Ανάμεσα στις νεότερες ιερές μορφές της Κύπρου ξεχωριστή θέση έχει ο νεομάρτυρας Γεώργιος, που μαρτύρησε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης, τη σημερινή Άκκρα, ημέρα παρασκευή τις 25η Απριλίου του 1752. Το αγιολογιό του γράφει ως εξής:
Ποίοι ήταν οι γονείς του και ποιος ο τόπος που γεννήθηκε και μεγάλωσε, δεν ξέρουμε. Αυτό που ξέρουμε είναι πως ο Γεώργιος από μικρός ξεχώριζε απ' όλα τα συνομήλικα του παιδιά στη συμπεριφορά και τον χαρακτήρα. Η βαθιά του θρησκευτικότητα, η καλοσύνη κι η προθυμία του να εξυπηρετήσει τους άλλους ήταν κάτι το συγκινητικό. Αυτή η διαγωγή του είναι μια δυνατή ένδειξη, ότι κι οι γονείς του πρέπει να είχαν "μόρφωσιν ευσέβειας". Μέσα στα πυκνά εκείνα σκοτάδια της μαύρης σκλαβιάς η καρδιά τους πρέπει να ήταν αδούλωτη, μα και πάντα όρθια. Με αυτό το πνεύμα με επιμέλεια κι ενδιαφέρον αγωνίστηκαν να το μεταδώσουν στο παιδί τους τ' αγαπημένο. Έτσι μεγάλωσαν το παιδί τους, το Γεώργιο. Από αυτή την ηλικία ακόμη συνήθισε, όπως θα μας δείξει η κατοπινή ζωή του, να εμπιστεύεται τα πάντα στην προστατευτική πρόνοια του Θεού.
Πολύ νωρίς, η επιθυμία του να βοηθήσει την οικογένεια του να ζήσει κάπως καλύτερα, τον έκαμε να ξενιτευτεί. Ένα καράβι που βρήκε σε κάποιο λιμάνι του νησιού μας τον μετέφερε στην Πτολεμαΐδα της Παλαιστίνης, τη σημερινή Άκκρα. Εκεί χάρη στα ιδιαίτερα χαρίσματα του (ο Γεώργιος δεν ήταν μόνον ενάρετος νέος, μα κι ωραίος στην όψη και μεγαλοπρεπής στην όλη εμφάνιση) βρήκε δουλειά σ' ένα ευρωπαϊκό προξενείο. Προσλήφθηκε στην υπηρεσία του προξένου για να εκτελεί διάφορα θελήματα.
Σεμνός κι εργατικός όπως ήταν, μα και πρόθυμος κι ευγενικός σε ό,τι του ανέθεταν, γρήγορα ο νεαρός Γεώργιος απέσπασε την εκτίμηση του προξένου, που μέσα στα καθήκοντα που του ανέθεσε ήταν και το του φροντιστού των τροφίμων για το προξενείο. Έξυπνος και προσεχτικός ο νέος μας έκαμνε τη δουλειά του με πολλή επιμέλεια. Κάτι περισσότερο. Ποτέ δεν άφηνε τον ψυχικό του κόσμο να μολυνθεί από τίποτε. Έτσι περνούσε ο καιρός και το μέλλον φαινόταν να του χαμογελά γλυκό.Για την ικανοποίηση των αναγκών του προξενείου σε τρόφιμα ο καλός οικονόμος φρόντιζε να βρίσκει πάντα ό,τι καλύτερο. Η επιθυμία του αυτή τον οδήγησε να επισκέπτεται κάθε μέρα το σπίτι κάποιας Τούρκισσας φτωχής και να προμηθεύεται από αυτήν τα αυγά που χρειαζόταν. Η Τούρκισσα είχε και κόρη η οποία με τον καιρό απέκτησε τα θάρρος κι έβγαινε και μιλούσε στον νέο με κάποια οικειότητα. Αυτό το έκανε κι όταν έλειπε από το σπίτι η μητέρα της.
Η προτίμηση όμως του νέου να αγοράζει τα αυγά μόνο από τη γυναίκα εκείνη έκανε τις άλλες Τούρκισσες να ζηλέψουν και να ζητούν τρόπο να εκδικηθούν το παλληκάρι. Κι η ευκαιρία δόθηκε.
Μια μέρα που ο Γεώργιος πήγε στο σπίτι να πάρει αυγά κι η μητέρα της κόρης συνέβη να απουσιάζει, οι γειτόνισσες συνεννοήθηκαν μεταξύ τους κι όρμισαν στο σπίτι. Άρπαξαν το παλικάρι από τα χέρια και τα ενδύματα κι άρχισαν να το βρίζουν και να λένε, πώς το άκουσαν να προσπαθεί με τα λόγια του να παρασύρει την κόρη στα δίχτυα του. Για να πετύχει δε τους σκοπούς του, της υποσχέθηκε ακόμη και να τουρκέψει, για να την πάρει σύζυγο του. Στις φωνές των γυναικών έτρεξε κι ένα πλήθος από Αγαρηνούς, που έσμιξαν κι αυτοί τις κατηγορίες τους. Η κατάσταση έγινε τρομερά εκρηκτική. Τη στιγμή εκείνη, που η ζωή του παλικαριού κρεμόταν από μια κλωστή, κάποια φωνή που ακούστηκε από το πλήθος, έδωσε μια προσωρινή διέξοδο στη σύγχυση:
- Στο δικαστήριο. Να τον πάμε στο δικαστήριο. Αυτό θ' αποφασίσει τι να τον κάμουμε.
Η πρόταση, ανέλπιστα, έγινε απ' όλους δεκτή. Και το παλικάρι σε λίγο βρισκόταν στην αίθουσα του δικαστηρίου. Ο δικαστής, ένας μεσόκοπος Τούρκος με πρόσωπο συνοφρυωμένο και το σαρίκι του γερμένο προς τα πίσω από την ταραχή του για όσα ο εσμός των Αγαρηνών καταμαρτυρούσε ενάντια στο ανέλπιστο θύμα, κτύπησε δυνατά ένα κουδούνι που βρισκόταν μπροστά του. Έτσι, αφού με τον τρόπο αυτόν επέβαλε τη σιωπή, ύστερα με φωνή βραχνή από την άφθονη χρήση του ποτού και του τσιγάρου φώναξε κι είπε:
- Τι έχεις να πεις, πέ γκιαούρ, γι' αυτά που σε κατηγορούν; Τι; Η προσπάθεια σου να ξεμυαλίσεις το κορίτσι και να το παρασύρεις στο κακό, μόνο με ένα τρόπο μπορεί να διορθωθεί. Να ασπαστείς τη θρησκεία του μεγάλου προφήτου και να την παντρευτείς.
- Μα είναι ψέματα, όλα αυτά που με κατηγορούν, πήγε να πει το παλικάρι, άλλα δεν πρόφτασε. Η φωνή του δικαστή τον διέκοψε και πάλι:
- Για σένα, τζάνουμ, είναι μεγάλη τιμή ένας τέτοιος γάμος. Πολλά θα 'χεις να κερδίσεις. Χρήματα, σπίτια, κτήματα, θέσεις... Ό,τι ποθεί η ψυχή σου, θα το βρεις κοντά μας...
- Μα εγώ δεν ζητώ χρήματα και θέσεις ψέλλισε το παλικάρι. Είμαι χριστιανός και θέλω να μείνω χριστιανός.
Η παρρησία με την οποία ο νέος πρόφερε τις τελευταίες λέξεις ήχησαν τόσο δυσάρεστα, που το πλήθος, λες κι είχε πάθει ηλεκτροπληξία. Μονομιάς άρχισε να βρίζει και ν' απειλεί με χειρονομίες. Ο δικαστής κτύπησε πάλι το κουδούνι. Κι ύστερα με φωνή τρεμουλιαστή από την αγανάκτηση έδωκε εντολή να, ξυλοκοπήσουν τον ομολογητή σκληρά και να τον ρίξουν στη φυλακή. Πίστεψε πώς με τα βασανιστήρια θα πετύχαινε αυτό, που δεν κατώρθωσε με τις δελεαστικές υποσχέσεις.
Οι Τούρκοι στρατιώτες, χωρίς να περιμένουν δεύτερη κουβέντα, πήραν τον νεαρό μάρτυρα κι άρχισαν να τον κτυπούν με τη συνήθη βαρβαρότητα κι αγριάδα. Το αίμα τρέχει άφθονο από το νεανικό κορμί. Η ψυχή όμως δεν κάμπτεται. Μένει αλύγιστη. Σε λίγο μισολιπόθυμο τον παίρνουν και τον πετάνε σε μια σκοτεινή κι υγρή φυλακή.
Όταν αργότερα ο νέος συνήλθε από τους πόνους, σηκώθηκε. Με εμπιστοσύνη απόλυτη στην Πρόνοια του Θεού γονάτισε και με δάκρυα στα μάτια προσευχήθηκε. Η μέρα τον βρήκε ακόμη γονατιστό να προσεύχεται. Γονατιστό τον βρήκαν κι οι φύλακες που κάποια στιγμή άνοιξαν και πάλι τη βαριά πόρτα της φυλακής και μπήκαν μέσα. Με βρισιές τον σήκωσαν. Τον έσυραν έξω και με ειρωνείες και κτυπήματα τον οδήγησαν στο δικαστήριο. Εκεί η ίδια διαδικασία. Υποσχέσεις στην αρχή. Πλούσιες υποσχέσεις.
- Είσει τυχερός. Πολύ τυχερός γκιαούρ, του είπε με ύφος μελιστάλαχτο ο δικαστής. Πες μόνο πώς δέχεσαι να γίνεις μουσουλμάνος. Κι αμέσως ό,τι θέλει η καρδιά σου, θα το έχεις.
-Αγά μου. Οι προτάσεις σου δεν με συγκινούν. Τα καμώματα σου τα αηδιάζω. Είμαι χριστιανός και θα μείνω χριστιανός. Κάνε ό,τι θέλεις. Μην χάνεις τον καιρό σου.
Ο δικαστής άναψε. Τα μάτια του έγιναν κατακόκκινα απ' τον θυμό. Ακούς εκεί! Ένας γκιαούρης, ένα σκουλήκι να έχει τέτοια τόλμη! Θα του δείξω εγώ, είπε τρίζοντας τα δόντια. Κι αφού στράφηκε στους Αγαρηνούς, που είχαν γεμίσει την αίθουσα του δικαστηρίου, φώναξε:
- Πάρτε τον και σκοτώστέ τον.
Οι Τούρκοι στρατιώτες πήραν τον νέο και τον έσυραν έξω από το δικαστήριο. Την ώρα εκείνη έβγαιναν απ' το τζαμί που ήταν κοντά στην παραλία κι άλλοι Τούρκοι. Πλησίασαν κι αυτοί. Έβαλαν στη μέση τον μάρτυρα, που ήταν σιδηροδέσμιος, κι άρχισαν να τον καλούν για τελευταία φορά ν' αλλαξοπιστήσει. Για να τον τρομοκρατήσουν δε ανέσυραν και τις πιστόλες τους και τον απειλούσαν. Ο φλογερός νέος, αντλώντας ακόμη μια φορά δύναμη από τον Πρωτομάρτυρα του Γολγοθά, σήκωσε ψηλά τα αλυσοδεμένα χέρια του και μ' όλη τη θέρμη της ψυχής του αναφώνησε:
- Εγώ Ρωμιός γεννήθηκα, Ρωμιός εννά πεθάνω. Κύριε Ιησού Χριστέ, δέξου το πνεύμα μου κι αξίωσε με της Βασιλείας σου...
Την ίδια στιγμή όλοι οι Τούρκοι άδειασαν επάνω στο παλικάρι τις πιστόλες τους. Ο μάρτυρας έπεσε κάτω νεκρός. Η μανία τους όμως ήταν τέτοια, που δεν κορέστηκε με τον θάνατο του θύματος. Τουναντίον. Μόλις είδαν το παλικάρι νεκρό στη γη, τράβηξαν απ' τη μέση τα μαχαίρια τους και χύθηκαν κατά πάνω του. Σαν μανιασμένες ύαινες άρχισαν να το χτυπούν και να το κομματιάζουν.
Δεν είχαν ακόμη κορέσει το πάθος τους, όταν ξαφνικά η γαλήνια θάλασσα, που βρισκόταν σε αρκετή απόσταση από το κομματιασμένο κορμί, φούσκωσε με μιας. Αγρίεψε, πλημμύρισε και ξεχύθηκε μέχρι το λείψανο. Εδώ τα κύματα σταματούσαν και με σεβασμό λες, έμεναν και ξέπλεναν το τίμιο αίμα από το άγιο κορμί. Η θάλασσα σ' αρκετή απόσταση από την ακρογιαλιά είχε γίνει κατακόκκινη. Την ίδια ώρα άλλα κύματα αφρισμένα περνούσαν τους τοίχους του τζαμιού κι απειλούσαν να το κατακρημνίσουν.
Οι Τούρκοι μπροστά στο θέαμα αυτό έτρεξαν τρομαγμένοι και κάλεσαν τους χριστιανούς απ' την πόλη, να 'ρθουν και να πάρουν το λείψανο και να το θάψουν, όπως συνήθιζαν. Οι χριστιανοί ήρθαν. Με δάκρυα στα μάτια παρέλαβαν το τιμημένο, μα κομματιασμένο αθλητικό κορμί και το 'φεραν στον ιερό ναό της Πτολεμαϊδος. Εκεί το έθαψαν με μεγάλη ευλάβεια. Ύστερα από τον ενταφιασμό του ένα μεγάλο θαύμα.
Επί τρεις ολόκληρες νύχτες μια στήλη πύρινη που ανέβαινε από τον τάφο του μάρτυρος κι έφτανε μέχρι τον ουρανό, φώτιζε μ' ένα γλυκό ιλαρό φως ολόκληρη την πόλη. Για ανάμνηση παντοτινή του θαύματος αυτού, κάθε Παρασκευή οι χριστιανοί που μένουν στα μέρη αυτά, ξεκινούν και πάνε στον τάφο του αλύγιστου ομολογητή και φέρνουν κεριά και λαμπάδες και θυμιάματα, που τα καίνε εκεί με σεβασμό και τιμές. Έτσι επαναλαμβάνεται τρόπον τίνα η πλημμύρα του φωτός. Συγχρόνως όμως και θαύματα πολλά γίνονται κάθε φορά σ' εκείνους που, με σεβασμό και πίστη, επικαλούνται τη βοήθεια του.
Στις 13 του Απρίλη του 1967 τα λείψανα του νεομάρτυρα μεταφέρθηκαν με πολλές τιμές απ' την Πτολεμαϊδα στη Λευκωσία της Κύπρου. Εκεί αφού εξετέθηκαν σε ευλαβικό προσκύνημα, εναποτέθηκαν με σεβασμό στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Ιωάννου.
Η μνήμη του Αγίου Νεομάρτυρα Γεωργίου του Κυπρίου εορτάζεται στις 23 Απριλίου.