρχικὰ πνευματικὲς συζητήσεις, καταλήξουν στὴν συνέχεια σὲ ματαιολογίες, ἀργολογίες, πολιτικολογίες καὶ κατακρίσεις, μήπως ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Κυρίου, ὅτι ἐπανέρχεται ὁ ἐχθρός, ὅπου μὲ πολὺν κόπον ἐξεβλήθη, ἀσφαλῶς δριμύτερος;
Γιὰ τὸν λόγον αὐτὸν καὶ ὁ μακαριστὸς καὶ ἅγιος Γέροντας Ἰωσήφ, παρέλαβε καὶ μετέδωσε καὶ στὰ τέκνα του αὐτὴν τὴν τάξιν: δηλαδὴ ἀμέσως μετὰ τὴν Θ. Λειτουργίαν καὶ τὴν, ἀσφαλῶς συχνήν, Θ. Μετάληψιν, ὅλοι οἱ ἀδελφοὶ σιωπηλοὶ ἀποσύρονταν στὰ κελλιά τους, ἐκτὸς ἀνωτέρας ἀνάγκης. Αὐτὴν τὴν τάξιν παρέλαβε καὶ ὁ Γέροντάς μου παπα-Χαράλαμπος καὶ ἡ τάξις αὐτὴ ἐτηρεῖτο αὐστηρά, κυρίως στὴν Ν. Σκήτη καὶ στὸ «Μπουραζέρι». Χωρὶς δὲ καμμίαν ἀντιλογία οἱ πνευματικοὶ καρποὶ εἶναι καταφανεῖς σὲ ὅσους, μαζὶ μὲ τὴν ἐργασίαν, τηροῦν συγχρόνως καὶ φυλακὴν τῶν αἰσθήσεων, ἰδιαιτέρως δὲ τῆς γλώσσας. Αὐτὸ νομίζω εἶναι τὸ «ἐργάζεσθαι καὶ φυλάσσειν».