Σε ένα μεγάλο πάρκο ετοίμασαν λαικό πανηγύρι. Πολλοί ήθελαν να μπουν, αλλά δεν μπορούσαν να πληρώσουν το εισιτήριο. Τότε ένας πλούσιος άνθρωπος θέλοντας να δοκιμάσει τα ανθρώπινα πάθη πέταξε σε ένα σωρό μαζεμένων παιδιών μια χούφτα γεμάτη νομίσματα. Αυτά ήταν όλα ψεύτικα χρυσά νομίσματα, άλλά μεταξύ τους μόνο ένα δηνάριο από καθαρό ασήμι. Έτρεξαν τα παιδιά για τα κάλπικα νομίσματα, τσακώθηκαν, χτυπήθηκαν, γρατζουνίστηκαν, ώσπου τα μάζεψαν όλα. Για το ασημένιο δηνάριο κανένας δεν πάλεψε, αφού ο καθένας σκεπτόταν: ο χρυσός είναι πιο ακριβός από ασήμι. Εκείνοι που άρπαξαν τα κάλπικα νομίσματα και τα κρατούσαν στα χέρια τους αισθάνονταν απόλυτα ευτυχείς προς στιγμή. Αλλά γρήγορα συνέβη σε αυτούς κάτι απροσδόκητο και πικρό. Όταν πλησίασαν στην πύλη του πάρκου και ζήτησαν τα εισιτήρια, αποδείχθηκε ότι είχαν ψεύτικα νομἰσματα και οι φύλακες της πόλης τους πήγαν στη φυλακή. Μόνο ένας μεταξύ τους σοφός, ο οποίος βλέποντας τι συμβαίνει με τους φίλους του, βιαστικά πέταξε το κάλπικο νόμισμα από το χέρι και έτρεξε και πήρε το ασημένιο εκείνο δηνάριο. Με αυτό το δηνάριο πλήρωσε το εισιτήριο και μπήκε στο πάρκο στο πανηγύρι.
Ποια είναι η ερμηνεία αυτής της ιστορίας; Το πανηγύρι είναι η βασιλεία των ουρανών ή το Βασίλειο της Αθάνατης Ευτυχίας. Τα κάλπικα νομίσματα είναι οι επιθυμίες της σάρκας και η γήινη ματαιότητα και οι αυταπάτες,που απομακρύνουν τους ανθρώπους από το βασίλειο της πραγματικής ευτυχίας και τους πηγαίνουν στο βασίλειο του βασάνου και του σκοταδιού. Το καθαρό ασήμι παρουσιάζει την εσωτερική αγαθότητα και αλήθεια του δίκαιου ανθρώπου. Τα παιδιά της πλεονεξίας για το απατηλό γυαλιστερό αυτού του κόσμου είναι οι αμαρτωλοί. Εκείνο το τελευταίο παιδί,το οποίο πέταξε το ψεύτικο χρυσό και δέχθηκε το πραγματικό ασήμι σημαίνει τον μετανιωμένο αμαρτωλό.
Πηγή: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς:Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται σ.191—192