Κατά κόσμον ονομαζόταν Σωκράτης Χρυσάνθου Κουρτελίδης. Γεννήθηκε στο Πολύστυπο της Κύπρου το έτος 1919. Στη μονή Δοχειαρίου προσήλθε αρκετά μεγάλος, το 1984. Εκάρη μοναχός το 1986. Στη μονή του Αγίου Ηρακλειδίου Κύπρου άφησε τη «γραίαν» του σύζυγον, η οποία έγινε καλή μοναχή με το όνομα Προκοπία και διήγε ωραίο, ασκητικό βίο. Τον προέτρεψε με θέρμη να μονάσει. Είχε έξι τέκνα, εγγόνια και δισέγγονα. Από μικρός εργάσθηκε στη βιοπάλη και αποκατέστησε καλά την οικογένειά του. Είχε έλθει προσκυνητής στο Άγιον Όρος και ασθένησε. Παρακάλεσε την Παναγία να τον κάνει καλά και να της αφιερωθεί. Έτσι κι έγινε.
Όταν την καρδιά του έκαιγε ο θείος πόθος, η έλξη του Χριστού, τα εγκατέλειψε όλα και δίχως να υπολογίσει τη μεγάλη του ηλικία, εισήλθε στον μοναχικό στίβο με νεανική ζέση, φιλότιμο και προθυμία. Εργάσθηκε στους κήπους της μονής άοκνα και με ζήλο, με μόνιμη συντροφιά την «τσαπούαν», το τσαπί του. Όπως γράφει ο μοναχός Θεόκτιστος Δοχειαρίτης˙ «στο κελλί του οι παρακλήσεις και οι προσευχές δεν είχαν τελειωμό. Οι νυκτερινοί του θρήνοι ακούγονταν μακριά. Στην εκκλησία πάντα πρώτος και με ενεργή και εν εγρηγόρσει συμμετοχή». Στους δύο άγαμους υιούς του είπε, αν δεν νυμφευθούν σύντομα, να έλθουν να μονάσουν μαζί του. Καθάριζε το θέρος τις ελιές και συγκέντρωνε ξύλα για τη σόμπα του τον χειμώνα. Δεν ήθελε να κουράζει τους πατέρες και να τους υποχρεώνει να τον φροντίζουν.
Ο Πανοικτίρμων, Πολυεύσπλαχνος, Παντεπόπτης και Παντογνώστης Θεός ευδόκησε ν’ αφήσει την τελευταία του πνοή στο ναό των Αρχαγγέλων. Εκοιμήθη όρθιος στο στασίδι του, κατά την απόλυση του Μεσονυκτικού στις 15.1.1989. Ανεπαύθη προσευχόμενος. Σταυροκοπούμενος κι επικαλούμενος όλους τους αγίους. Του ανοίχθηκε έτσι η ουράνια πύλη, για να ορθρίσει το πνεύμα του μετά των επουρανίων δυνάμεων και πάντων των αγίων τον αιώνιον και ασίγαστον ύμνον προς την Παναγία Τριάδα.