“Οπως αναφέραμε, (διηγείται ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεϊτης), ό (πρώτος) πνευματικός μου στον κόσμο, ό πατήρ Έφραίμ (τού Βόλου), είχε αποκτήσει μεγάλο ποίμνιο στον Βόλο κι’ έκανε ένα πολύ όμορφο πνευματικό έργο. Αλλά το 1952 τον συκοφάντησαν καί αναγκάσθηκε νά φύγει αφήνοντας τά πνευματικοπαίδια του ορφανά…
Μεταξύ αυτών ήσαν καί 5-6 πνευματικές κοπέλες, πού ζούσαν μαζί, σαν άτυπο κοινόβιο, με πόθο να αφιερωθούν στον Χριστό μας.Μία άπ’ αυτές τις κοπέλες ήταν ή Μαρία, ή μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα της Πορταριας, που έκοιμήθη έν όσιότητι, τήν Κυριακή 4 Ιουνίου 1995.
Ή Μαρία γεννήθηκε το 1921, άπό ευσεβείς γονείς στό Βιλαέτι της Σμύρνης. Μέ τήν Μικρασιατική καταστροφή ή οικογένεια της αναγκάσθηκε να άφήσει τήν πατρική Ιωνική γη καί να μεταφυτευθή στον Βόλο. Ένώ όμως ήταν μόλις 10 ετών, συνέβη καί μία άλλη οικογενειακή συμφορά: κοιμήθηκαν καί οι δύο γονείς της κι’ έτσι ή μικρή Μαρία, μαζί μέ το μικρότερο αδερφάκι της, τον Γιωργάκη, έμειναν παντελώς έρημα καί εγκαταλελειμμένα στους πέντε δρόμους.
Όμως ή μικρή Μαρία δεν ήταν άπό τους ανθρώπους πού άπελπίζοντο εύκολα. “Επιασε δουλειά, πρώτα σέ μία μικρή βιοτεχνία μεταποιήσεως τροφίμων, όπου μέ τά μικρά της χεράκια έσπαζε καρύδια γιά λίγο ψωμί. Κατόπιν εργάσθηκε σ’ ένα καπνεργοστάσιο. Έτσι, μέ πολλές στερήσεις, το πεντάρφανο κοριτσάκι κατάφερε νά μεγαλώσει το πολυαγαπημένο μικρό της αδελφάκι. Καί ένώ τά πράγματα άρχισαν κάπως νά στρώνουν, ξέσπασε ξαφνικά ό Β’ Παγκόσμιος πόλεμος καί μαζί του τά απαίσια χρόνια της Κατοχής.
Στις αρχές της Κατοχής οι γείτονες πρόσφεραν κάποια βοήθεια στά ορφανά. Όταν όμως άρχισαν οί άνθρωποι νά πεθαίνουν κατά δεκάδες στους δρόμους άπό τήν πείνα, κανείς δέν κοίταζε πλέον τά δύο παιδιά. Γιά μέρες ολόκληρες έμεναν νηστικά καί κόντευαν νά πεθάνουν άπό ασιτία.
Τά αδελφάκια, λοιπόν, χρειάσθηκε νά χωρίσουν, μέ τήν ελπίδα πώς έτσι ίσως τουλάχιστον επιζήσει τό ένα άπό τά δύο. Ό μικρός Γιωργάκης έφυγε στην Θεσσαλονίκη καί ή Μαρία παρέμεινε στον Βόλο παντελώς μόνη της καί βυθισμένη στην θλίψι γιά τον χωρισμό τους.
Καί τά χρόνια της Κατοχής, άλλα καί τά μεταπολεμικά χρόνια στάθηκαν γιά τήν Μαρία πολύ δύσκολα. Δούλευε σκληρά έδώ κι΄ έκεί γιά λίγο ψωμί, άλλα καί αυτό τό μοίραζε, γιατί είχε χρυσή καρδιά.
Χαρακτηριστικά της γνωρίσματα ήταν: ή μεγάλη της ευσπλαχνία, ή συγχωρητικότητα, ή ελεημοσύνη, ή μεγάλη της υπομονή, ή εργατικότητα καί ή ολονύκτιος προσευχή.Σ’ ολη της τήν ζωή ή προσευχή στάθηκε, για τήν κατοπινή Γερόντισσα Μακρίνα, πυξίδα και βακτηρία.
Συνέβη μάλιστα αρκετές φορές να γευθεί “χειροπιαστά” τήν θεϊκή άντίληψι. Τήν περίοδο αυτή ή νεαρή Μαρία γνωρίσθηκε μέ τήν όσιωτάτη μητέρα μου, γράφει ο πατήρ Εφραίμ Φιλοθεϊτης.
Οι δύο αυτές αγιασμένες ψυχές προσηύχοντο μαζί στην κουζίνα τού πατρικού μου σπιτιού, γονατιστές όλο το βράδυ, μέ πάμπολλα δάκρυα καί γονυκλισίες. Πολλά μέ δίδαξε το άγιο παράδειγμα τους! Αυτές οι αρετές της στάθηκαν ή αιτία νά μαζευτούν γύρω της μερικά ευλαβέστατα κορίτσια, άπό τά χρόνια τής Κατοχής καί νά ζητήσουν νά γίνουν νύμφες τού Χριστού μας. Οι κοπέλες ζούσαν ύπό τήν πνευματική καθοδήγηση τού πατρός Έφραίμ από τον Βόλο.
‘Όταν όμως έκείνος αναγκάσθηκε νά γυρίση στο Άγιον Όρος, οι κοπέλες βρέθηκαν ξαφνικά ορφανές…
Πολλοί πνευματικοί ζήτησαν νά τΙς αναλάβουν, άλλα δέν άνεπαύοντο μέ κανέναν, διότι είχαν αποκτήσει το πνευματικό φρόνημα τού Γέροντος Ιωσήφ.
Γι’ αυτό καί έγραψαν στον Γέροντα μου τον Ιωσήφ τον Σπηλαιώτη καί ζήτησαν νά τίς άναλάβει αυτός. Ήσαν λίγο διστακτικές, διότι είχαν ακούσει το πόσο αυστηρός ασκητής υπήρξε, άλλα δέν μπορούσαν πλέον νά συμβιβασθούν μέ κάτι λιγότερο.
Έγώ, ήδη ήμουν στο ΄Αγιον Όρος, κοντά στον Γέροντα. Ό Γέροντας έκανε προσευχή καί απάντησε:
«”Αν κάνετε υπακοή, θά σας αναλάβω. Έάν δέν κάνετε, θά σας αφήσω». Κι΄ έκείνες του απάντησαν:
«Γέροντα, σ’ ό,τι θά μας πήτε, θά κάνουμε υπακοή…»
Μόλις ό Γέροντας πήρε τήν άπάντησή τους, έκανε πάλι προσευχή. Καί μετά τούς έγραψε νά κάνουν υπακοή στην Μαρία, τήν μετέπειτα Γερόντισσα Μακρίνα, τήν οποία ποτέ του δέν είχε δεί. Και τους εξήγησε το λόγο:
«Είδα σέ όραμα τήν Μαρία. Θά κάνετε υπακοή σ’ αυτήν, διότι έγώ απόψε τήν είδα σέ οπτασία τήν ώρα πού προσευχόμουν. Τήν είδα στην μέση καί γύρω-γύρω ήσαν πολλά προβατάκια. Κι’ έτσι κατάλαβα ότι αυτήν πρέπει νά τήν βάλω Γερόντισσα. Όποτε θά κάνετε ύπακοή και καμμιά σας να μην άντιλογήση».
Οι αγνές κοπέλες του είπαν: «Να ‘ναι ευλογημένο» καί πολύ χάρηκε ό Γέροντας μέ την υπακοή τους. Τις αγαπούσε πάρα πολύ, διότι μέ τους νοερούς του οφθαλμούς έβλεπε την αγάπη πού είχαν για τον Νυμφίο Χριστό. Γι’ αυτό καί συχνά τους έγραφε γράμματα προς στηριγμό τους μέ λόγια άπλα, αλλά πολύ δυνατά σάν καί τά ακόλουθα:
«Λοιπόν, άλλο μην κοιτάζετε, αλλά ομόνοια καί αγάπη, κάντε ύπακοήν, διά νά κερδίσετε την ταπείνωση, διότι ό Κύριος Ιησούς Χριστός έγινε παράδειγμα εις ημάς καί μας δίδαξε την ταπείνωση, γενόμενος υπήκοος μέχρι θανάτου. Λοιπόν ύποτάσεσθε στην Μαρία, όπου προσπαθεί νά σας ώφελήσει καί έμείς έδώ όλοι προσευχόμεθα νά σας βοηθήση ό Κύριος καί νά σας άξιώση της αιωνίου ζωής. Σας εύχομαι έξ όλης ψυχής ο Ταπεινός Γεροντάκης Ιωσήφ»
Οι κοπέλες έγραφαν τίςεξομολογήσεις τους στον Γέροντα. Αυτός τους απαντούσε μέ πάρα πολλά γράμματα πού θησαύριζαν ώς ανεκτίμητο πλούτο. Τους είχε γράψει θεωρίες καί πολλές πνευματικές του καταστάσεις, άλλα δυστυχώς αναγκάσθηκαν νά τά κάψουν, διότι συνέβη ό ακόλουθος πειρασμός:
Ηταν ένας μοναχός, όχι τόσο καλά στά μυαλά του, καί ζούσε πολύ στο θέλημα του. Μόνο άσκηση ήξερε νά κάνη. “Ηθελε νά άναλάβη εκείνος τίς μοναχές, άλλ’ αυτές δέν τού είχαν εμπιστοσύνη. ΄Αλλωστε, είχαν ήδη γνωρίσει μεγάλη ωφέλεια άπό τον Γέροντα.Εκείνος, επειδή είχε πολύ φθόνο, τίς απειλούσε νά τίς συκοφαντήσει στις εφημερίδες, αν εύρισκε τις επιστολές τού Γέροντος.
Φοβήθηκε ή Μαρία, καί γιά νά μήν πέσουν αυτά τά γράμματα στά χέρια του, στά όποια φυσικά ήταν γραμμένοι όλοι οι λογισμοί τους, έκαψε όλα τά γράμματα έκτος άπό οκτώ γράμματα πού μιά αδελφή είχε κρυμμένα ξεχωριστά. Κι’ έτσι, δυστυχώς, χάθηκαν οι ανεκτίμητες εκείνες επιστολές τού Γέροντος. Πολλή ωφέλεια θά προέκυπτε, άν διασώζονταν καί δημοσιεύονταν μαζί μέ τίς άλλες στό ήδη εκδοθέν βιβλίο.
Ό Γέροντας στάθηκε για τίς αγνές αυτές ψυχές αλάνθαστος νηπτικός, διορατικός καί διακριτικός οδηγός. Μιά άπ’ αυτές τίς μοναχές διηγήθηκε τα εξής για τήν ζωή τους κοντά στον Γέροντα:
«Όλα μας τα προέλεγε. Ό,τι συνέβαινε στο μοναστήρι τα έγραφε στα γράμματα του δίχως να του το πούμε.”Οταν ήμουν στην αρχή τής καλογερικής, είχε αρρωστήσει ή αδελφή μου, που ήταν κι’ αυτή δόκιμη τότε.’ Εγώ πολύ στενοχωρήθηκα καί λέω:
–Παναγία μου, γιατί; Έμείς ήλθαμε έδω να σέ υπηρετήσουμε. Γιατί να άρρωστήσει καί να μήν μπορή να προσφέρη τήν βοήθεια της στο μοναστήρι; Καί πήγα καί κάθισα στην αυλή κάτω άπό μια ελιά καί έκλαιγα όλη νύκτα…
Μετά άπό λίγες μέρες, ήλθε ένα γράμμα γιά μένα άπό τον Γέροντα πού έγραφε: «Μικρό μου παιδάκι, ακούω τήν φωνούλα σου, καί δεν μπορώ, μου σπαράζει τήν ψυχή άπό τον πόνο καί με διακόπτει άπό τήν προσευχούλα. Μήν κλαις. Ή αδελφούλα σου θά γίνη καλά».
Καί το έγραψε δίχως κανείς νά τό ξέρη! Μου λένε οι αδελφές:
–Τί έκανες αδελφή; Τους λέω:
–Νά, πήγα καί έκλαιγα κάτω άπό τήν ελιά. Πώς όμως αυτός τό γνώριζε, άφου ήταν μακριά στο “Αγιον Όρος;
Παρομοίως, κάποτε είχε αρρωστήσει ή Γερόντισσα Μακρίνα κι’ έκανε αίμόπτυσι. Κι’ έμείς δέν είχαμε τηλέφωνο νά επικοινωνήσουμε μέ τόν Γέροντα καί νά του πούμε. ‘Αλλά καί στό γράμμα πού γράψαμε μετά, τού τό κρύψαμε, γιά νά μήν τόν στενοχωρήσουμε καί νά τόν διακόψουμε άπό τήν προσευχή του. Εκείνος όμως μας στέλνει ένα γράμμα καί μας γράφει:
«Παιδάκια μου, γιατί δέν μου γράψατε ότι ή Γερόντισσα είναι άρρωστη καί πάσχει, γιά νά προσευχηθούμε; Κάνατε πολύ κακώς νά νομίζετε ότι θά μέ διακόψετε άπό τήν προσευχή. Διότι έμείς τήν είδαμε νοερώς τό βράδυ, πού προσευχόμασταν μέ τόν πατέρα Αρσένιο, ότι ή Γερόντισσα Μακρινά ήταν σοβαρά άρρωστη. Καί κάναμε πολλή προσευχή. Παιδιά μου, θέλω νά με ενημερώνετε γιά ό,τι θα σας συμβαίνει στο μοναστήρι καί ιδίως με τήν Γερόντισσα. Νά μου τά γράφετε».
Αλλά καί ή Γερόντισσα Μακρίνα τους έβλεπε το βράδυ δίπλα στο μαξιλάρι της και τους δυό, τον Γέροντα Ιωσήφ καί τον πατέρα Αρσένιο, οτι έκαναν κομποσχοίνι με σταυρό καί έλεγαν: «Κύριε, θεράπευσον τήν δούλην σου».
«Πολλές φορές μας το έκανε αυτό ό Γέροντας. Τήν ώρα πού προσηύχετο, έβλεπε τί κάναμε και πού βρισκόμασταν. Καί έμείς απορούσαμε πώς ό,τι σκεφτόμασταν, αυτός μας τά έγραφε μόνος του. Καί μετά γέμιζαν οι ψυχές μας άπό δέος καί φόβο!»
Αυτά έλεγε ή Γερόντισσα. Το μοναστήρι αυτό πρόκοψε πάρα πολύ. Άπό εκείνο το ευλογημένο κοινόβιο βγήκαν πολλοί ευκλεείς καρποί, ψυχές αγνές, αφιερωμένες στην αγάπη καί τήν λατρεία του επουρανίου Νυμφίου. Μετά τήν κοίμησι του Γέροντος Ιωσήφ, ό παπα-Έφραίμ ό Κατουνακιώτης, πολλές φορές τά βράδυα στην αγρυπνία του έβλεπε μέ τους νοερούς του οφθαλμούς, δύο στύλους πυρός πάνω από τον Βόλο, νά υψώνωνται άπό τήν γη στον ουρανό.
Επρόκειτο γιά τήν ήδη μακαριστή Γερόντισσα Μακρίνα καί μία άπό τις χαριτωμένες μοναχές της. Καί έλεγε ό παπα-Έφραίμ χαρούμενος:
«Βρέ-βρέ! Γιά κοίτα! Έμείς στά βράχια τόσο κοπιάζουμε, γιά νά βρούμε λίγα ψίχουλα, καί αυτές στον κόσμο τόση Χάρι! Τι κάνουν αυτές εκεί πέρα!»
Τό μοναστήρι της Πορταριάς διακρίθηκε διά τήν πνευματικότητα του καί χιλιάδες πιστών, όχι μόνον άπό τήν περιοχήν, άλλα καί άπό όλην τήν Ελλάδα εύρήκαν καταφύγιο κοντά στην αλησμόνητη Γερόντισσα Μακρίνα καί ωφελήθηκαν πνευματικά.
Τό πρόσωπο της ακτινοβολούσε καλωσύνη, αγάπη, ειλικρίνεια καί πίστι. Ή ηρεμία της καί ό γλυκός της λόγος ήταν στήριγμα καί πηγή δυνάμεως γιά όσους ευτύχησαν νά τήν γνωρίσουν. Άπό αυτήν τήν χαριτωμένη αδελφότητα, στάλθηκαν μοναχές καί επάνδρωσαν τήν Μονή του Τιμίου Προδρόμου στις Σέρρες και του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στην Θάσο. Καί άπ’ αυτές τις Μονές στάλθηκαν κατόπιν μοναχές σαν προζύμι, στην Βόρειο Αμερική καί στον Καναδά, για νά φυτεύσουν κι’ έκεί το Όρθόδοξο μοναχικό ιδεώδες…
(Αποσπάσματα από το Βιβλίο τού Γέροντος Εφραίμ, «Ο Γέροντάς μου Ιωσήφ ο ησυχαστής καί Σπηλαιώτης (1897-1959)»
Λόγοι της Γερόντισσας
Για να νικήσει κανείς τα πάθη του πρέπει να κοιτάζει μόνο τον εαυτό του όχι να βλέπει δεξιά κι αριστερά. Πρέπει να προλαβαίνουμε τα πάθη και τα ελαττώματα που ξεφυτρώνουν στην ψυχή μας γιατί αν μεγαλώσουν δεν θα μπορέσουμε να τα βγάλουμε εύκολα. Το κάθε πάθος που ξεφυτρώνει θέλει πολύ ταπείνωση για να προχωρήσουμε στο μεγαλείο της αγάπης του Θεού, γιατί χωρίς αυτήν δεν μπορεί κανείς να στερεωθεί. Εμάς μας έχει προορίσει ο Θεός για την Άνω Ιερουσαλήμ, για να απολαύσουμε τα αγαθά που ετοίμασε.
Μόνο εκείνος που ακουμπάει στο Θεό και τον αγαπάει έχει για λίγο την πνευματική ηδονή και μετά αρχίζουν πάλι οι θλίψεις. Όσοι όμως έχουν θεωρία και ο νους τους είναι στον ουρανό, θέλουν να πάνε στην πραγματική τους πατρίδα έχουν πνευματική ευφροσύνη και εμείς, πολύ ευτυχισμένες είμαστε και να ευχαριστούμε τον Θεό, που μας έφερε στη μάνδρα του.
Να φυλάμε τα μάτια μας, την ακοή μας και να προσευχόμαστε αδιαλείπτως για να έχουμε τη χάρη του Θεού, γιατί, όσο αγωνιζόμαστε, βάζουμε στην άκρη και δεν θα φοβηθούμε ότι κι αν έρθει.
Όταν ο άνθρωπος προσεύχεται βλέπει το διάβολο από που έρχεται να τον χτυπήσει. Ενώ όταν είναι ξένοιαστος τρυπώνουν τα δαιμόνια μέσα του καθώς έχει αμέλεια και σκληρότητα και κάνουν σαματά και σκοτίζεται ο άνθρωπος και γίνεται σαν τον Διάβολο.
Τα κλειδιά από την πόρτα της ψυχής μας πρέπει να τα ‘χουμε στα χέρια. Να μην αμελούμε τα καθήκοντα μας. Να μην δίνουμε σημασία στις επιθυμίες μας (φαγητά, αναπαύσεις κλπ.).
Θέλω να επικρατήσει σιωπή, να λέτε την ευχή, να προσεύχεστε, να μου κάνετε ένα κομποσχοίνι με σταυρό και μια παράκληση, για να ‘ναι μια ενίσχυση για μένα αυτό.
Να μην αργολογείτε, συζητάτε, και μεμψιμοιρείτε.
Την ευχή να λέτε για να βρούμε τον Θεό.
Πρέπει να κυνηγήσουμε τον Θεό, να μην αφήνουμε λεπτό να πηγαίνει χαμένο.
Όσο το δυνατόν να πιάσετε τον Θεό, γιατί αυτές τις μέρες που περνούν θα τις αναζητούμε και δε θα τις βρίσκουμε. Με αγάπη και καλοσύνη να μιλάμε.
Είναι λυπηρό να στερούμαστε τη μακαριότητα, την γλυκύτητα του Θεού και την αγάπη Του ενώ βρισκόμαστε στο μοναστήρι. Να μην αμελούμε, να μην κάνουμε διακεκομμένη την προσευχή μας, για να την απολαμβάνουμε κι’ αυτή θα φέρει την ανάπαυση της ψυχής και την μακαριότητα.
Συνέχεια την ευχή. Να μην την αφήνουμε από την ψυχή μας. Να έχουμε προσοχή πώς να αρέσουμε στην Παναγία μας. Το βράδυ, που θα κάνουμε προσευχή, να σημειώνουμε τις αμαρτίες μας. Χρειάζεται πολλή υπομονή στη ζωή μας. Ο καθένας έχει τα ελαττώματα του, τα πάθη του και για κάθε ψυχή που πάσχει, που δεν ξέρει πώς να πολιτευθεί, να κάνουμε μια προσευχή για τη σωτηρία της και θα ‘ρθει η Θεία Μακροθυμία στην ψυχή μας.
Πιάστε την προσευχή να διορθώσετε τα πάθη και τα ελαττώματά σας.
Η προσευχή μας γαληνεύει. Να συγκεντρώσουμε τον λογισμό μας καλά – καλά και να σκεφτόμαστε το Θεό. Όλα τα άλλα είναι σκουπίδια, να τα πετάμε. Σημασία να μη δίνουμε στις παγίδες του διαβόλου. Τον εαυτό μας να βλέπουμε, που λυπήσαμε τον Θεό, Τον ευαρεστήσαμε. Τότε θα πάμε μπροστά.
Αλλιώς ξεφεύγουμε. Ταπείνωση όσο το δυνατόν.
Τελευταίος άνθρωπος να γίνουμε. Αυτός θα πάει μπροστά.
Να αποφεύγουμε τα λόγια, τις μεμψιμοιρίες. Δεν ταπεινωθήκαμε, δεν θα σωθούμε.
Πρέπει να έχουμε μια δυναμικότητα στον εαυτό μας να στεκόμαστε καλά απέναντι στο Θεό.
Τον νου μας να τον έχουμε βιβλίο ανοιγμένο και να κάνουμε μελέτη την κόλαση και τον Παράδεισο. Άμα σκεφτούμε την αιώνια κόλαση, συγκλονίζεται το εσωτερικό μας όλο. Για σκέψου το πυρ το αιώνιον; Τον σκώληκα τον ακοίμητο; τον βρυγμό των οδόντων;
Αν σκεφθεί κανείς την κόλαση, δεν μπορεί να συγκράτησει τα δάκρυά του.
Όταν ο άνθρωπος έχει στη μνήμη του την κόλαση, τα πάθη του ελαττώνονται, η ψυχή γίνεται μαλακιά σαν το βαμβάκι, τρυφερή. Πονάει, συμπαθεί, ευσπλαχνίζεται.
Όλα μπορεί να τα σηκώσει κανείς, αλλά από την ευσπλαχνία του Θεού καίγεται, διαλύεται, «φθάνει Θεέ μου, λέει, δεν μπορώ άλλο, ελάττωσέ την». Αν ο άνθρωπος, τότε που έρχεται μέσα του η αγάπη του Θεού, πονάει όλο τον κόσμο με τις αμαρτίες του, τα πάθη του, και δε μπορεί να το αντέξει αυτό, για σκέψου την ευσπλαχνία του Θεού. «Αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν».
Για σκέψου, να πορνεύει, να σκοτώνει και εσύ να τον αγαπάς. Αν ξέραμε τι χάνουμε κάθε δευτερόλεπτο δεν θα κοιτάζαμε δεξιά κι αριστερά. Θα κοιτάζαμε όλο το είναι μας να το αφιερώσουμε στο Θεό.
Άμα θα σιωπήσετε κι έχετε τον νου σας στην αδιάλειπτη προσευχή, μια βδομάδα, θα δείτε τη διαφορά τη μεγάλη μέσα στην ψυχή σας. Αλλά κοιτάζουμε τον Α και τον Β και δεν μπορούμε να προοδεύσουμε.
Τότε θα ζητάμε μοναξιά, ησυχία, τόσο πολύ θα νοιώσει η ψυχή μας το μεγαλείο του Θεού. Και μπορούμε μέσα στην κιβωτό να τα απολαύσουμε όλα αυτά.
Όταν βιαστεί κανείς, αισθάνεται τη Θεία Μακαριότητα και θα είναι ήσυχος, ανεύθυνος, χωρίς προβλήματα και το πνεύμα του θα είναι στον ουρανό και θα γεύεται τα μεγαλεία του Θεού.
Το κελί έχει πάρα πολλή χάρη. Είναι μία παλαίστρα που παλεύει κανείς και δίνεται στο Θεό.
Όταν υπάρχει πνευματική ένωση με τους προεστώτας ο υποτακτικός αισθάνεται στην ψυχή του το Θεό χωρίς να κηλιδωθεί ο λογισμός του. Αισθάνεται πώς είναι το ρεύμα, ή πρίζα.
Όταν υπάρχει πνευματική προεργασία στο Χριστό και στους προεστώτας αισθάνεται μεγάλη χαρά, αγαλλίαση παρακαλεί πότε να πεθάνει και λέει ας φύγω.
Θέλει προσοχή στο λογισμό να μην έρθει μώμος ή για τον Γέροντα ή για την Γερόντισσα. Όταν αυτό φυλάξουμε, θαύματα θα δούμε.
Όποιος αγωνίζεται να απολαύσει την αρετή αυτός θα αισθανθεί τα μελίρρυτα άνθη, την γλυκύτητα, το μέλι της χάριτος θα λάβει, όταν προσπαθεί να ενωθεί με τον Θεό, να γίνει ένα.
Να γίνει θέωση μέσα στην ψυχή του ανθρώπου, να γίνει Θεός κατά χάριν.
Να μην ζούμε κατώτερα, ρηχά, να μη ζούμε τόσο επιπόλαια, να έχουμε σύνεση στην εργασία.
Μας λέει ο λογισμός να κοιμηθούμε πιο πολύ όχι, να λέμε, δεν θα κοιμηθούμε πιο πολύ. Όποτε μας ξυπνάει ο φύλακας άγγελος της ψυχής, προσευχή να κάνουμε εκείνη την ώρα να μην αφήνουμε τον εαυτό μας. Η προσευχή θεραπεύει τα πάθη και τα ελαττώματα. Όταν θα πέσει ο ήλιος μέσα σε μια λάσπη και την αποξηραίνει, την κάνει κόκκαλο και ότι έντομο έχει το αποδιώκει, το φυγαδεύει, το ψοφάει.
Σαν βολίδα έρχεται η χάρις του Θεού.
Εμάς μας πολεμάει πιο πολύ η μεμψιμοιρία και πολλές φορές, πιστέψατε με, βλέπω κοπάδι δαιμόνων και βλέπεις, λοιπόν, άλλος σκουντάει τη μία, άλλος τσιγκλάει την άλλη και γίνεται ένα πράγμα τρομερό. Άλλα αν είναι οπλισμένο το μοναστήρι με προσευχή δεν θα μπορούν να κάνουν κακό, θα στέκονται από μακριά και θα βλέπουν.
Αλλά βρίσκει χώρα και τριγυρνάει και την μια την πιάνει από το πόδι, την άλλη από το λαιμό, την άλλη από τη φωνή, την άλλη από την κραυγή και χαλάει ο κόσμος• εκείνη την ώρα πιστέψετε με βλέπω τους δαίμονες πώς περνάνε εν ριπή οφθαλμού, όπως πετούν τα αεροπλάνα.
Λοιπόν, πολύ προσοχή και προσευχή.
συνεχίζεται…
πηγή: vatopedi friend