Όσον καιρό είναι το βρέφος στην αγκαλιά της μητέρας του, αυτή συνεχώς το φυλάει άπό κάθε κακό και όταν κλάψει, αμέσως του δίνει τον μαστό της καμιά φορά το χαστουκίζει ελαφρά, δσο σηκώνει, γιά νά το φοβερίσει νά θηλάζει το γάλα της με φόβο και νά μήν είναι δύστροπο αν όμως κλάψει, το σπλαχνίζεται, γιατί βγήκε άπό τά σπλάχνα της το καλοπιάνει, το φιλά, το χαϊδεύει, ωσότου νά δεχτεί τον μαστό της.
Άν δείξουν στο βρέφος χρυσάφι ή ασήμι ή μαργαριτάρια ή όποιο άλλο σκεύος του κόσμου, αυτό τά κοιτάζει βέβαια, άλλα, καθώς είναι στην αγκαλιά της μητέρας του, όλα τά παραβλέπει, γιά νά θηλάσει άπό τον μαστό της. Δέν το μαλώνει ό πατέρας του, πού δεν δουλεύει ή πού δέν πάει νά πολεμήσει τους εχθρούς του. Ξέρει ότι είναι μικρό και δέν μπορεί έχει πόδια, άλλα δέν μπορεί νά στηριχτεί σε αυτά έχει χέρια, αλλά δέν μπορεί νά κρατήσει όπλα. Περιμένουν λοιπόν με υπομονή οι γονείς του, ώσπου νά μεγαλώσει.
Όταν μεγαλώσει λίγο και γίνει παιδάκι, και πάει νά παλέψει με κάποιον και εκείνος το ρίξει κάτω, δέν του θυμώνει γι' αυτό ό πατέρας του, γιατί ξέρει ότι ακόμη είναι παιδί. Όταν όμως γίνει άντρας, τότε φαίνεται ή προθυμία του, αν έχει έχθρα προς τους εχθρούς του πατέρα του, και τότε και ό πατέρας του εμπιστεύεται σε αυτόν τα υπάρχοντα του, γιατί είναι γιος του.
Άν όμως, μετά από τόσους κόπους πού πέρασαν γι' αυτό οι γονείς του, γίνει, όταν μεγαλώσει, ένας παλιάνθρωπος και μισήσει τους καλούς γονείς του και δεν υπακούει σε αυτούς και γίνει φίλος με τους εχθρούς τους, αυτοί παύουν να το αγαπούν, το διώχνουν από το σπίτι τους και το άποκληρώνουν.
Και έμεΐς λοιπόν, αδελφοί, ας φροντίσουμε για τον εαυτό μας, να μείνουμε στη σκέπη της μετάνοιας, και ας θηλάσουμε γάλα από τους άγιους μαστούς της, για να μας θρέψει· και ας υπομείνουμε τον ζυγό της καθώς θα μας παιδαγωγεϊ, ώσπου να αναγεννηθούμε πνευματικά σύμφωνα μέ το θέλημα του Θεού και νά γίνουμε ώριμοι, φτάνοντας στην τελειότητα πού μέτρο της εΐναι ό Χριστός.