Η Ζηναϊδα Ζδάνοβα διηγείται πως το 1946 στο σπίτι τους, όπου φιλοξενούνταν τότε η Ρωσίδα Αγία Ματρώνα, έφεραν μία γυναίκα, που κατείχε μεγάλη θέση. Ο μοναχογιός της τρελάθηκε και ο άνδρας της σκοτώθηκε στο μέτωπο.
Η ίδια φυσικά ήταν άθεη. Πήγαινε τον άρρωστο γιό της στην Ευρώπη, αλλά ονομαστοί εκεί ψυχίατροι δεν τον βοηθήσανε.
"Ήρθα σε σας, από την απελπισία μου", της είπε. "Δεν έχω να πάω πουθενά αλλού…".
Η Αγία Ματρώνα τη ρώτησε:
-«Άμα ο Κύριος κάνει το παιδί σου καλά, θα πιστέψεις στο Θεό»;
-«Δεν ξέρω πως είναι το να πιστεύει κανείς», απάντησε η γυναίκα.
Τότε η Ματρώνα είπε να της φέρουν νερό και μπροστά στήν καημένη τη μητέρα διάβασε μεγαλοφώνως ευχές στο νερό.
Μετά, δίνοντάς της το νερό, είπε:
«Να πας τώρα στο "Κάσενκο", (δηλ. στο κεντρικό ψυχιατρείο της Μόσχας), συνεννοήσου με τούς νοσοκόμους να τον κρατάνε γερά, όταν θα τον φέρουν σε σένα. Θα σπαρταράει, αλλά εσύ ρίξε του το νερό στο πρόσωπο, να μπει και στο στόμα".
"Σέ λίγο καιρό, -συνεχίζει ή Ζηναϊδα-, είδαμε εγώ και ο αδελφός μου ότι ξαναήρθε εκείνη η γυναίκα στη Ματρώνα.
Την ευχαριστούσε γονατισμένη και έλεγε ότι τώρα το παιδί της είναι καλά, το πως και τι έγινε. Όταν έφθασε στο ψυχιατρείο έκανε ακριβώς όπως της είχε πει ή Μάτουσκα. Εκεί ήταν μία αίθουσα, την οποία διαχώριζε κιγκλίδωμα.
Από την μία πλευρά οδηγήσανε το γιό της κι από την άλλη πλησίασε εκείνη. Το μπουκαλάκι με το νερό το είχε στην τσέπη. Το παιδί σπαρταρούσε και φώναζε:
«Μαμά, πέταξε έξω αυτό πού έχεις στην τσέπη σου. Μη με βασανίζεις»!
Τα έχασε! Πώς το έμαθε;
«Του έριξε γρήγορα από το μπουκαλάκι στο πρόσωπο, μπήκε και μέσα στο στόμα και το παιδί αμέσως ησύχασε! Τα μάτια του έγιναν ήρεμα και είπε: «Τι ωραία που είναι τώρα»! Σε λίγο καιρό τον απολύσανε»!
Η ίδια φυσικά ήταν άθεη. Πήγαινε τον άρρωστο γιό της στην Ευρώπη, αλλά ονομαστοί εκεί ψυχίατροι δεν τον βοηθήσανε.
"Ήρθα σε σας, από την απελπισία μου", της είπε. "Δεν έχω να πάω πουθενά αλλού…".
Η Αγία Ματρώνα τη ρώτησε:
-«Άμα ο Κύριος κάνει το παιδί σου καλά, θα πιστέψεις στο Θεό»;
-«Δεν ξέρω πως είναι το να πιστεύει κανείς», απάντησε η γυναίκα.
Τότε η Ματρώνα είπε να της φέρουν νερό και μπροστά στήν καημένη τη μητέρα διάβασε μεγαλοφώνως ευχές στο νερό.
Μετά, δίνοντάς της το νερό, είπε:
«Να πας τώρα στο "Κάσενκο", (δηλ. στο κεντρικό ψυχιατρείο της Μόσχας), συνεννοήσου με τούς νοσοκόμους να τον κρατάνε γερά, όταν θα τον φέρουν σε σένα. Θα σπαρταράει, αλλά εσύ ρίξε του το νερό στο πρόσωπο, να μπει και στο στόμα".
"Σέ λίγο καιρό, -συνεχίζει ή Ζηναϊδα-, είδαμε εγώ και ο αδελφός μου ότι ξαναήρθε εκείνη η γυναίκα στη Ματρώνα.
Την ευχαριστούσε γονατισμένη και έλεγε ότι τώρα το παιδί της είναι καλά, το πως και τι έγινε. Όταν έφθασε στο ψυχιατρείο έκανε ακριβώς όπως της είχε πει ή Μάτουσκα. Εκεί ήταν μία αίθουσα, την οποία διαχώριζε κιγκλίδωμα.
Από την μία πλευρά οδηγήσανε το γιό της κι από την άλλη πλησίασε εκείνη. Το μπουκαλάκι με το νερό το είχε στην τσέπη. Το παιδί σπαρταρούσε και φώναζε:
«Μαμά, πέταξε έξω αυτό πού έχεις στην τσέπη σου. Μη με βασανίζεις»!
Τα έχασε! Πώς το έμαθε;
«Του έριξε γρήγορα από το μπουκαλάκι στο πρόσωπο, μπήκε και μέσα στο στόμα και το παιδί αμέσως ησύχασε! Τα μάτια του έγιναν ήρεμα και είπε: «Τι ωραία που είναι τώρα»! Σε λίγο καιρό τον απολύσανε»!