…Εκείνο βέβαια που βοηθά αποτελεσματικά την Ευχή, είναι όταν την λέμε με το νου, δηλαδή νοερά. Και μάλιστα κατά την διάρκεια της νυκτός. Στην αρχή θα την λέμε 15 λεπτά, κι αν μπορούμε, όρθιοι. Δεν μπορούμε όρθιοι; Καθιστοί. Ο Θεός δεν κοιτάζει αν είσαι καθιστός στο σώμα, κοιτάζει αν «κοιμάται» η ψυχή σου. Όταν ,λοιπόν , η ψυχή είναι εν γρηγόρσει, και το «καθιστό» είναι αποδεκτό από τον Θεό, όπως και το «γονατιστό», για όποιον δεν μπορεί. Όποιος μπορεί και όσο μπορεί. Στην προσευχή δεν επιβάλλεται τίποτα με την βία.
Ύστερα αυτά τα 15 λεπτά θα γίνουν 30. Όταν δε περάσουν τρεις –τέσσερις μήνες και αρχίζει ο νους πλέον συγκεντρωμένα να λέη την Ευχή και να την απολαμβάνη, τότε αυξάνεται αυτός ο χρόνος λίγο παραπάνω.
Όσοι αντέχουμε πέραν της μίας ώρας, συνεχίζουμε και πάλι την Ευχή νοερά, δηλαδή με τον ενδιάθετο λόγο, με την εσωτερική μας φωνή. Όταν κουραστή ο νους, μπορούμε να αρχίσουμε πάλι να ψελλίζουμε την Ευχή. Και όταν ξεκουραστούμε λιγάκι, μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε και το κομποσχοίνι, που είναι το «νηπιαγωγείο» της Ευχής. Από κει πρέπει να αρχίζη κανείς. Όταν έρχεται το τελειότερο, καταργείται διακριτικά το ατελέστερο. Μετά την ξεκούρασι του νου, αρχίζουμε πάλι να συγκεντρώνουμε την προσοχή μας στην Ευχή. Αργότερα,. Μπορούμε να την κάνουμε και με την αναπνοή. Εισπνέουμε : «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ» Εκπνέουμε : «ἐλέησόν με»…
…Να βάλουμε λοιπόν, βία στην Ευχή, αφού «βιασταί αρπάζουσιν» την Βασιλείαν του Θεού. Διότι γρήγορα θα κτυπηθούμε από την αμέλεια, από την ραθυμία, από την ακηδία και την τεμπελιά… Και το «δεν βαριέσαι», το «δεν μπορώ» σαν προφάσεις «εν αμαρτίαις», θα μας κυριεύσουν και θα μας οδηγήσουν στο πνεύμα της αναβολής. Έτσι όμως μας κερδίζει ο αιώνιος εχθρός της ψυχής μας, ο διάβολος. Γι’ αυτό ,
- σήμερα κοπίασε στην Ευχή και όχι αύριο˙
- σήμερα η βία με το κομποσχοίνι,
- σήμερα ο κόπος,
- σήμερα ο πόνος και η λαχτάρα για προσευχή.
Με το πέρασμα δε του χρόνου και με αρωγό την θεία Χάρη , θα διαπιστώσουμε το εξής ουράνιο και θαυμαστό: Ψυχοσωματικά θα καταστούμε μυρωμένα δοχεία του παναγίου Πνεύματος! Άνδρες και γυναίκες , έγγαμοι και άγαμοι, νέοι και νέες και ιδιαιτέρως τα παιδιά, θα μοσχοβολούν σαν θυμίαμα ευωδιαστό και8 τα πρόσωπά τους θα λάμπουν από μια παράδοξι λάμψι και φωτεινότητα της θείας Χάριτος και της νοεράς ενεργείας της θείας προσευχής. Γιατί η Ευχή είναι το έαρ το μυροβόλον, που δημιουργεί την πνευματική άνοιξι στον κάθε ευχόμενο χριστιανό
Και ΤΟΤΕ... και μόνο τότε η ΕΥΧΗ ,το «Κύριε Ιησού Χριστέ», καθίσταται όχι μόνον φάρμακο θεραπείας αλλά και προθάλαμος της Βασιλείας των ουρανών και πρόγευσις της αιωνιότητος!...
Κάποιος ευλαβής και θεοσεβής χριστιανός περπατούσε στον δρόμο και έλεγε συνεχώς ψιθυριστά την Ευχή: ««Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με». Και πρόσθετε «Κύριε Ιησού Χριστέ, δι’ ευχών του αγίου Γέροντός μου, ελέησόν με» και «Κύριε Ιησού Χριοστέ, ελέησε την οικογένειά μου».
Σε λίγο αυτενέργησε η προφορική Ευχή και έγινε Καρδιακή, και με πολύ θείο έρωτα άρχισε να λέγεται από την καρδιά. Και ακινητοποιήθηκε ο χριστιανός αυτός ακουμπώντας πάνω σε ένα στύλο.
Τότε εγένετο ολόκληρη η ψυχή του φωτοδότις αίγλη, χορτασμός , θεία αναπνοή! Πηδούσε η καρδιά του από ουράνια χαρά και μάλιστα ησθάνετο να «σπρώχνεται» από την Ευχή και να ωθήται προς τον ουρανό ( η καρδιά του) . Να του κρατά την προσοχή, να του αφαιρή τους λογισμούς, να του έχη κλείση όλες τις αισθήσεις, αλλά και τα μάτια των περαστικών, ώστε «βλέποντες … μὴ ἴδωσιν… και μὴ συνιῶσι».
Η αυτενέργεια αυτή της Νοεράς καρδιακής προσευχής του προκάλεσε αίσθησι θείας δρόσου και αφαιρέσεως του βάρους του σώματος με πνευματοποίησι των μελών του. Εγένετο –ας το πούμε απλά- το σώμα του ελαφρύ, σαν πούπουλο, πνευματοποιημένο και αγγελικό, κάτι σαν ουράνιο… Ο νους του ήτο αμετεώριστος, ανεικόνιστος, , ανείδεος, αφάνταστος, ασχημάτιστος ,όλος φως, θεοειδής.
Όταν ήλθε «εις εαυτόν», είχαν περάσει περίπου δύο ώρες και επέστρεψε στο σπίτι του πανευτυχής, ελεεινολογώντας συνεχώς τον εαυτό του…