Ποιός είναι ο θησαυρός μας; Να βρούμε το Χριστό μας!
17 Ιουλίου 2012
Συνεχώς να στρέφεστε στον εαυτό σας και να ρωτάτε. Ποιό είναι το νόημα της ζωής μας στόν κόσμο, ως μοναχών; Σαν πιστοί καλεσμένοι από το Θεό, στενάζουμε. Αν είμαστε λίγο προσεκτικότεροι, η αίσθησις της παρουσίας της χάριτος θα μας έπειθε να είμαστε διακαείς επιθυμηταί της αναχωρήσεως από αυτόν τον κόσμο. Να έλθει μια ώρα νωρίτερα αυτή η στιγμή, για να μας μεταστήσει. Γιατί στους πραγματικούς πιστούς γίνεται αυτό που λέει ο Παύλος· «εμοί το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος». Τί νόημα έχει η ζωή μας σε αυτόν τον κυκεώνα, σε αυτήν την κόλαση; Με τους απατεώνες αυτούς που πέρασαν και τους δαίμονες, τί δουλειά έχουμε εμείς; Και σε τί θα μας φοβίσουν με τα διάφορα μέσα που επινοούν εις βάρος μας; Σε μας είναι επιθυμητός ο θάνατος, γιατί την ματαιότητα αυτή, που οι άλλοι την κλαίνε και την αναζητούν, εμείς την πετάξαμε μόνοι μας. Μόνοι μας δεν ήρθαμε εδώ και εξοριστήκαμε; Με επίγνωση το κάναμε αυτό. Γι’ αυτό δεν μας τρομοκρατούν αυτά.
Είναι όμως και το δεύτερο σκέλος. Όπως λέει, ο Κύριος μας, για τις ανθρώπινες φύσεις «το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σάρξ ασθενής». Σε αυτές τις δύσκολες στιγμές για να μπορέσουμε να τα βγάλουμε πέρα, όπως προσδοκούμε, πρέπει να βρίσκεται μαζί μας κατ’ ενεργείαν η θεία Χάρις, ως ενδημούσα κατάσταση. Γι’ αυτό να είμαστε περισσότερο προσεχτικοί. Γι’ αυτό κάθε μέρα σας θυμίζω. Μη ξεχνάτε το σκοπό σας. Μην παρασύρεστε από τίποτε. Τίποτε για μας δεν έχει σημασία. Ούτε οι χώροι, ούτε οι αξίες, ούτε οι ζωές, ούτε οι θεωρίες. Ένα για μας έχει αξία, ο Χριστός μας. Στο πως να πάμε να τον βρούμε . Και όσο μας επιτρέπει να ζούμε, όλη μας η ενασχόληση και η ενέργεια να είναι η δική του ομολογία. Συνεχώς ο νους μας να είναι στο να κάνουμε αυτό που του αρέσει. Κάθε ώρα να διερωτάστε. Από αυτά που σκέπτομαι και κάνω τί παίρνει ο Θεός; Έχει ποσοστά να πάρει. Άρα σφραγίζεται η ζωή μου. Έχει μια σημασία, έχει ένα σκοπό. Άμα από αυτά που σκέφτομαι και ενεργώ δεν παίρνει ο Θεός, η ζωή μου δεν έχει σκοπό, ούτε νόημα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Και για να το επιτύχετε αυτό συνεχώς πρέπει να διερωτάστε. Τί κάνω τώρα ἐγώ; Τί δουλειά έχουμε εμείς με ένα τέτοιο κόσμο δαιμονισμένο; Τί θα μας δώσει εμάς αυτός ο κόσμος; Αφού τα καλά του εμείς τα πετάξαμε. Εκούσια δεν τον αρνηθήκαμε; Κάνουμε τώρα μόνο απλή χρήση. «Χρώμενοι τω κόσμῳ τούτῳ και μη παραχρώμενοι». Ένα κομμάτι ψωμί, ένα ρούχο να σκεπαστούμε και μια στέγη να μπούμε από κάτω. Αυτά δε θα μας τα στερήσει η αγάπη του Θεού. Εφ’ όσον μεριμνά για τους κακούργους, για τους βλάσφημους, για τους δαίμονες, θα εγκαταλείψει τούς δικούς του; Ποτέ φυσικά.
Επί τον σκοπόν του προκειμένου. Στό κέντρο του προορισμού μας. Όλη μας η νόηση και όλη μας η δράση να αφορά τη λατρεία, την υποταγή και την υπακοή στο θείο θέλημα. Όταν συνεχώς περιστρέφετε μέσα σας το φόβο του Θεού και βρίσκεστε σε αυτά τα επίπεδα να είστε βέβαιοι ότι θα επιτυγχάνετε στις καθημερινές κατά Θεόν αποφάσεις σας. Και στις δύσκολες στιγμές της ομολογίας πάλιν η θεία Χάρη θα σας δώσει τη δύναμη ούτως ώστε να σφραγιστεί το έργο μας, και να ακούσουμε και εμείς από το στόμα του Κυρίου μας την μακαρία εκείνη και παρήγορη φωνή την οποίαν μας άφησε ως άγκυρα ελπίδας. Αλλιώς αν δεν κάνετε έτσι θα σας κλέψει η ματαιότητα του κόσμου τούτου με τα χίλια δυό προσχήματα και θα βρίσκεστε και στην παρούσα ζωή ταραγμένοι και απέλπιδες και θα σας βασανίζει η αβεβαιότητα. Μη γένοιτο όμως να γίνει κάτι τέτοιο σε μας, που εν γνώσει μας ξεκινήσαμε. Δεν βρεθήκαμε τυχαία εδώ.
Οι άγιοι πατέρες, οι άγιοι πάντες, οι οποίοι «διά πίστεως κατηγωνίσαντο βασιλείας», όπως λέει ο Παύλος, ήσαν προορισμένοι προ καταβολής κόσμου. Ο Θεός φύτεψε κατά ανατολάς παράδεισο πριν τους δημιουργήσει για να τους βάλει εκεί να βασιλεύουν στους αιώνες. Ο ίδιος ήλθε και φόρεσε τη φύση μας για να χαίρεται και αυτός μαζί μας. Δεν ήλθε ως κύριος και Δεσπότης, αλλά σαν ομόψυχος και συνάδελφος, «επεί τα παιδία κεκοινώνηκε σαρκός και αίματος και αυτός παραπλησίως μετέσχε των αυτῶν». Κοιτάξτε συγκατάβαση αγάπης! Και όλα αυτά μας αναμένουν να πάμε να τα βρούμε.
Ὅλα αυτά όμως δεν θα τα επιτύχουμε μαγικά, μοιρολατρικά. Άνκαι είναι προορισμένα για μας θα τα κερδίσουμε με ιδρώτα. Ο Κύριος μας, «Θεός ων», παντεξούσιος και παντοδύναμος, θέλοντας να επικοινωνήσει φυσιολογικά με εμάς και με τη κτίση του κοιτάξτε πως ήλθε. Ο Λόγος του Θεού ο πανσθενουργός, ο διοικητής του σύμπαντος, επί τριάντα τόσα χρόνια συνεχώς βάδισε μαζί μας. Έτρωγε ψωμί σαν τα ζώα, ο Κύριος της δόξας. Περπατούσε ξυπόλητος, κρύωνε, ζεσταινόταν, κοιμόταν και ξυπνούσε, δεχόταν ύβρεις και κοινωνούσε με τον ανθρώπινο πόνο. Μπορούσε προσταχτικά, αυτός που «είπε και εγεννήθησαν, ενετείλατο και εκτίσθησαν», να επαναφέρει στην ισορροπία της την κτίση χωρίς την παρουσία του. Όμως μας έδειξε πρακτικά ότι δεν γίνεται αλλιώς. Φυσιολογικά έτσι γίνεται η επανάκτηση αυτών πού χάσαμε.
Το θέμα της σωτηρίας είναι πρακτική εργασία και κατάκτηση άνκαι είναι μέσα στον προορισμό. Παράδειγμα οι πατέρες μας. Δεν ήσαν προορισμένοι; Και όμως δεν στέγνωσαν τα μάτια τους σε όλη τους τη ζωή. Και με πόση αγωνία και με πόση προσπάθεια. Βλέπετε τον πατριάρχη Ιακώβ. Δεν του είπε ο Θεός να σηκωθεί να φύγει από το σπίτι του και να πάει, σύμφωνα με τις συμβουλές της μητέρας του, να πάει στην ξένη γη και να πάρει από εκεί σύζυγο. Πηγαίνοντας του φανερώθηκε ο Θεός και του έδειξε την κλίμακα και του είπε «πήγαινε και μαζί σου είμαι εγώ και θα σε πληθύνω». Είδατε πόση δυσκολία ακολούθησε στη ζωή του ύστερα, με το φόβο του αδελφού του του Ησαύ. Είδατε τί αγωνία! Και μοίρασε τα παιδιά και τις συζύγους και έδωσε δώρα και έκλαψε και πόνεσε, γι’ αυτά που ήταν προορισμένα πριν να γεννηθεί, και τα κέρδισε με τόσον αγώνα!
Είδατε μετά τί ακολούθησε; Επαναστάτησαν τα παιδιά του εκεί στη Συχέμ και σκότωσαν εκείνον που βίασε την αδελφή τους και τρομοκρατήθηκε ο Ιακώβ και έκλαιε και έλεγε: «Τί μου κάνατε τώρα εσείς; Κάνατε αυτό το έγκλημα. Αν σηκωθούν τώρα όλοι αυτοί που κατοικούν εδώ εναντίον μας; Εγώ μόνος μου είμαι. Δεν θα με κατασφάξουν και θα αφανίσουν τη φυλή μου;» Και με φόβο και τρόμο και κλάματα για να επιτύχει αυτά που ήταν προορισμένα, που του είπε ο ίδιος Θεός τόσες φορές. Αυτά συνέβησαν και στους Αβραάμ, Ισαάκ, και στους Πατέρες μας. Είδατε τί κλάματα έκαμαν, τί οδύνες.
Στο δικό μας τον Γέροντα, τον Παππού, η ίδια η Παναγία μας του έδινε θάρρος και του έλεγε: « Μα δεν σου είπα να έχεις την ελπίδα σου σε μένα, γατί φοβάσαι;» Και όμως τον άφηνε να περάσει από τη γέφυρα εκείνη των πειρασμών. Δεν γίνεται αλλιώς. Επειδή είναι αυτός ο λόγος και άλλος δεν είναι, γι’ αυτό να μην απορείτε και κουράζεστε. Επειδή μας κάλεσε ο Θεός, μήν νομίζετε ότι θα είμαστε ανάσκελα και θα μας έλθουν όλα έτοιμα. Δεν γίνεται, αυτός είναι ο πρακτικός τρόπος.
Ο Κύριος μας έδειξε τό δρόμο διά του Σταυρού, της οδύνης και του διωγμού. Πάνω στο σταυρό ξεψυχούσε και ζήτησε νερό και δεν του έδωσαν. Τον ονείδιζαν μέχρι να παραδώσει το πνεύμα. «Ουά ο καταλύων τον ναόν». Σαν να του έλεγαν: «Αν είσαι άνδρας κατέβα. Είδες τί σου κάναμε;» Για να τον παροργίσουν και να διατάξει την κτίση να τους καταπιεί. Και επέμεναν. Και Κύριός μας έλεγε: «Άφες αυτοίς». Αυτός είναι ο τρόπος. Αυτό το νόημα να ενδυθείτε, της περιεκτικής φιλοπονίας, το νόημα του Σταυρού, όπως το ερμηνεύουν οι Πατέρες.
Ιδίως τώρα στις ημέρες αυτές που θα αρχίσουν οι δυσκολίες. Αυτά τα διηγούμαστε, ως αναμενόμενα, και τα λέμε σαν παραμύθι. Αλλά αύριο θα τα πάσχομε. Θα έλθει ώρα που θα εφαρμοσθούν αυτά. Εγώ λίγο δοκίμασα το 1941, 42, 45, 46 μέχρι το 1950. Τη νύκτα κοιμόμαστε και δεν ξέραμε αν θα είμαστε εκεί το πρωί. Πηγαίναμε να δουλέψουμε να βγάλουμε ένα κομμάτι ψωμί να ζήσουμε και δεν ξέραμε αν θα γυρίζαμε πίσω. Δεν υπήρχε καμιά εγγύηση, καμιά ασφάλεια. Τότε ήταν μεμονωμένα. Τώρα θα είναι γενικά. Επειδή πλήθυνε η απιστία του ανθρώπου τόσο πολύ και ο Θεός δεν μπορεί να κάτσει μαζί του πλέον. Έφυγε. Όσο ο Θεός φεύγει, τόσο πληθαίνουν εξουσιαστικά τα κακά. Ο θεός του αιώνος τούτου επικρατεί. Αυτό που τον κρατά είναι η δύναμη του Σταυρού. Μα αφού τη δύναμη αυτή την απωθεί ο άνθρωπος, δεν πιστεύει, δεν θέλει Θεό. Όμως, «αυτός εστίν η ειρήνη ημών». « Ειρήνην την εμήν αφίημι υμίν, ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν». Γιατί το είπε; Δεν το είπε για να περάσει η ώρα. Είχε νόημα. Τώρα όμως Αυτόν δεν τον θέλουν.
Ο σύγχρονος πολιτισμός στηρίζεται στόν ουμανισμό. Τα πάντα ο άνθρωπος, οι ανθρώπινες γνώσεις. Δεν υπάρχει τίποτε άλλο. Φεύγει ο Θεός, διώκεται, δεν κάθεται. Γίνεται η εκ-σάρκωση του Λόγου. Ήλθε εκουσίως, με την αγάπη του και σαρκώθηκε και κοινώνησε με την κτίση πρακτικά για να μεταδώσει την ειρήνη του, όπως λέει και ο Παύλος· «αυτός εστίν η ειρήνη ημών, ο ποιήσας τα αμφότερα εν, το μεσότειχον του φραγμού λύσας». Τώρα Αυτόν τον διώχνει ο άνθρωπος. Και επειδή τον διώχνει και φεύγει, τότε αλλοίμονο σε εκείνους τους δικούς του που θα μείνουν.
Οι υπόλοιποι, όχι ότι θα είναι ρόδινα γι’ αυτούς, αλλά επειδή δεν γνώριζαν τι είχαν, δεν καταλαβαίνουν ότι έχασαν το αγαθό. Εκείνος που είχε και έχασε, εκείνος κλαίει. Εκείνος που δεν είδε, τί να κλάψει; Ούτε είχε, ούτε έχασε. Σε μας θα είναι δύσκολο. Και για να τα βγάλουμε πέρα πρέπει να έχουμε μαζί μας ως ενδημούσα τη θεία Χάρη. Και εκείνο που θα το προκαλέσει αυτό είναι ακριβώς η εμμονή μας, η επιμονή μας, η προσπάθειά μας, ο αγώνας μας. Εκεί συνεχώς να κάνουμε κάτι παραπάνω. Γι’ αυτό να βιάζετε τόν εαυτό σας. Αυτό το κάτι παραπάνω, που δεν θα είναι κάτι παραπάνω, είναι αυτό που είναι η πραγματικότης. Εάν μέχρι τώρα τρόπον τινά, δεν του δίναμε τόση σημασία, γιατί είμαστε σε ένα ειρηνικό καθεστώς, τώρα που αυτό υποχωρεί, η ανησυχία μας μεγαλώνει. Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε, γιατί «έγνω Κύριος τους όντας αυτού». Αλλοίμονο, δεν μπορεί να σώσει ὁ Κύριος τους δικούς του; Θα σώσει μεν, αλλά μετά διωγμών. Τι λέει ο Λουκάς; «Όποιος αφήσει εκείνα και εκείνα, εκατονταπλασίονα λήψεται μετά διωγμών».
Τις θείες επαγγελίες θα τις κληρονομήσουμε, αλλά θα τις κληρονομήσουμε με τον ιδρώτα. Αυτό να το κάμετε συνείδηση, για να μην τρομάζετε. Βιάζετε τον εαυτό σας στη μνήμη του Θεού. Το τελειότερο από όλα. Κάθε αγαθή πράξη, κάθε υπακοή στο θείο θέλημα είναι κρουνός χάριτος, είναι ένα αυλάκι που φέρνει τη θεία Χάρη, αυτό που μας λείπει. Το τελειότερο όμως απ’ όλα είναι η θεία μνήμη. Η μνήμη του Θεού, που συνοδεύεται από την επίκληση του ονόματός του, είναι ο τελειότερος τρόπος στο να ευρίσκεται η Θεία Χάρη μαζί μας και σε πλήθος, δηλ. περισσότερο, και σε χρόνο και σε ποσοστά. Γι’ αυτό σε μας τους μοναχούς είναι καθήκον απόλυτο. Μας βοηθά και η αμέριμνη ζωή που έχουμε, μακρυά από κοινωνικές και οικογενειακές υποχρεώσεις. Έχουμε ελευθερία, ακριβώς για να θυμόμαστε το κέντρο της αγάπης μας. Εκείνων που βρίσκονται μέσα στην κοινωνία και μέσα στη συζυγία, η αγάπη τους σκορπίζεται στα μέσα που τους απασχολούν. «Όπου ο θησαυρός, εκεί και η καρδία».
Εμείς, λοιπόν, δεν πρέπει εκεί που είναι ο θησαυρός να είναι και η καρδιά μας; Ποιός είναι ο θησαυρός μας; Εμείς δεν έχουμε, ούτε γυναίκες, ούτε παιδιά, ούτε εμπόδια, ούτε κτήσεις. Μια απασχόληση έχουμε, το πώς να βρούμε το Χριστό μας. Πώς να τον βρούμε, πώς να τον κατακτήσομε, πώς να γίνουμε εμείς και αυτός ένα. Ο τελειότερος τρόπος που θα μας ενισχύσει να το πετύχουμε είναι η μνήμη του. Αυτόν που αγαπούμε, τον θυμόμαστε. Και όταν τον θυμόμαστε, τον επικαλούμαστε. «Εμνήσθην του Θεού και ευφράνθην». Μόνον η μνήμη του Θεού προκαλεί ευφροσύνη. Πόσον μάλλον και η επίκλησή του, που τον προκαλεί. Είναι αδύνατον να μην έλθει ο Κύριος, όταν τον επικαλούμαστε. Αφού «έτι αμαρτωλών όντων ημών, υπέρ ημών απέθανε». Τώρα που δεν είμαστε αμαρτωλοί, δηλ. άπιστοι, και είμαστε πιστοί και τον επικαλούμαστε και μάλιστα εμπόνως και ευτόνως, τώρα δεν θα έλθει; Τώρα θα έλθει, αλλά πρέπει ο άνθρωπος να μη λυγίζει, να μη βαριέται.
Να μην έχετε κριτήρια τα συναισθήματα. Το κριτήριο σε μας είναι η πίστη, η έμπρακτη πίστη. Η διά της πίστεως προσφορά, η κατ’ ενέργειαν πίστη, η σαρκωμένη πίστη. Τα συναισθήματα δεν είναι πραγματικά. Δηλ. όχι ότι είναι ψεύτικα, αλλά δεν είναι σταθερά, δεν είναι μόνιμα. Ούτε οι ώρες της ξηρασίας που ο άνθρωπος αισθάνεται αποθάρρυνση είναι πραγματικότητα, ούτε οι ώρες της χάριτος που ο άνθρωπος αισθάνεται χαρά και ευτυχία, είναι και αυτό μόνιμο. Άρα δεν τα βάζουμε αυτά ως κριτήρια, αλλά κριτήριο βάζουμε την διά πίστεως υποταγή, την υπακοή στο θείο θέλημα. Πόσο μπορούμε να παραμείνουμε πιστοί πρακτικά και ενεργοῦντες το θείο θέλημα, αδιαφορώντας για τα συναισθήματα τα οποία μας βρίσκουν. Είτε θα πληθαίνει μέσα μας η Χάρη για να μας παρηγορεί, είτε θα κρύβεται και θα μας αφήνει μέσα στην αφάνειά της σε μια αβεβαιότητα, που προκαλεί η συστολή της, και ο άνθρωπος αρχίζει να δειλιάζει. Κουράζεται, βαριέται, δεν έχει όρεξη, δεν θέλει. Και αυτό είναι μέσα στις αλλοιώσεις. Δεν τρομάζουμε όμως εμείς, γυρίζουμε πίσω και λέμε. «Δεν βαριέσαι, είναι τώρα ξηρασία, συννεφιά και λαίλαπα. Θα περάσει. Είναι τώρα ευδία και καλοκαιρία. Και αυτό θα παρέλθει. Οι καιρικές συνθήκες δεν σταματούν». Γνωρίζοντας ότι αυτές είναι τροπές και αλλοιώσεις, δεν πιανόμαστε από εκεί. Εμείς πιανόμαστε από το βέβαιο. «Ημών γαρ το ζην Χριστός και το αποθανείν κέρδος». Το βέβαιο αυτό είναι. Διά πίστεως και μόνης βαδίζομε. Με την πίστη μας αποφασίζομε, με την πίστη μας ενεργούμε, με την πίστη μας εμμένουμε.
Πρέπει να κάμω το έργο μου. Εγώ, όπως λέει εκείνος ο αββάς, είμαι δούλος του Θεού, και ο Κύριός μου θα με θρέψει. Και εμείς δεν ζούμε εδώ για να εξετάζουμε τα συναισθήματά μας. Για το λόγο ότι ο άνθρωπος που βρίσκεται στο «γίγνεσθαι», βρίσκεται στον πειρασμό και τη δοκιμασία αυτών των αλλοιώσεων. Εκείνο που μένει σε μας σαν μόνιμη απόφαση, είναι ότι «ουκέτι εαυτοίς εσμέν, αλλά τω υπέρ ημών αποθανόντι και αναστάντι Χριστώ». Επειδή, λοιπόν ανήκουμε στόν Χριστό, κριτήριο έχουμε το πώς κάθε στιγμή, αυτού του οποίου είμαστε υπήκοοι και υπηρέτες, όλη μας η ζωή, η πνοή, η ενέργεια, η δράση, η απόφαση, η έφεση, θα είναι όλη προς Αυτόν και μόνο. Τίποτε άλλο δεν είναι. Όταν είναι αυτό το κριτήριο και ο τρόπος τις ανταποκρίσεως μας, είμαστε πλήρως μέσα στο σωστό δρόμο. Δεν φοβόμαστε. Ό,τι και να έλθει, εμείς είμαστε μέσα, δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα. Ό,τι και να γίνει, εμείς θα ανοίξουμε το χέρι μας και θα πούμε : Ορίστε Κύριε, «την πίστιν ετήρησα, τον δρόμον ετέλεσα, απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος». Ό,τι εξηρτάτο από μένα το έκαμα, δεν υποχώρησα. Τώρα και Συ με τη σειρά σου, κατά την υπόσχεσή Σου, δώσε το έλεός σου. Και το δίνει.
Να μη ξαφνιάζεσθε, ούτε να αποθαρρύνεστε στις ώρες της ξηρασίας, που συμβαίνουν, ούτε να «υπερφρονείτε» στις ώρες της αντιλήψεως και της παρηγοριάς και, τρόπον τινά, να αδιαφορείτε. Διότι εκείνην την ώρα ο διάβολος πιό πολλά βγάζει, από την ώρα της Χάριτος παρά από την ώρα της ξηρασίας. Την ώρα της ξηρασίας ο άνθρωπος είναι φοβισμένος, την ώρα όμως του πληρώματος της Χάριτος ξεθαρρεύει, και αφήνει την καρδιά, εγκαταλείπει τη φυλακή-προσοχή του νου, και τότε εύκολα τον πιάνει ο δόλος. Παντού υπάρχει κίνδυνος με λίγα λόγια, όταν ο άνθρωπος δεν είναι προσεχτικός. Αυτά τα ξέρετε, αλλά είναι καλό να τα υπενθυμίζουμε και πάλι.
Διότι έτσι είναι. Όπως είναι ο «κόρος», ο χορτασμός. Ο άνθρωπος τρώει, χορταίνει, και ύστερα από λίγο πάλι πεινάει. Πλένεται καθαρίζεται, μετά από λίγο, πάλι λερώνεται και ξανακαθαρίζεται. Ξεκουράζεται, ύστερα από λίγο πάλι κουράζεται. Και γυρίζει αυτός ο κύκλος, έως ότου να σταθεροποιηθεί με την έμμονη διάθεση, μέσα στους νόμους της Χάριτος, μέσα στους νόμους της ευσέβειας και της προς τον Θεό στροφής. Τότε γίνεται η έξη (η συνήθεια), η οποία βοηθά πολύ. Συνηθίζει ο άνθρωπος και η έξη του αφαιρει τον κόπο. Όσο δεν υπάρχει η έξη χρειάζεται η προσπάθεια, για να πείσουμε τον εαυτό μας να σταθούμε εκεί. Όταν έλθει η έξη, απαλλάσσει τον άνθρωπο από τον κόπο της προσπάθειας. Διότι η έξη γίνεται σαν δεύτερη φύση, και ο άνθρωπος ύστερα δεν κουράζεται να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα που του έγινε συνήθεια. Μάλλον του προκαλεί το αντίθετο. Όταν δεν το κάνει, αισθάνεται ανησυχία. Τότε θα πλησιάσει η Θεία Χάρις, και εκείνη θα του ανοίξει τα μάτια και θα αρχίσει να βλέπει, ανάλογα με την πρόθεση που ο άνθρωπος διατίθεται προς το Θεό.
Οι Πατέρες αυτό έβλεπαν και έλεγαν «δος αίμα, να λάβεις Πνεύμα». Όχι υπό την έννοιαν ότι ο άνθρωπος αγοράζει. Είναι η προσπάθεια, που αν δεν την καταβάλει, θα παρασυρθεί. Είναι αδύνατον. Διότι ο «παλαιός άνθρωπος», ο οποίος είναι το σώμα του θανάτου, μάλλον το πτώμα, δεν είναι κάτι αφηρημένο. Είναι παρά φύσιν πραγματικότητα, είναι οντότητα. Και εμείς με την προαίρεση λέμε τα αντίθετα, αλλά αυτός δεν κινείται με την προαίρεση. Κινείται με το νόμο της βαρύτητας. Τραβάει προς τα κάτω και δεν ακούει κανένα. Και αν δεν τον σπρώχνεις, δεν προχωρεί. Αυτό είναι που περιγράφουν οι Πατέρες «αίμα». Αν ο άνθρωπος δε βιασθεί να σταθεί μέσα στα περιθώρια της καλωσύνης, της αρετής, κατ’ ανάγκη θα βρίσκεται στην αντίστοιχη κακία. Και πολύ περισσότερο αν η αντίστοιχη κακία, με αμέλεια της προηγούμενης ή μεταγενέστερης ζωής, είχε επικρατήσει και έγινε πάθος. Τότε πλέον είναι ο αγώνας αιματηρός.
Άνκαι βαπτιστήκαμε από μωρά μέσα στην κολυμβήθρα και πήραμε το Χρίσμα, εν τούτοις δεν καταλάβαμε τι ήταν αυτό. Και μεγαλώσαμε μέσα στην αμέλεια, τη ράθυμη ζωή, και μας έγινε η παλιοζωή δεύτερη φύση. Τώρα θέλει αγώνα να ξεχάσουμε όλα αυτά που επί τόσο χρόνο ο καθένας τα αφήσαμε παραμελημένα και έγιναν έξεις και συνήθειες. Μας φαίνεται κόπος. Ενώ λογικά λέγει κανείς. Είναι κόπος η αρετή, η ανθρωπιά και η αξιοπρέπεια; Δεν είναι. Η παλιανθρωπιά είναι ο κόπος. Εν τούτοις κοιτάξτε πόση αντίσταση συναντούμε για να βγει από μέσα μας. Και ενώ λογικά το κρίνουμε έτσι, και προαιρετικά το αποφασίζουμε, στην πραγματικότητα δεν ακούει. Μη χάνετε καιρό.
Μη κάθεστε να αργολογείτε και ματαιολογείτε και χάνετε το χρόνο σας άσκοπα. Να πηγαίνετε στη θέση σας. Να μελετάτε. Συνεχώς να ερεθίζετε τον εαυτόν σας. Δεν βλέπετε εκείνοι που θέλουν να γίνουν καλοί επιστήμονες, τί προσπάθεια κάνουν στη μελέτη; Ώρες ολόκληρες. Παύουν να γυρίζουν εδώ και εκεί. Δεν έχουν φίλους και παρέες. Μένουν εκεί, κάθονται ώρες ολόκληρες και μελετούν, και μελετούν, για να πετύχουν ένα σκοπό. Στην πραγματικότητα για ένα κομμάτι ψωμί. Πόσον μάλλον εμείς.
Γι’ αυτό θέλω να πω και τούτο. Εκείνο που κτίζετε με προσπάθεια, μην το γκρεμίζετε με την αδιαφορία. Όταν δεν έχετε εργασία, μην αργολογείτε άσκοπα, γιατί τροφοδοτείτε τον παλαιό άνθρωπο. Όταν στο λυχνάρι ρίχνεις λάδι συνεχώς ανάβει, δεν σβύνει ποτέ. Λέμε ότι θα πολεμήσουμε τις κακές συνήθειες και να φέρουμε τις καλές. Πολεμάμε λίγη ώρα. Πάμε στην εκκλησία και διαβάζομε την ακολουθία. Πάμε στο κελλί μας κάνουμε τον κανόνα μας. Βγαίνουμε από εκεί για να πάμε στο διακόνημά μας και ξεχνάμε. Αν κοιτάξει κανείς που έχει τα μάτια του ανοιχτά, θα δει ότι έχουμε διχασμένη προσωπικότητα. Μα αυτός είναι εκείνος που τόσην ώρα προσευχόταν με κατάνυξη στην εκκλησία και μέσα στο κελλί του γονάτιζε και έκλαιε και παρακαλούσε το Θεό; Τώρα ζει μια αδιάφορη ζωή σαν να μην είναι ο ίδιος! Αυτό θέλει προσοχή. Να μην προδίδετε αυτό, που με τόσον αγώνα κατορθώνετε.
Τόσον αγώνα κάνουμε και προσπαθούμε να μεταβάλουμε τη φύση. Κοιτάξτε. Ο κόσμος πηγαίνει να ξαπλώσει να κοιμηθεί. Εμείς καθόμαστε σαν αιχμάλωτοι, σαν κατάδικοι, άγρυπνοι όλη νύκτα. Νυστάζεις και κρατάς και σπρώχνεις τον εαυτόν σου μέχρι τα μεσάνυχτα, για να μην κοιμηθείς. Για ποιό σκοπό; Για τον καλόν αυτόν σκοπό να πείσουμε τον Θεό με την παράκλησή μας να μας λυπηθεί και να μας ελεήσει και να βιάσουμε τον εαυτό μας να βγει από την παρά φύση ζωή, που κακοσυνήθισε. Ύστερα για λίγη αδιαφορία που κάνουμε, χάνεται το αντίκρισμα. Γι’ αυτό να είσθε προσεχτικοί. Γιατί αυτά τα μικρά, που νομίζει κανείς ότι είναι μικρά, κάνουν φθορά. Ο μοναχός και έσω είναι μοναχός και έξω είναι μοναχός. Είναι σαν τη μέλισσα, που όπου πάει ψάχνει για λουλούδια, για να δημιουργήσει μέλι. Αυτό είναι και η δική μας η ζωή. Όταν συνηθίζετε έτσι, θα αντέξετε πάρα πολύ εύκολα στις αντιξοότητες. Όπου και αν βρεθεί δεν φοβάται. Αν δεν είναι συνηθισμένος στην περιπέτεια, θα του φανεί πολύ δύσκολο.
Ερ: Επιμένετε Γέροντα, να μη μας ενδιαφέρει τόσο η Χάρις, αλλά να εμμένουμε στο πρόγραμμά μας.
Γέροντας: Δεν θέλω να πω ότι δεν μας ενδιαφέρει η χάρις. Ο καθένας συμπεραίνει από κει που βρίσκεται, αλλά δεν είναι η εξάρτησή μας από εδώ. Το πηλίκον δεν είναι αυτό. Το πηλίκον είναι, «το έργον μου δει με ποιείσαι». Εγώ θα κάνω το καθήκον μου. Όπως ένας άνθρωπος που δουλεύει για το μεροκάματο. Αν δεν δουλέψει, δεν θα πληρωθεί. Εγώ πρέπει να εξαντλήσω το οκτάωρό μου. Θα εργαστώ. Αν με παρηγορήσει η Χάρις, εντάξει. Η παρηγορία είναι για να με ενισχύσει. Στην πραγματικότητα για έναν πιστό δεν χρειάζεται η χάρις, διότι του αφαιρεί το νόημα της πίστεως. Μα εμείς «διά πίστεως βαδίζομεν» όχι «δι’ είδους». Το είδος είναι η Χάρις. Ο πραγματικά πιστός δεν το θέλει. Γι’ αυτό και οι Πατέρες φώναζαν, «άνες (διώξε) τα κύματα της χάριτός σου». Πολλοί Πατέρες παρακαλούσαν το Θεό να μην τους δίνει χάρη εδώ, για να δικαιωθούν και να τη βρουν στον άλλο κόσμο. Εμείς δεν λέμε έτσι. Αν η Χάρις παρηγορήσει καλά είναι. Θα μας βοηθήσει, θα μας ενισχύσει, θα μας ενδυναμώσει, θα μας προθυμοποιήσει. Θα φύγει όμως και θα έλθουν και οι ώρες της ξηρασίας. Ξέρετε τι σημαίνει. Κάτω τα πάντα. Δεν είσαι για τίποτε. Για αυτοκτονία είσαι. Τα έχασες. Και μ’ αυτά θέλει να σου κόψει την προθυμία, να σου κόψει το κεφάλι.
Ερ:Αυτή η συστολή της χάριτος οφείλεται σε δικές μας αμαρτίες;
Γέροντας: Όχι, όχι. Είναι ο τρόπος που λειτουργεί η Χάρις. Και οι αμαρτίες προκαλούν τη συστολή, αλλά συμβαίνει και σε εκείνον που είναι επιμελής. Λειτουργεί όπως η τεθλασμένη γραμμή. Δεν λειτουργεί ποτέ μονοειδώς, μονομερώς. Πάντοτε συστέλλεται και διαστέλλεται, όπως η νύκτα και η ημέρα, το φως και το σκοτάδι, η υγεία και η αρρώστια, ο χειμώνας και το καλοκαίρι. Αυτός είναι ο τρόπος που λειτουργεί στους ευρισκομένους στο «γίγνεσθαι», στους μαχόμενους, στους αγωνιζομένους. Σ’ εκείνους που «κατεπόθη το θνητόν υπό της ζωής» και πέρασαν και βρίσκονται στο στάδιο του ιερού, δεν έχουν τα ίδια συναισθήματα. Και αυτοί έχουν τις ίδιες αλλοιώσεις.
Θα σας πω ένα παράδειγμα. Τα παραδείγματα είναι σχετικά, αλλά για να καταλάβετε. Τώρα πάω να μάθω οδηγός. Μπαίνω στο αμάξι και μου δίνει ο δάσκαλος το τιμόνι και αρχίζει να με διδάσκει. Πάτησε τη βενζίνη, κράτησε το τιμόνι και πρόσεχε. Τον βλέπεις και τρέμει, αλλάζει το χρώμα του, πηγαίνει σιγά – σιγά και νομίζει ότι τώρα θα τρακάρει. Φοβάται και κτυποκαρδεί. Ύστερα από λίγο μαθαίνει και τρέχει με 160 και δεν καταλαβαίνει τίποτα. Παίζει το όχημα στα δάκτυλά του. Το ίδιο συμβαίνει και στον άνθρωπο. Στην αρχή υπάρχει η απειρία και μετά αποκτάται η εμπειρία. Έτσι γίνεται και σ’ αυτούς που βρίσκονται στο στάδιο του αγιασμού. Έχουν τις αλλοιώσεις, αλλά δεν τις λογαριάζουν. Διότι αυτοί με την αίσθηση της πείρας της θείας Χάριτος έχουν φθάσει σε τέτοια κατάσταση σχέσης με το Θεό, που είναι τέτοιας μορφής που δεν έχουν ανάγκη να τους απειλήσει κανείς ή να τους αποπλανήσει. Εκείνοι όμως που δεν έφτασαν σ’ αυτή την κατάσταση και είναι στο «γίγνεσθαι» ακόμη, υφίστανται τις ταλαιπωρίες αυτές εν αισθήσει. «Ίνα διά της παρακλήσεως των γραφών την ελπίδα έχομεν». Με την καρτερία και την παράκληση από τις Γραφές.
Σ’ αυτούς που βρίσκονται στο «γίγνεσθαι», τους λείπει η πρακτική πείρα, δανείζονται όμως την πείραν από τις Γραφές και τους βίους των Αγίων. Παίρνουν δύναμη από αυτήν την άποψη και ξέρουν ότι έχουν και αυτοί εν μέρει πείραν θείαν αντιλήψεως, διότι ξέρουν ότι αυτές οι αλλοιώσεις που υπάρχουν σήμερα ήταν και προηγουμένως. Όπως λέει ο Δαβίδ «είπα εν τη ευθυνίᾳ μου ου μη σαλευθω» αλλά συ «έστρεψας το πρόσωπόν σου και εγεννήθην τεταραγμένος». Και παρακάτω λέει «διέρρηξας τον σάκκον μου και επλήρωσάς με ευφροσύνην». Περιγράφει και λέει. Είπα στην ώρα της Χάριτος ότι έτσι θα μείνω. Ύστερα όμως γύρισες το πρόσωπό σου και πάει χάθηκαν όλα, δεν έμεινε τίποτα. Πάλι με λυπήθηκες και δεν με άφησες. Ήλθες και «έσχισας τον σάκκον», είναι η περίοδος του πένθους αυτή, και με γέμισες πάλιν ευφροσύνην. Αυτοί είναι οι τρόποι των αλλοιώσεων. Εκείνος που δεν έχει έλθει στην κατάσταση του αγιασμού βρίσκεται μέσα στις συγκρούσεις των συμπιέσεων αυτών. Τότε παίρνει σαν κριτήριο την υπακοή του προς το θείο θέλημα και δεν μετρά τα συναισθήματα. Ξέρει ότι θα έλθουν αυτά, αλλά δεν τα λογαριάζει. Μόνον εξετάζει κατά πόσο φύλαξε την συνείδησή του στο καθήκον του σαν πιστός. Εκείνος που θέλει να επιτύχει, που βρίσκεται τώρα στην αγωνιστικότητά του, αυτό το κριτήριο να παίρνει, όχι τα συναισθήματα. Με πόση ακρίβεια συνειδήσεως πορεύεται απέναντι του Θεού. Γι’ αυτό είπαμε προηγουμένως ότι κάθε στιγμή ελέγχουμε: Τί παίρνει από αυτά που σκέπτομαι και ενεργώ ο Θεός; Παίρνει; Εντάξει. Αν δεν παίρνει, έχασα τότε. Δεν έχει νόημα η ζωή μου, δεν έχει σκοπό.
Ερ: Ένας πνευματικός άνθρωπος είπε ότι άμα μου φύγει η Χάρις είναι από την αμαρτία μου και οφείλω να την ξαναποκτήσω, να κάνω ό,τι μπορώ να την ξαναπάρω, να την ξανακερδίσω.
Γέροντας: Αυτό είναι μεμονωμένη θεωρία. Εξαρτάται πώς το είπε. Είναι γεγονός ότι «η παράβασις και η παρακοή» λαμβάνει «ένδικον μισθαποδοσίαν». Κοιτάξτε τι γίνεται εδώ. Εάν στην αγωνιστικότητά του ένας υποτακτικός δείξει λίγη ραθυμία, λίγη κόπωση, λίγη απροθυμία, δηλαδή ζυγισμένη η πράξη του βρίσκεται κάτι τέτοιο μέσα, στην πραγματικότητα όμως δεν έφυγε, και υπήκοος είναι και ενεργός είναι, άλλοτε έχει περισσότερη προθυμία, άλλοτε ή καμιά φορά έχει μειωμένη, αυτά δεν τα συνερίζεται η Χάρις. Δεν μπορούμε να πούμε ότι αυτά ήταν τα αμαρτωλά που προκάλεσαν την απουσία της Χάριτος. Επειδή υπάρχουν και οι αλλοιώσεις. Όπως ο ιδανικός γονιός ή ο καθηγητής δεν συνερίζεται το λάθος του παιδιού, γιατί το λάθος του δεν είναι στην κακοήθεια και την αντίδραση. Οφείλεται στην απειρία και δεν το υποτιμᾶ γι’ αυτό.
Έτσι και η Χάρις δεν υποτιμᾶ τον αγωνιζόμενο εάν για μια στιγμή ξηρασίας, μια στιγμή κοπώσεως δεν έχει την ίδια προθυμία που είχε πρωτύτερα. Γιατί η Χάρις είναι μητέρα. Δεν είναι δεσποτισμός. Η Χάρη φεύγει από εκείνον που κάνει έγκλημα, δηλαδή κάνει αισθητή παράβαση, παραβίαση του θείου θελήματος και αντίθεση προς τη συνείδηση. Εάν εκείνος έκανε έτσι, φυσικά έχασε τη Χάρη και πρέπει με ειλικρινή μετάνοια να την ανακαλέσει πάλι. Δεν μετρούμε την αμαρτωλότητα από το έγκλημα. Γιατί εκεί χάθηκε η προσωπικότητα. Εμείς μετρούμε την κατάσταση του ανθρώπου από την έλλειψη της προόδου. Κάθε άνθρωπος που στερείται αγιασμού είναι ένοχος κατά τη θεία δικαιοσύνη. Και στο πλήρωμα του αγιασμού πάλιν είναι λειψός. Γιατί ο Λόγος του Θεού ερχόμενος στη γη έδωσε τη δύναμη στον άνθρωπο να τον μιμηθεί. Κάθε πιστός άνθρωπος έχει τη δύναμη να μιμηθεί τον Χριστό. Όποιος δεν μιμηθεί τον Χριστό καταλαβαίνει την έλλειψη που έχει. Μόνο μ’ αυτό το μέτρο μετρούμε την αμαρτωλότητα. Δεν μετρούμε με το έγκλημα. Έγκλημα δεν είναι μόνο ο φόνος. Κάθε αισθητή παράβαση, κάθε συνειδητή παράβαση του θείου θελήματος είναι έγκλημα.
Ερ: Δεν έχει διαφορά η αμαρτωλότητα από το έγκλημα;
Γέροντας: Εμείς μετρούμε την αμαρτωλότητα υπό την έννοιαν της παραβάσεως. Αν κρίνουμε βάσει των πνευματικών νόμων κάθε ατέλεια είναι αμαρτωλότητα. Αυτή βρίσκεται κατά φυσικούς λόγους διότι ο άνθρωπος βρίσκεται στο «γίγνεσθαι». Κοίταξε, παιδί μου. Τώρα γεννιέται ένα αγόρι. Δεν είναι άνδρας. Τα μέλη τα έχει όλα, αλλά είναι ατελής ακόμη. Είναι δυνάμει άνδρας, δεν είναι ενεργεία. Θα γίνει ενεργεία άνδρας όταν γίνει δεκαοκτώ ετών και πάνω.
( Απομαγνητοφωνημένη ομιλία που έγινε στις 17/7/1987)