«Εξελεξάμην παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού μου μάλλον ή οικείν με εν σκηνώμασιν αμαρτωλών», (Ψαλμ. 83, 11).
Εξελέξατο παραρριπτείσθαι εν τω οίκω του Θεού ο κυρ- Κωστής Ιωάννου Χριστοδούλου προ τριακονταετίας και πλέον. Έκτοτε παραμένει ερριμμένος εκεί, δηλαδή στο ναό του Αγίου Γεωργίου του χωριού Πενταλιά στη Πάφο. Για τόσα συναπτά έτη διακινείται εντός του ναού ώσαν να είναι το σπίτι του, εισέρχεται και εξέρχεται και νομήν ευρίσκει, και τρέφεται η ψυχή του και ο νους του και η καρδία του και η σάρκα του και τα κόκκαλά του.
Και στέκει στα πόδια του ευσταλώς, όντας σχεδόν εκατονταετής και κινείται ρυθμικώς, χαριέντως, με φυσική απλότητα και ευκολία, με ευλάβεια όπου και αν ευρίσκεται : εντός ή εκτός του ναού, στο καφενείο ή στη στράτα, στο σπίτι του, όταν τρώει και όταν ομιλεί. Στο ανάστημα είναι μέτριος, εύχαρις, λίγο σκυφτός, αλλ΄ ευκίνητος.
Το πρόσωπόν του ωραίον, όταν ησυχάζει, σκυθρωπόν. Όταν σε κοιτάζει, αγάλλεται. Τα μάτια του μικρά, γελαστά, ζωηρά. Μικρό μουστάκι και κάτασπρα κοντά μαλλιά. Ενδύεται, συνήθως, μπλε πουκάμισο, μακρυκάβαλη βράκα και σάκκο. Εις το όλο σχήμα είναι σεμνός και ευσυμπάθητος.
«Ευφράνθην επί τοις ειρηκόσι μοι εις οίκον Κυρίου πορευσόμεθα» (Ψαλ. ρκα', 1), είπε ο προφητάναξ. Με τίποτε άλλο δεν ευφραίνεται τόσον ο Κωστής παρά με το να του ζητούμε να οδεύσωμεν στην εκκλησία του Μεγαλομάρτυρος. Τότε ευφραίνεται η καρδία του και το πρόσωπο του αγλαΐζεται έσωθεν, λαμβάνει την κλείδα του ναού και ευρύθμως οδεύει στον αγαπημένο του τόπο, στην ιερή υπηρεσία.
Ο Κωστής Ιωάννου έτυχε δεξιάς φύσεως, όθεν από μικρός έπαιρνε τα γράμματα και καλλιγράφος εχρημάτισε. «Στο γραψίμι μου ήμουν από τους σπάνιους», λέγει, «καλλιγραφικά, είχα τέτοια μανία πάνω στα γράμματα... Τα καλά πράγματα έχω τα μεγάλην ευχαρίστηση. Είτα εξ ανάγκης έγινα καλλιγράφος της γης, ήγουν ζευγολάτης».
Ενυμφεύθη, απέκτησε παιδιά, εγγόνια, δισέγγονα... Εφθασε στο ενενηκοστό ένατο έτος του και ακόμη μπαινοβγαίνει στο ναό του Αγίου και λέγει «μέσα σε τούτη την μάντρα που βρεθήκαμεν η εκκλησία εν΄το φως μας. Λαλεί μου ένας, μα ίντα πας στην εκκλησία; Λαλώ του : Μα ...άλλον να σε δω και να συντύχωμεν κι άλλον ν΄ακούσω πως υπάρχεις».
Εκ τούτου, φαίνεται, ότι ο γέρων Κωστής ξέρει να συντυχάνει μετά των αγίων και του Θεού. Μάλιστα μια νύχτα, τη μοναδική που δεν άναψε την καντήλα, του εσύντυχεν ο Άγιος Γεώργιος και του είπε αυστηρά : «Δεν άναψες απόψε την καντήλα μου. Για νάρχεσαι τακτικά, για να παραιτήσεις». « Κι έτσι πάω τακτικά, βρέχει, χιονίζει, πρέπει να πάω, κάθε μέρα, κάθε νύκτα, τακτικά! Ώσπου ζω, φαίνεταί μου, και διακινούμαι, θα πηαίνω». Έλπίζω στον Άγιο Θεό, δοξάζω τ΄όνομα Του και τη χάρη Του. Παρακαλώ Τον την νύκτα να μην αρρωστήσω, να μου χαρίζει την υγείαν να πράξω ότι μπορώ, να μην πάω έτσι αμαρτωλός. Και φαίνεται μου, ότι ώσπου υπηρετώ την εκκλησία δεν πεθανίσκω...».
Πώς θα μπορούσε αλήθεια, να υπάρξει θάνατος γι' αυτόν που πέθανε ήδη μέσα στην εκκλησία; Γι' αυτό ελέχθη ότι ο κυρ- Κωστής Ιωάννου «ουκ αποθνήσκει, αλλά μεταβέβηκεν εκ του θανάτου εις την Ζωήν».
Από το βιβλίο του Χαράλαμπου Επαμεινώνδα «περί ΥΣΥΧΙΑΣ λόγοι επτά»