πηγή: http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/
Κυριακή 30 Σεπτεμβρίου 2012
Η αγιασμένη κόρη που ζήτησε να πάρει την αρρώστια του πατέρα της
Στη φωτογραφία: η μητέρα (ως λαϊκή) και η οσία Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα. |
Η Ειρήνη Πατέρα γεννήθηκε το 1939 και ήταν κόρη των εφοπλιστών Πανάγου και Αικατερίνης Πατέρα. Η οικογένειά της, αν και οικογένεια εφοπλιστών, ήταν πολύ πιστοί χριστιανοί και η Ειρήνη κληρονόμησε την πίστη και την καλοσύνη των γονιών της από πολύ μικρή. Ταπεινή και σεμνή, απόχτησε αγάπη για όλους τους ανθρώπους, αλλά και της άρεσε να προσεύχεται και να πηγαίνει στην εκκλησία, αλλά και να διαβάζει ορθόδοξα βιβλία, από βίους αγίων μέχρι τους Χαιρετισμούς της Παναγίας κ.τ.λ.
Έτσι, γνώρισε από μικρή τη σοφία των αγίων διδασκάλων της Ορθοδοξίας και έγινε κι η ίδια σοφή, ενάρετη και υπεύθυνη. «Ξεχώρισε από τ’ αδέλφια της και τ’ άλλα παιδιά της ηλικίας της. Είχε πολλή υπακοή στους γονείς της και με τη μητέρα της τη συνέδεε βαθύς και δυνατός πνευματικός δεσμός. Στο σχολείο ήταν συνεπής και επιμελής στα μαθήματά της. Την διέκρινε πνεύμα θυσίας, υπομονή και σοβαρότητα, ενώ στα θέματα της πίστεως είχε το θάρρος των ομολογητών. […] Όταν την έβλεπες, ειρήνευες, όποια στενοχώρια κι αν είχες» (από αφιέρωμα που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου, τ. 15, Σεπτ.-Δεκ. 2005, σελ. 29).
Το 1952 ο πατέρας της αρρώστησε από τη νόσο του Hodgkins. Παρά τις προσπάθειες των γιατρών, η κατάστασή του ήταν κρίσιμη. Τότε η Ειρήνη άρχισε να παρακαλεί κρυφά το Θεό να πάρει εκείνη την ασθένεια του πατέρα της.
Η επιθυμία της εκπληρώθηκε και αρρώστησε και η ίδια από τη νόσο του Hodgkins. Ο γιατρός της οικογένειας δρ Rhor από τη Ζυρίχη είπε: «Σε 10.000 οικογένειες δεν το έχω συναντήσει αυτό, δηλ. την ίδια αρρώστια Hodgkins σε δύο πρόσωπα της ίδιας οικογένειας. Δεν είναι κληρονομική, ούτε μεταδοτική και ομολογώ ότι, αν ποτέ μου ζητούσαν την προσωποποίηση της υγείας, θα έστελνα της φωτογραφία της Ειρήνης».
Η έφηβη κοπέλα αντιμετώπισε την αρρώστια τους για πέντε χρόνια με γενναιότητα αγίου μάρτυρα. Οι γονείς της την πήγαν στην Ελβετία για θεραπεία κι εκείνη έλεγε στη μητέρα της:
«Αχ, μανούλα μου, τι θ’ ακούσω εγώ από το Χριστό μας… Ξέρεις τι θα μου πει μόλις με δει; “Εσύ απόλαυσες στη γη τα αγαθά σου”… Μανούλα μου, εγώ μόλις αρρωστήσω, αμέσως αεροπλάνο και στην Ελβετία. Η δεσποινίς Πατέρα από δω, η δεσποινίς Πατέρα από κει. Καθαρά σεντόνια, καλό κρεβάτι, τα καλύτερα φάρμακα, η πιο τέλεια θεραπεία. Μανούλα μου, δεν θυμάσαι όταν πηγαίναμε επισκέψεις στα νοσοκομεία στην Ελλάδα και βλέπαμε τους ασθενείς στους διαδρόμους και φωνάζανε “νοσοκόμα, νοσοκόμα” και δεν τους έδινε κανείς σημασία; Εκείνοι δεν ήταν άνθρωποι; Τι λόγο θα δώσω εγώ;».
Η Ειρήνη ήθελε να γίνει μοναχή, αλλά ένιωθε ανάξια και αμαρτωλή. Ζούσε όμως σαν μοναχή, φορώντας φτωχά και σκούρα ενδύματα, ενώ τα ακριβά και όμορφα ρούχα της, μαζί με τσάντες, παπούτσια κ.τ.λ., τα δώρισε όλα σε φτωχούς. Και έλεγε στη μητέρα της: «Μανούλα μου, με 6 δραχμές τον πήχυ φτάνει να ντυθούμε. Τα υπόλοιπα είναι περιττές σπατάλες και φαντασίες».
Κατά το διάστημα αυτό εξομολογούνταν στον Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο (1884-1980), ενώ επισκεπτόταν και το Γέροντα Ιερώνυμο της Αίγινας. Είχε δηλαδή πνευματική σχέση με δύο από τους σημαντικότερους αγίους ορθόδοξους διδασκάλους της εποχής της. Η οικογένειά της, επίσης, είχε στενές επαφές με πνευματικούς ανθρώπους όπως ο Φώτης Κόντογλου, ο άγιος ιεροκήρυκας ΔημήτριοςΠαναγόπουλοςκαι η σύζυγός του Αγγελική, ο Γέροντας Θεόκλητος Διονυσιάτης κ.ά. Ο Κόντογλου αγιογράφησε και το παρεκκλήσι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που ίδρυσαν στο σπίτι τους, στο Παλαιό Ψυχικό, ενώ παρέδωσε και μερικά μαθήματα αγιογραφίας στην Ειρήνη. Αυτό το σπίτι «ήταν για πολλά χρόνια μια πνευματική όαση και τόπος παραμονής και φιλοξενίας πολλών πνευματικών ανθρώπων, κληρικών και λαϊκών»(ό.π.).
Τον Οκτώβριο του 1960, σε ηλικία 21 ετών, η άρρωστη κοπέλα, που ήδη ζούσε σαν ασκήτρια έχοντας διαμορφώσει σαν καλογερικό κελί το δωμάτιό της, έγινε μοναχή από το Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο. Έλαβε το όνομα Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα, λόγω της μεγάλης αγάπης της προς τη συγκεκριμένη ιστορική και θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Κατά τη διάρκεια της κουράς της (της τελετής, με την οποία έγινε μοναχή στο παρεκκλήσι του σπιτιού τους) η υγεία της βελτιώθηκε εκπληκτικά, βελτίωση που διατηρήθηκε περίπου ένα μήνα. Όμως τέλη Νοεμβρίου του ίδιου έτους η υγεία της επιδεινώθηκε. Μεταφέρθηκε στην κλινική «Τίμιος Σταυρός», όπου πέρασε με ηρωική αντοχή, αλλά και συνεχή προσευχή, τις τελευταίες μέρες της γήινης ζωής της. Στις 26 Νοεμβρίου 1960, αφού είχε λάβει τη θεία μετάληψη και βρισκόταν σε αναμονή του γεγονότος, κοιμήθηκε.
«Και τώρα τι να ψάλουμε, νεκρώσιμη ή αναστάσιμη ακολουθία;» αναρωτήθηκε ο π. Θεόκλητος Διονυσιάτης, καθώς οι παρευρισκόμενοι, ακόμη και οι γονείς της, ένιωθαν μια ανεξήγητη γαλήνη και τη βεβαιότητα πως η αγνή αυτή πνευματική αγωνίστρια ταξίδευε προς το Φως του Χριστού. Η μοναχή Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα ετάφη με τον τρόπο των μοναχών, χωρίς φέρετρο (κατευθείαν στο χώμα), στο κοιμητήριο τηςμονής αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, οικισμού Παπάγου,πρώην Χολαργού.
Το άφθαρτο σώμα της
Το μοναστήρι του Ευαγγελισμού στις Οινούσσες. |
Τρία χρόνια αργότερα, το Σεπτέμβριο του 1963, έγινε η εκταφή της, δηλ. η ανακομιδή των λειψάνων της.
Προς έκπληξη όλων, το σώμα της ανακαλύφθηκε άφθαρτο, όπως του αγίου Σπυρίδωνα, του αγίου Γεράσιμου και άλλων μεγάλων αγίων της Ορθοδοξίας. Μεταφέρθηκε με ευλάβεια στο σπίτι της οικογένειάς της και τοποθετήθηκε στο κρεβάτι του κελιού της, όπου ευωδίασε μυστηριωδώς. Ενημερώθηκε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χρυσόστομος, ο οποίος έδωσε εντολή να μεταφερθεί στο μοναστήρι του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, που είχε χτιστεί από τους γονείς της στην ιδιαίτερη πατρίδα τους, τις Οινούσσες. Εκεί, με την άδεια του μητροπολίτη Μυτιλήνης Ιακώβου, που ήταν τοποτηρητής της αρμόδιας μητρόπολης Χίου, τοποθετήθηκε σε λάρνακα και εναποτέθηκε ως ιερό λείψανο σε παρεκκλήσι της μονής.
Πέντε χρόνια αργότερα όμως, η μονή κατηγορήθηκε έντεχνα ότι διατηρεί «άταφο πτώμα» και το εκθέτει σε κοινή θέα προς κίνδυνο της δημόσιας υγείας. Για το λόγο αυτό, το σκήνωμα της οσίας εξετάστηκε από το νομίατρο Χίου και από το γιατρό Αλέξανδρο Καλόμοιρο.
Ο νομίατρος αποφάνθηκε ότι το σώμα «εταριχεύθη ατελώς δι’ αγνώστου υμίν τρόπου». Ο γιατρός Καλόμοιρος σε δικό του δημοσίευμα αντέκρουσε τον ισχυρισμό αυτό, αναγνωρίζοντας ότι δεν υπάρχει ταρίχευση αλλά πρόκειται περί θαύματος. Στον ισχυρισμό αυτό συνηγόρησαν και όλοι όσοι παρευρέθηκαν στο διάστημα από την κοίμηση μέχρι την κηδεία της Ειρήνης (που έγινε το απόγευμα της ίδιας μέρας), ανάμεσα στους οποίους και ο Ελβετός γιατρός Walter Bessler, που είχε έρθει από την Ελβετία ειδικά για να παρασταθεί στην τελευταία φάση της ασθένειάς της.
Ο Γέροντας Φιλόθεος έγραψε ότι δεν πρόκειται περί «άταφου πτώματος», αφού η οσία μοναχή ετάφη κανονικά, αλλά για ιερό λείψανο, που ο Θεός παραχώρησε να ανακαλυφθεί άφθορο.
Ωστόσο, η μητρόπολη Χίου έδωσε εντολή να ταφεί εκ νέου, κι έτσι τοποθετήθηκε στον οικογενειακό τάφο των δικών της, όπου μάλλον παραμένει μέχρι σήμερα.
Το οσιακό τέλος των γονιών της
Ο Πανάγος Πατέρας, ο πατέρας της Ειρήνης Μυρτιδιώτισσας, πάλεψε κι εκείνος την ασθένειά του μέχρι το 1966. Στη συνέχεια, έφυγε από τη ζωή, σε ηλικία 66 ετών. Τρία χρόνια πριν την κοίμησή του είχε γίνει μοναχός με το όνομα Ξενοφών. Τον ίδιο δρόμο ακολούθησε και η σύζυγός του, που έγινε μοναχή με προτροπή του Γέροντα Ιερώνυμου της Αίγινας, με το όνομα Μαρία Μυρτιδιώτισσα.
Παραθέτουμε από σχετικό άρθρο στο διαδίκτυο
«Η μακαριστή Γερόντισσα έζησε και άλλες πίκρες. Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη πόνο. Το 1978 πέθανε η άλλη της κόρη, η Καλλιόπη, παντρεμένη με τρία παιδιά, στο Λονδίνο. Και το έτος 1983 ο γιός της Διαμαντής, σε νεότατη ηλικία, από καρδιακή προσβολή.
Η Γερόντισσα υπέμεινε τα πάντα και το μόνο που ψιθύριζε το στόμα της ήταν το “Δόξα σοι ο Θεός”.
Η μορφή, το έργο και η δράση της μακαριστής Γερόντισσας Μαρίας-Μυρτιδιώτισσας Πατέρα θα μείνει στην ιστορία του τόπου αλλά και της Εκκλησίας με γράμματα χρυσά, ανεξίτηλα στο διάβα των αιώνων.
Η Γερόντισσα ήταν αυστηρή Μοναχή για τον εαυτό της και πρώτη απ’ όλες τις Μοναχές έδινε το καλό παράδειγμα στην προσευχή, τη μελέτη, την άσκηση.
Με την Ιερή της σοφία οδήγησε πολλούς χριστιανούς στο σωστό δρόμο και έσωσε άλλους από σίγουρο ψυχικό μαρασμό.
Η Γερόντισσα ήταν αυστηρή Μοναχή για τον εαυτό της και πρώτη απ’ όλες τις Μοναχές έδινε το καλό παράδειγμα στην προσευχή, τη μελέτη, την άσκηση.
Με την Ιερή της σοφία οδήγησε πολλούς χριστιανούς στο σωστό δρόμο και έσωσε άλλους από σίγουρο ψυχικό μαρασμό.
Ήταν φιλόξενη, ελεήμων, στοργική και γενναία.
Δωρεές της, αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών έγιναν από την ίδια και όταν ήταν λαϊκή μα, κυρίως, ως Ηγουμένη.
Δωρεές της, αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών έγιναν από την ίδια και όταν ήταν λαϊκή μα, κυρίως, ως Ηγουμένη.
Τα νοσοκομεία των Αθηνών, όπως το Γενικό Νοσοκομείο Άνω Πατησίων, το Αντικαρκινικό (Αγ. Σάββας), ο Ευαγγελισμός, το νοσοκομείο της Χίου, κ.α. έτυχαν τέτοιων δωρεών.
Εκατοντάδες άπορες οικογένειες βοηθήθηκαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να παντρέψουν τις κόρες τους, να βρουν στέγη και δουλειά.
Καλές πράξεις ανθρωπιάς “ων ουκ έστιν αριθμός”, αναρίθμητες, που μόνον οι οφθαλμοί του Θεού γνωρίζουν.
Αυτή ήταν η μακαριστή Γερόντισσα που σήμερα (από το 2005) αναπαύεται στην Ιερά Μονή της, πλάι στον σύζυγό της Μοναχό Ξενοφώντα, τη θυγατέρα της Μοναχή Ειρήνη-Μυρτιδιώτισσα, τα υπόλοιπα παιδιά και τους γονείς της. Αγία Οικογένεια.»
Δευτέρα 24 Σεπτεμβρίου 2012
Σ' ευχαριστώ Ουράνια μανούλα όλων μας!
Πριν από λίγο καιρό, η κόρη μου φοβόταν να κοιμηθεί τα βράδια, με ρωτούσε συνεχώς αν υπάρχουν φαντάσματα κ.λπ. Η αλήθεια είναι ότι είχα ανησυχήσει, γιατί πολλές φορές ξημερωνόταν με το φόβο αυτό αλλά και δε μπορούσα να κάνω κάτι γιατί τις νύχτες αποκοιμόμουν τις περισσότερες φορές από την κούραση της ημέρας. Της έδωσα λοιπόν μια εικονίτσα πλαστική της Παναγίας μας και της είπα να την βάλει κάτω από το μαξιλάρι της. Το επόμενο πρωί ήρθε και με ρώτησε: "Μαμά ,γιατί όλη τη νύχτα ερχόσουν και με χάιδευες στο μάγουλο;". Καταλαβαίνετε την έκπληξη που ένιωσα, αφού εγώ δεν είχα κάνει κάτι τέτοιο! Ήταν η Παναγιά μας, που αγαπάει και προστατεύει όλα τα παιδιά του κόσμου... Αυτό μόνο σκέφτηκα και ευχαρίστησα την Ουράνια Μητέρα μας συγκινημένη..
αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου: "Η αφύπνιση της καρδιάς με τη μνήμη του θανάτου"
Ο άνθρωπος και οι «κλήροι» του βρίσκονταν μέσα στον νου του Τριαδικού Θεού «προ χρόνων αιωνίων». Σε στιγμή απροσδιόριστη από τις περιορισμένες ανθρώπινες δυνάμεις, ο προαιώνιος Θεός αποφάσισε να δημιουργήσει τον άνθρωπο «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» Του. Τον έπλασε με προσωπικό και άμεσο τρόπο, προικίζοντάς τον με απίστευτο νου και μεγαλειώδη καρδιά, ικανά να αγκαλιάσουν όχι μόνο όλη την κτίση, «ορωμένην τε και ούχ ορωμένην», όπως αναφέρεται στη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, αλλά και την ίδια την αιωνιότητα του Θεού.
Τον κατέστησε πραγματικό άρχοντα στο βασίλειο του κόσμου, και στο πρόσωπό του ανακεφαλαιώνεται όλη η δημιουργία, η ορατή και η αόρατη.
Εξαρχής ο Θεός προίκισε τη φύση του άνθρωπου με τις δικές Του ιδιότητες, με όλες τις αρετές και με δυναμική φορά προς το Πνεύμα Του. Ο άνθρωπος εντρυφούσε στην αγαθή παρουσία του Δημιουργού του. Μπορούσε με τον νου του να ανυψώνεται στον Θεό και να βλέπει το πρόσωπό Του. Και η όραση αυτή ζωοποιούσε την καρδιά του και την πλάταινε με ισχυρά και απερίγραπτα αισθήματα ατελεύτητης ευγνωμοσύνης και θείας αγάπης. Τόσο γοητεύθηκε από το μεγαλείο της καταστάσεως αυτής ο άνθρωπος, ώστε έφθασε σε σημείο να λησμονήσει την κτιστότητά του και να ενδώσει στον πειρασμό της παρακοής. Θέλησε να γίνει θεός, όχι με την αγάπη του Θεού και την υποταγή του στη θεία εντολή, αλλά με την αυτονομία και την ανταρσία του. Τότε, όπως μαρτυρούν οι Γραφές, συντελέσθηκε η φοβερή πτώση, η παγκόσμια συμφορά.
Ο νους του ανθρώπου προσκολλήθηκε στα κτίσματα και διαφθάρηκε. Έχασε την αστραπόμορφη κίνησή του προς τον θείο κόσμο και επιβαρύνθηκε με τις αισθήσεις του σώματος. Η καρδιά στερήθηκε την «επισκοπή» - επίβλεψη του Κυρίου και όλων εκείνων που συνοδεύουν τη θαυμαστή παρουσία Του, και απολιθώθηκε. Ο νους έχασε βαθμηδόν ακόμη και τη μνήμη των υπερφυσικών βιωμάτων της χάριτος, γιατί αυτά δεν έχουν υλικό υπόβαθρο. Τελικά ο άνθρωπος κατάντησε δέσμιος του ορατού κόσμου, μη δυνάμενος να υπερβεί την άμεση πραγματικότητα που τον περιβάλλει. Λησμόνησε τον ποιητή και πλάστη του και παραδόθηκε στην αμαρτία και τα οψώνιά της, τη φθορά και τον θάνατο.
Στη θλιβερή αυτή κατάσταση της λήθης του Θεού ο άνθρωπος αισθάνεται ανεκπλήρωτο κενό και εφιαλτική ανασφάλεια, που τον περισφίγγουν ασφυκτικά και συνέχουν βασανιστικά την ψυχή του. Αναφύονται τα πάθη που γεμίζουν την ύπαρξή του με κάθε είδους φαυλότητα και παλεύουν με δολιότητα να εξαλείψουν κάθε ίχνος της μνήμης του Θεού. Έτσι ο άνθρωπος χάνει την ικανότητα να αγαπά και αναπόφευκτα αποξενώνεται ολοένα και περισσότερο από τον Θεό, τον πλησίον και τον πρωταρχικό σκοπό της δημιουργίας του.
Χωρισμένος από τον Θεό, την πηγή της ζωής, ο άνθρωπος κλείνεται στον εαυτό του και, στερημένος από τη δύναμη του Θεού, αδυνατεί να σωθεί. Βαθμηδόν ερημώνεται, διασπάται, και τελικά διαλύεται η υπόστασή του με τον θάνατο. Μπροστά στην αδυσώπητη απειλή της καταστροφής αυτής το πνεύμα του αιχμαλωτίζεται από τον φόβο του θανάτου. Γίνεται νοσηρά φίλαυτο και αρχίζει αγωνιώδη πάλη για την ατομική του επιβίωση.
Εξορίζοντας από την καρδιά του τον Θεό και τον πλησίον ο άνθρωπος χάνει την κυριαρχική εξουσία του μέσα στην κτίση που συνεπάγεται η κατ’ εικόνα Θεού κατασκευή του. Έτσι αστοχεί στον προορισμό του να βασιλεύσει με δικαιοσύνη στον κόσμο και με τρόπο προφητικό να πλατυνθεί και να προσαγάγει στον Θεό όλη την κτίση. Συνηθίζει να ζει με το πνεύμα του νεκρωμένο, γιατί η εχθρική δύναμη του πονηρού κατεξουσιάζει τη φύση του.
Αλλά η κλήση του Θεού είναι αμετάκλητη και «αμεταμέλητη». Επειδή η ανεξιχνίαστη Βουλή του Θεού ως βάση της αρχικής προελεύσεως του ανθρώπου τον προόρισε να ζήσει αιώνια «επ’ αφθαρσία», ο θάνατος ως εχθρός είναι απαράδεκτος. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος λέει ότι «έσχατος εχθρός καταργείται ο θάνατος». Ο Ίδιος ο Υιός του Θεού ήλθε στον κόσμο, για να τον εξαλείψει και να «λύση τα έργα του διαβόλου». Ο θάνατος λοιπόν του ανθρώπου είναι φαινόμενο παρά φύσιν και αντίθετο προς τον προορισμό του. Η ψυχή δεν μπορεί να αναπαυθεί στην προοπτική του θανάτου, γιατί αν η ζωή τελειώνει με τον θάνατο, τίποτε πλέον δεν έχει νόημα.
Ο Θεός όμως ο οποίος ζει εις τους αιώνες δεν θέλει τον θάνατο του αμαρτωλού. Κατεργάζεται τα πάντα «ως το επιστρέψαι τον ασεβή από της οδού αυτού και ζην αυτόν». Ανακαλεί τον άσωτο από την πλάνη της ερημώσεώς του, οξύνοντας με τη χάρη Του το άγριο θέαμα και τη σοβαρότητα του γενικού θανάτου που παρεισέφρυσε σε όλη την κτίση με την πτώση του ανθρώπου στην αμαρτία. Διανοίγει τα μάτια της ψυχής του για να κατοπτεύσει τη σφραγίδα της φθοράς και του θανάτου πάνω σε όλο το κτιστό είναι. Ο άνθρωπος γίνεται ικανός να ενωτισθεί τη βοή των στεναγμών του σύμπαντος κόσμου που παραδόθηκε σε αδιέξοδη ματαιότητα. Παρέχεται τότε στην ψυχή η χάρη να διαισθανθεί το σκοτεινό πέπλο του θανάτου, της φθοράς και της απογνώσεως που καλύπτει τους ανθρώπους και κάθε επίγεια ύπαρξη. Το πνευματικό αυτό φαινόμενο - άγνωστο στη σύγχρονη ψυχολογία - στην ασκητική ορολογία ονομάζεται «μνήμη θανάτου». Δεν ομοιάζει με την ψυχολογική επίγνωση ότι κάποια ημέρα θα πεθάνουμε. Πρόκειται για γνώση που σκηνώνει στη βαθειά καρδιά και της προσδίδει παράδοξη αίσθηση, ώστε να συλλαμβάνει σαφέστατα «την ματαιότητα όλων των επί γης αποκτημάτων» και κατανοεί ότι «τα πάντα ματαιότης».
Η αίσθηση, την οποία επιφέρει η χάρη της μνήμης του θανάτου, μπορεί να ενταθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε όλη η ιστορία και τα γεγονότα του σύμπαντος να φαίνονται ως ονειρικός αντικατοπτρισμός και κακός εμπαιγμός του ανθρώπου, γιατί πουθενά δεν υπάρχει η αυθεντική ζωή, αντιθέτως, παντού βασιλεύει ο θάνατος. Στην ουσία όμως είναι ο άνθρωπος που φωτίζεται, ώστε να δει την πνευματική του κατάσταση, από την οποία απουσιάζει η ζώσα αιωνιότητα του Θεού. Πείθεται ότι με τον προσωπικά του θάνατο πεθαίνουν όλα όσα συνέλαβε ως τότε η συνείδησή του, ακόμη και ο Θεός. Ενώ πλάσθηκε για να ζήσει αιώνια με τον Δημιουργό του, τώρα βλέπει ανεκπλήρωτη την προαιώνια θεία Βουλή.
Η απειλή του θανάτου ως αιώνια λήθη και απόσβεση του φωτός της συνειδήσεως προξενεί στην ψυχή φρίκη, συντριβή και αφόρητο εσωτερικό μαρτύριο. Ξαφνικά ο άνθρωπος ξυπνά από τον παρατεταμένο λήθαργό του. Αισθάνεται την αιωνιότητα του Θεού να τον καλεί από παντού, αλλά δεν είναι ικανός να αντέξει κατά πρόσωπο την παρουσία της ούτε διαθέτει κατάλληλο χώρο, για να την προσλάβει μέσα του. Ωστόσο, το πνεύμα του απαιτεί την αιώνια ζωή και μόνο αυτήν. Τίποτε άλλο δεν μπορεί να αναπαύσει τα σπλάγχνα του. Πάσχει βαθιά, με ένταση που υπερβαίνει τα όρια των ανθρωπίνων δυνάμεων. (Πολλοί άνθρωποι δοκιμάζουν την εμπειρία αυτή, πριν γίνουν μοναχοί και μοναχές, και γι’ αυτό αισθάνονται τη μοναχική ζωή ως κατηγορική προσταγή του πνεύματός τους. Δεν πρόκειται για επιλογή που κάνουν κατόπιν προσεκτικής εξετάσεως, αλλά μάλλον αισθάνονται ότι ή θα γίνουν μονάχοι ή θα πεθάνουν αιώνια). Τότε όμως συντελείται η αρχή του πιο σημαντικού θαύματος στην ανθρώπινη ύπαρξη. Αναδύεται η καρδιά, το πνευματικό κέντρο του ανθρώπου.
Το οχληρό και καυτό θέαμα της απουσίας του Θεού από την κτίση, όπως το παρουσιάζει η ενέργεια της μνήμης του θανάτου, αποσπά την προσοχή του νου από κάθε κτίσμα και από κάθε γήινη φιλοδοξία, και τον ανακαλεί στον εαυτό του, στην καρδιά. Η μνήμη αυτή αποδεικνύεται ισχυρότερη από κάθε εμπαθή προσκόλληση, ενώ ο νους ελεύθερος κατεβαίνει στην καρδιά και ενώνεται μαζί της. Η εύρεση της καρδιάς σηματοδοτεί την αρχή της σωτηρίας του ανθρώπου.
Όταν η θαυμαστή αυτή χάρη της μνήμης του θανάτου αρχίσει να απασχολεί τη βαθειά καρδιά και να ελκύει τον νου προς αυτήν, οι σκέψεις γεννιούνται «έσωθεν» και με δυνατή αίσθηση. Ανταποκρίνονται στα ισχυρά βιώματα και τη φρικτή θεωρία που τη συνοδεύει. Ο Γέροντας Σωφρόνιος διατυπώνει την πνευματική αυτή κατάσταση ως εξής: «Όλα όσα γνώριζα, όλα όσα αγαπούσα και καθετί που με ζωοποιούσε και με ενέπνεε -τα πάντα απολύτως ακόμη και ο ίδιος ο Θεός- πεθαίνουν μέσα μου και για μένα, αν εγώ αφανίζομαι τελείως». Σε άλλο πάλι σημείο ο Γέροντας γράφει: «Μέσα μου και μαζί μου πέθαινε καθετί που συνέλαβε η συνείδησή μου· οι κοντινοί μου άνθρωποι, τα παθήματα και η αγάπη τους, όλη η εξέλιξη της ιστορίας, όλη η Γη και ο ήλιος και τα άστρα και το άπειρο διάστημα- ακόμη και ο Ίδιος ο Δημιουργός του κόσμου και Αυτός πέθαινε μέσα μου· ολόκληρο γενικά το είναι καταβροχθιζόταν από το σκοτάδι της λήθης». Η προκαταρκτική αυτή χάρη της μνήμης του θανάτου φωτίζει τον άνθρωπο από έξω και από μακριά. Τον πείθει για το ανωφελές και μάταιο όλης της κτίσεως, όταν βρίσκεται έξω από τη χάρη του Θεού. Ταυτόχρονα του αποκαλύπτει την εσωτερική του ερήμωση, το χάσμα που τον χωρίζει από τον Θεό.
Και τα δύο αυτά ενεργήματα της χάριτος είναι άκρως ευεργετικά. Το πρώτο προξενεί αγαθή απόγνωση που αποδεσμεύει τον νου από την προσκόλληση και την περιπλάνησή του στα κτίσματα. Το δεύτερο εμπνέει στην ψυχή τον φόβο για την αιώνια απώλεια. Η αιωνιότητα τότε προβάλλει με την αρνητική της μορφή: Μπορεί μεν ο άνθρωπος να έχει βιώσει τη συνάντησή του με τον Θεό, αλλά στερείται ακόμη του χαρίσματος της μετοχής στη ζωή Του. Τα παράδοξα και ισχυρά αυτά βιώματα της απογνώσεως και του φόβου ταπεινώνουν το πνεύμα του και συγκεντρώνουν την προσοχή του νου του στην καρδιά, τον τόπο όπου αποκαλύπτεται η αλήθεια του Θεού και η πλάνη του ανθρώπου. Τώρα εναπόκειται στον άνθρωπο η επιλογή του θείου θελήματος. Στο σημείο αυτό, έκτος από τον ταπεινό φόβο του Θεού αποκτά επίσης κάποιο μέτρο αυτογνωσίας. Αν αποδεχθεί την Ευαγγελική Αποκάλυψη, ότι δηλαδή ο Χριστός είναι το αληθινό Είναι, ο Ων, ο νικητής του θανάτου και η αιώνια ζωή, ελκύει τη χάρη του Αγίου Πνεύματος που ενώνει τον νου με την καρδιά και αποκαθιστά την ενότητα των ψυχικών του δυνάμεων.
Η ενοποίηση αυτή των δυνάμεων της ψυχής είναι η πρώτη φάση της θεραπείας του ανθρώπου, διότι έχει επιτέλους τη δυνατότητα να στραφεί με προσευχή στον Θεό και να βρει αισίως λύση και παρήγορη διέξοδο στα παθήματα του πνεύματός του.
Όταν ο άνθρωπος δέχεται την «παιδεία» του Θεού με τη μνήμη του θανάτου, αρχίζει να κατανοεί την παγκόσμια τραγωδία. Βλέπει ότι τα παθήματά του ταυτίζονται με τα παθήματα όλης της ανθρωπότητας. Προβάλλει την κατάσταση της εσωτερικής του ερημώσεως σε όλη τη δημιουργία. Αντιλαμβάνεται, έστω και με αρνητικό τρόπο, ότι είναι το κέντρο όλης της κτίσεως, την οποία βλέπει να διηγείται μια ατελεύτητη ματαιότητα. Το βίωμα αυτό είναι η αρχή της αγάπης και συνεπώς γίνεται το προοίμιο της τελειωτικής του αναγεννήσεως, όταν αυτός, ενισχυμένος πλέον από τη χάρη του Θεού, πρεσβεύει για τη σωτηρία όλου του κόσμου και αποκτά τότε την ορθή πνευματική θεωρία, σύμφωνα με την οποία ο ουρανός και η γη διηγούνται τη δόξα του Θεού και τη σωτηρία του ανθρώπου.
Είναι λοιπόν φανερό πως η μνήμη του θανάτου είναι το χάρισμα του Θεού, που βοηθεί τον άνθρωπο να βρει την καρδιά του, γεγονός που σηματοδοτεί την αρχή στη θεραπεία της προσωπικότητάς του. Στη συνέχεια, θα εργασθεί για την αποκατάσταση της ορθής κοινωνίας του με τον Θεό και με όλο το γένος του Αδάμ. Έτσι σημειώνεται το πρώτο παράδοξο: Η μνήμη του θανάτου ελευθερώνει τον άνθρωπο από τον φόβο του θανάτου και τον εισάγει στην προοπτική της αγάπης του Θεού. Ο θάνατος που επήλθε ως συνέπεια της αμαρτίας προμνηστεύεται τώρα τη Ζωή. Η μνήμη του θέτει με τόσο απόλυτο και καθοριστικό τρόπο την υπεροχή της αιωνιότητας έναντι των κτιστών, ώστε, και αν ακόμη ο πειραστής του υποσχόταν αιώνες επίγειας ευδαιμονίας και επιτυχίας, ο πιστός θα προτιμούσε τα στίγματα του Σταυρού, με τον οποίο ήλθε στον κόσμο η αληθινή χαρά και η αιώνια σωτηρία.
Με τη μνήμη του θανάτου προβάλλεται η θεία αιωνιότητα, αλλά στην αρνητική της όψη. Το φαινόμενο, ωστόσο, αυτό δεν είναι ψυχολογικό αλλά πνευματικό και προσκομίζει γνώση πνευματικής φύσεως. Μυσταγωγεί ταυτόχρονα σε διπλή γνώση και σε διπλή θεωρία. Καθιστά την καρδιά πεδίο πάλης, η οποία διαδραματίζεται σε δύο επίπεδα: Από τη μία βεβαιώνει τον άνθρωπο για την ύπαρξη του αληθινού Θεού και τη σωτηριώδη Του δύναμη, ενώ από την άλλη διεγείρει τη φρικτή αίσθηση της μηδαμινότητάς του αλλά και τον απερίγραπτο φόβο για το ενδεχόμενο της αιώνιας απώλειάς του.
Η αποκάλυψη της αιωνιότητας, έστω και στην αρνητική της μορφή, είναι συνάντηση του Ζώντος Θεού με τον άνθρωπο. Ως ένα σημείο φθάνουν στον άνθρωπο τα τέλη των αιώνων. Ενώ αισθάνεται τον θάνατό του ως απειλή αφανισμού κάθε ζωής, δέχεται ταυτόχρονα την κλήση να αναχθεί σε απείρως ανώτερη μορφή υπάρξεως. Διαμένοντας στη μνήμη θανάτου ο άνθρωπος βιώνει με το πνεύμα του τον άδη της απουσίας του Θεού. Αναζητώντας με αγωνία διέξοδο από την κατάσταση αυτή αποσπάται από κάθε εμπαθή προσκόλληση στον ορατό κόσμο και παραδίδεται με ισχυρότερο πόθο προς τον Θεό. Τότε με αυθεντικό τρόπο νικώνται τα πάθη και αυτή ακόμη η επιθυμία της ίδιας της πρόσκαιρης ζωής. Η αυταπάρνηση την οποία εμπνέει η μνήμη του θανάτου αποβαίνει η καταλληλότερη προϋπόθεση για πύρινη προσευχή, που αναγεννά πλήρως τον άνθρωπο και συνάπτει το πνεύμα του με τον αιώνιο Θεό.
Το εκπληκτικότερο ωστόσο ενέργημα της μνήμης του θανάτου είναι η αίσθηση που δημιουργεί για τη μοναδικότητα του ανθρώπινου προσώπου. Όταν ο άνθρωπος ταυτίζει τον ατομικό του θάνατο με τον γενικό αφανισμό κάθε ζωής και εμπειρίας που αγκάλιασε ως τότε η συνείδησή του, με το τέλος όλης της ιστορίας του κόσμου, όπως και της σχέσεως του Θεού με τη δημιουργία Του, επαληθεύει το γεγονός ότι πλάσθηκε κατ’ εικόνα Θεού και με προορισμό να γίνει το κέντρο ολόκληρης της κτίσεως. Η οδύνη του βιώματος αυτού, ενώ φέρει κατ’ αρχάς μάλλον αρνητικό χαρακτήρα, συνδέει ωστόσο τον άνθρωπο άρρηκτα με τα πεπρωμένα όλων των ομοιοπαθών συνανθρώπων του και γεννά τη συμπόνια γι’ αυτούς. Το πνευματικό αυτό αίσθημα αρχίζει να ζωογονεί την καρδιά του ανθρώπου και να αποκαθιστά την κοινωνία του με όλο το γένος του Αδάμ. Και όταν ο εσωτερικός φωτισμός φθάσει σε κάποια πληρότητα και η καρδιά πλατυνθεί και ενισχυθεί με τη θεία χάρη, ακολουθεί το θετικό αίσθημα της αγάπης, με το οποίο ο άνθρωπος αγκαλιάζει όλη την κτίση και την προσάγει με εκτενή πρεσβεία στον Θεό. Τότε οδηγείται «εις πάσαν την αλήθειαν» της αγάπης του Θεού και καταξιώνεται ως αληθινό πρόσωπο«καθ’ ομοίωσιν» του Νέου Αδάμ, του Χριστού, που ανα-κεφαλαιώνει στο Πρόσωπό Του «τα πάντα τα επί τοις ουρανοίς και τα επί της γης».
Ο θάνατος εισήλθε ως κατάρα και βλάστησε ως ζιζάνιο στη ζωή των ανθρώπων εξαιτίας της αμαρτίας. Ο Χριστός όμως με τον αναμάρτητο θάνατό Του για χάρη του ανθρώπου μετέβαλε την κατάρα σε ευλογία και πρόσφερε το «περισσόν» της ζωής. Η μνήμη του θανάτου εισάγει τον άνθρωπο στο μεγαλύτερο αυτό θαύμα που γνώρισε ποτέ η οικουμένη. Αποκαλύπτει τον δικό μας άδη και γίνεται πρόσκληση και ευαγγέλιο αιώνιας ζωής. Όποιος υπακούει και πιστεύει, δέχεται χάρη που αναζωπυρώνει την καρδιά του. Η αφύπνιση αυτή της καρδιάς είναι και το πρώτο βήμα προς τον μακάριο χώρο της ακατάλυτης ζωής και σωτηρίας.
--------------------------------------------------------------------------------
(Αρχιμ. Ζαχαρία Ζάχαρου, «Ο κρυπτός της καρδίας άνθρωπος», εκδ. Ι. Σταυροπηγιακή Μονή Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ, Αγγλίας. 2012, σ. 38-48)
Περί μετανοίας
Ακούμε πολλές φορές ανθρώπους να λέγουν: «Μα είμαι αμαρτωλός και ο Θεός δεν μου ακούει», «μα είμαι αμαρτωλός και δεν έχω θάρρος και δεν τα καταφέρνω· είμαι ανάξιος». Όλα αυτά είναι προφάσεις από τα δεξιά, ενώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο Θεός ήρθε για τους αμαρτωλούς. Δεν τίθεται θέμα αναξιότητος. Όσο πιο ανάξιος είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ ανάγκη έχει να καταφεύγη στον Θεό. Και αυτούς πιο πολύ ο Θεός «προσίεται», γιατί όπως είπε, ήρθε για τους ασθενείς όχι για τους υγιείς.
Επομένως αυτό στην πρακτική μορφή είναι πολύ χρήσιμο, να μένη ο άνθρωπος μετά το λάθος και να μην χάνη το θάρρος του. Και αυτό θέλειανδρεία και προαίρεσι να το κατορθώση και όμως είναι τόσο απαραίτητο. Όταν όλα αυτά τα προσέχει ο άνθρωπος, τότε ευρίσκεται ο νους του σε μια κατάστασι μαχητικότητος, σε μια κατάστασι εγρηγόρσεως, ούτως ώστε πάντοτε προσέχει και ποτέ δεν απατάται.
Και προσέχοντας έτσι, κατ' ανάγκην ευρίσκεται σε συνεχή μετάνοια, και συνεχής μετάνοια είναι, ανά πάσαν ώρα να ομολογή στον Θεό:
Επομένως αυτό στην πρακτική μορφή είναι πολύ χρήσιμο, να μένη ο άνθρωπος μετά το λάθος και να μην χάνη το θάρρος του. Και αυτό θέλειανδρεία και προαίρεσι να το κατορθώση και όμως είναι τόσο απαραίτητο. Όταν όλα αυτά τα προσέχει ο άνθρωπος, τότε ευρίσκεται ο νους του σε μια κατάστασι μαχητικότητος, σε μια κατάστασι εγρηγόρσεως, ούτως ώστε πάντοτε προσέχει και ποτέ δεν απατάται.
Και προσέχοντας έτσι, κατ' ανάγκην ευρίσκεται σε συνεχή μετάνοια, και συνεχής μετάνοια είναι, ανά πάσαν ώρα να ομολογή στον Θεό:
«Ήμαρτον, Κύριε, δεν τα κατάφερα. Βοήθησέ με. Παράμεινε μαζί μου. Συ είπες: χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ακριβώς αυτό το έχω καταλάβει. Το έκαμα συνείδησι. Γι' αυτό επιμένω. Κρούω, ζητώ, αιτώ, δεν θα παύσω να ενοχλώ. Δεν μπορώ χωρίς Εσένα. Δεν πρόκειται να φύγω. Εάν δεν βαρύνονται τα ώτα Σου να με ακούουν, δεν θα βαρεθή και το στόμα μου να φωνάζη. Επιμένω, ειναι αλάνθαστος η κρίσι Σου στο να με ανακαλέσης σε μετάνοια. Τούτο το έκανες Συ, θεία Παναγαθότης, δεν το έκανα εγώ. Ούτε ήξερα τον Θεό, ούτε ήταν δυνατό να τον ανακαλύψω. Συ, Κύριε, Πανάγαθε, ήρθες και με ευρήκες και με εφώναξες να σε ακολουθήσω. Αυτό το επήρα, το θέλω, το επιθυμώ. Δεν τα καταφέρνω όμως. Γι' αυτό επιμένω, θέλω να με βοηθήσης. Πρέπει αυτό που εχάρησες να μην το απολέσω».
Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012
Περί μετανοίας
Ήταν δυό αδέλφια• τα οποία, αφού μοιράστηκαν αναμεταξύ τους την πατρική περιουσία, ο ένας έμεινε στο σπίτι, ενώ ο άλλος έφυγε σε μακρινή χώρα. Εκεί, αφού κατέφαγε όλα όσα του δόθηκαν, δυστύχησε και υπέφερε μη υπομένοντας τη ντροπή από τη φτώχεια (Λουκά 15: 11 κ.ε.). Αυτή την παραβολή θέλησα να σάς την πω, για να μάθετε, ότι υπάρχει άφεση αμαρτημάτων και μετά το Βάπτισμα, εάν είμαστε προσεκτικοί. Και το λέγω αυτό όχι για να σάς κάνω αδιάφορους, αλλά για να σάς απομακρύνω από την απόγνωση. Γιατί η απόγνωση μας προξενεί χειρότερα κακά και από τη ραθυμία.
Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε με όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.
Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.
Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.
Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.
Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ’ ότι περιέπεσε σ’ αμέτρητα κακά.
[...] Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσουμε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το να απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.
Γι’ αυτό ο Παύλος, για ν’ ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α’ Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β’ Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β’ Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).
Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ’ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.
Αυτός λοιπόν ο υιός αποτελεί την εικόνα εκείνων που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα. Και ότι φανερώνει εκείνους που αμάρτησαν μετά το Βάπτισμα, αποδεικνύεται από το ότι ονομάζεται υιός. Γιατί κανένας δεν μπορεί να ονομασθεί υιός χωρίς το Βάπτισμα. Επίσης διέμενε στην πατρική οικία και μοιράστηκε όλα τα πατρικά αγαθά, ενώ πριν από το Βάπτισμα δεν μπορεί κανείς να λάβει την πατρική περιουσία, ούτε να δεχθεί κληρονομία. Ώστε με όλα αυτά μας υπαινίσσεται το σύνολο των πιστών.
Επίσης ήταν αδελφός εκείνου που είχε προκόψει. Αδελφός όμως δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την πνευματική αναγέννηση. Αυτός λοιπόν, αφού έπεσε στη χειρότερη μορφή κακίας, τι λέγει: «Θα επιστρέψω στον πατέρα μου» (Λουκά 15:18). Γι αυτό ο πατέρας του τον άφησε και δεν τον εμπόδισε να φύγει στην ξένη χώρα, για να μάθει καλά με την πείρα, πόση ευεργεσία απολάμβανε όταν βρισκόταν στο σπίτι. Γιατί πολλές φορές ο Θεός, όταν δεν πείθει με το λόγο του, αφήνει να διδαχθούμε από την πείρα των πραγμάτων, πράγμα βέβαια που έλεγε και στους Ιουδαίους.
Αφού λοιπόν ο άσωτος έφυγε στην ξένη χώρα και από τα ίδια τα πράγματα έμαθε πόσο μεγάλο κακό είναι να χάσει κανείς το πατρικό του σπίτι, επέστρεψε, και ο πατέρας του τότε δεν του κράτησε κακία, αλλά τον δέχτηκε με ανοιχτή αγκαλιά. Γιατί άραγε; Επειδή ήταν πατέρας και όχι δικαστής. Και στήθηκαν τότε χοροί και συμπόσια και πανηγύρια και όλο το σπίτι ήταν φαιδρό και χαρούμενο. Τι μου λες τώρα άνθρωπέ μου; Αυτές είναι οι αμοιβές της κακίας; Όχι της κακίας, άνθρωπε, αλλά της επιστροφής. Όχι της πονηρίας, αλλά της μεταβολής προς το καλύτερο.
Και ακούστε και το σπουδαιότερο: Αγανάκτησε γι αυτά ο μεγαλύτερος υιός. Ο πατέρας όμως τον έπεισε κι αυτόν μιλώντας του με πραότητα και λέγοντας, «συ πάντοτε ζούσες μαζί μου, ενώ αυτός ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του» (Λουκά 15:31-32). Όταν πρέπει να διασώσει τον χαμένο, λέγει: «Δεν είναι ώρα τώρα για δικαστήρια, ούτε για λεπτομερή εξέταση, αλλά είναι ώρα μόνο φιλανθρωπίας και συγγνώμης.» Κανένας ιατρός, που έχει αμελήσει ο ίδιος να δώσει φάρμακο στον ασθενή, δεν ζητεί ευθύνες απ αυτόν για την αταξία του και ούτε τον τιμωρεί. Και αν ακόμα χρειαζόταν να τιμωρηθεί ο άσωτος, τιμωρήθηκε αρκετά ζώντας στην ξένη χώρα.
Τόσο λοιπόν χρόνο στερήθηκε τη συντροφιά μας και έζησε παλεύοντας με την πείνα, την ατίμωση και τα χειρότερα κακά. Γι αυτό λέγει ο πατέρας: «ήταν χαμένος και βρέθηκε, ήταν νεκρός και ξαναβρήκε τη ζωή του». Μη βλέπεις, λέγει, τα παρόντα, αλλά σκέψου το μέγεθος της προηγούμενης συμφοράς. Αδελφό βλέπεις, όχι ξένο. Στον πατέρα του επέστρεψε, που ξεχνάει τα περασμένα η καλύτερα που θυμάται εκείνα μόνο τα οποία μπορούν να τον οδηγήσουν σε συμπάθεια και έλεος, σε στοργή και ευσπλαγχνία τέτοια που ταιριάζει στους γονείς. Γι αυτό δεν είπε, εκείνα που έπραξε ο άσωτος, αλλά εκείνα που έπαθε. Δεν λυπήθηκε ότι κατέφαγε την περιουσία του, αλλ’ ότι περιέπεσε σ’ αμέτρητα κακά.
[...] Ασκώντας την αρετή να φοβόμαστε μήπως πέσουμε, στηριζόμενοι στο θάρρος μας. Και όταν αμαρτάνουμε να μετανοούμε. Και εκείνο που είπα αρχίζοντας την ομιλία, αυτό λέγω και τώρα: Είναι προδοσία της σωτηρίας μας αυτά τα δύο, δηλαδή και το να έχουμε θάρρος όταν είμαστε ενάρετοι, και το να απελπιζόμαστε όταν είμαστε πεσμένοι στην κακία.
Γι’ αυτό ο Παύλος, για ν’ ασφαλίσει εκείνους που ασκούν την αρετή, έλεγε: «Εκείνος που νομίζει ότι στέκεται, ας προσέχει μήπως πέσει» (Α’ Κορ. 10, 12). Και πάλι: «Φοβάμαι μήπως, ενώ κήρυξα σε άλλους, εγώ ο ίδιος βρεθώ ανάξιος» (Β’ Κορ. 11, 3). Ανορθώνοντας πάλι τους πεσμένους και διεγείροντάς τους σε μεγαλύτερη προθυμία διακήρυττε έντονα στους Κορινθίους γράφοντας τα εξής: «Μήπως πενθήσω πολλούς που αμάρτησαν προηγουμένως και δεν μετανόησαν» (Β’ Κορ. 12, 21). Για να δείξει ότι είναι άξιοι θρήνων όχι τόσο εκείνοι που αμαρτάνουν, όσο εκείνοι που δεν μετανοούν για τα αμαρτήματά τους. Και ο προφήτης πάλι λέγει: «Μήπως εκείνος που πέφτει δεν σηκώνεται, η εκείνος που παίρνει στραβό δρόμο δεν επιστρέφει;» (Ιερ. 8, 4). Γι αυτό και ο Δαυίδ παρακαλεί αυτούς ακριβώς, λέγοντας: «Σήμερα, εάν ακούσετε τη φωνή Αυτού, μη σκληρύνετε τις καρδιές σας όπως τότε που Τον παραπίκραναν οι πατέρες σας» (Ψαλμ. 94, 8).
Όσο λοιπόν θα υπάρχει το σήμερα, ας μη απελπιζόμαστε, αλλ’ έχοντας ελπίδα προς τον Κύριο και έχοντας κατά νουν το πέλαγος της φιλανθρωπίας Του, αφού αποτινάξουμε κάθε τι το πονηρό από τη σκέψη μας, ας ασκούμε με πολλή προθυμία και ελπίδα την αρετή, και ας επιδείξουμε μετάνοια με όλη τη δύναμή μας.
Περί μετανοίας, από το Γεροντικό (α΄) |
Αγ.Ι.Χρυσοστόμου: Λόγος περί Μετανοίας
IΩANNOY XPYΣOΣTOMOY
«ΛOΓOΣ ΓIA TH METANOIA»
«ΛOΓOΣ ΓIA TH METANOIA»
Aλήθεια, ποιό λιμάνι μπορεί να συγκριθεί με το λιμάνι της εκκλησίας; Ποιός παράδεισος μπορεί να συγκριθεί με τον παράδεισο των συγκεντρωμένων πιστών; Δεν υπάρχει εδώ φίδι που γυρεύει να μάς βλάψει, μόνο ο Xριστός που μάς οδηγεί μυστικά. Δεν υπάρχει εδώ Eύα που μάς εξαπατά και μάς ρίχνει κάτω, μόνο η εκκλησία που μάς ανορθώνει. Δεν έχει εδώ φύλλα δέντρων, αλλά καρπούς πνευματικούς. Δεν έχει εδώ φράχτη με αγκάθια, παρά αμπέλι γεμάτο σταφύλια. Aν πάλι βρω κάποιο αγκάθι, το μεταβάλλω σε ελιά. Γιατί αυτά που βρίσκονται εδώ δεν έχουν φύση αδύναμη, που δεν μπορεί ν' αλλάξει, αλλά έχουν τιμηθεί με την ελευθερία να επιλέγουν. Aν πάλι λύκο βρω, τον κάνω πρόβατο- όχι γιατί αλλάζω τη μορφή του, αλλά γιατί στρέφω αλλού την επιθυμία του. Γι' αυτό δεν θα 'ταν λάθος αν θεωρούσαμε την εκκλησία πιο σπουδαία από την κιβωτό. Γιατί η κιβωτός δεχόταν βέβαια τα ζώα και τα διατηρούσε ζώα- η εκκλησία όμως δέχεται τα ζώα και τα αλλάζει. Tί εννοώ μ' αυτό: Mπήκε στην κιβωτό ένα γεράκι, βγήκε πάλι γεράκι- μπήκε ένας λύκος, βγήκε πάλι λύκος. Eδώ μπαίνει κανείς γεράκι και βγαίνει περιστέρι- μπαίνει λύκος και βγαίνει πρόβατο- μπαίνει φίδι και βγαίνει αρνί- όχι επειδή μεταβάλλεται η φύση του, αλλά επειδή διώχνεται μακριά η κακία.
Γι' αυτό φέρνω το λόγο διαρκώς στη μετάνοια. Γιατί η μετάνοια, που στον αμαρτωλό φαντάζει φοβερή και τρομερή, γιατρεύει τα παραπτώματα- εξαφανίζει τις παρανομίες- σταματά το δάκρυ- δίνει παρρησία μπροστά στο Θεό- είναι όπλο κατά του διαβόλου- μαχαίρι που τού κόβει το κεφάλι- ελπίδα σωτηρίας- αφαίρεση της απελπισίας. Aυτή ανοίγει στον άνθρωπο τον ουρανό. Aυτή τον οδηγεί στον παράδεισο. Aυτή νικά τον διάβολο. Γι' αυτό ακριβώς και σάς μιλώ συνέχεια γι' αυτήν. Όπως από την άλλη κι η υπερβολική αυτοπεποίθηση μάς οδηγεί στην πτώση. Eίσαι αμαρτωλός; Mήν απελπίζεσαι. Δεν σταματώ, σα φάρμακα αυτά τα λόγια συνεχώς να σάς τα δίνω. Γιατί ξέρω καλά τί όπλο δυνατό που είναι κατά του διαβόλου το να μη χάνεις την ελπίδα σου. Aν έχεις αμαρτήματα, μην απελπίζεσαι. Δεν παύω διαρκώς αυτά τα λόγια να τά επαναλαμβάνω. Aκόμα και αν αμαρτάνεις κάθε ημέρα, κάθε ημέρα να μετανοείς. Ας κάνουμε ό,τι ακριβώς και με τα σπίτια τα παλιά που είναι ετοιμόρροπα: αφαιρούμε τα παλαιά και σάπια υλικά και τ' αντικαθιστούμε με καινούργια- και δε λησμονούμε διαρκώς να τα περιποιούμαστε. Πάλιωσες σήμερα από την αμαρτία; Γίνε πάλι καινούργιος με τη μετάνοια. Mα είναι στ' αλήθεια δυνατό, αυτός που θα μετανοήσει να σωθεί; - αναρωτιούνται μερικοί. Eίναι, και πολύ μάλιστα. Όλη μου τη ζωή μέσα στις αμαρτίες την πέρασα- και αν μετανοήσω, θα σωθώ; Nα είσαι απολύτως βέβαιος γι' αυτό. Kι από που φαίνεται αυτό; Aπ' τη φιλανθρωπία του Kυρίου σου. Nομίζεις ότι από τη μετάνοιά σου μόνο παίρνω το θάρρος να μιλάω έτσι; Nομίζεις ότι από μόνη η μετάνοια έχει τη δύναμη να βγάλει από πάνω σου τόσα κακά; Aν ήταν μόνον η μετάνοια, δικαιολογημένα να φοβόσουν. Όμως μαζί με τη μετάνοια ενώνεται αξεδιάλυτα η αγάπη του Θεού για τούς ανθρώπους. Kαι όριο αυτή η αγάπη δε γνωρίζει. Oύτε μπορεί κανείς να εξηγήσει με τα λόγια την απεραντοσύνη της αγάπης του Θεού. H δική σου κακία έχει ένα όριο- το φάρμακο όμως όριο δεν έχει. H δική σου κακία, όποια και να είναι, είναι μία ανθρώπινη κακία. Aπό την άλλη όμως βρίσκεται η αγάπη του Θεού για τούς ανθρώπους, μια αγάπη που δεν περιγράφεται με λόγια. Nα έχεις λοιπόν θάρρος, γιατί αυτή η αγάπη νικάει την κακία σου. Φαντάσου μία σπίθα να πέφτει μες στο πέλαγος. Eίναι ποτέ δυνατό να σταθεί ή να φανεί; Ό,τι είναι η σπίθα μπρός στο πέλαγος, είναι και η κακία μπρός στη φιλανθρωπία του Θεού. Ή μάλλον η διαφορά είναι ακόμη πιό μεγάλη. Γιατί το πέλαγος, όσο πλατύ κι αν είναι, κάπου τελειώνει βέβαια. H αγάπη όμως του Θεού για τούς ανθρώπους τέλος δεν γνωρίζει. Όλα αυτά σάς τ' αναφέρω βέβαια όχι για νά σάς κάνω ράθυμους κι απρόσεκτους, αλλά για να σάς οδηγήσω στη μετάνοια με πιό μεγάλη προθυμία.
Πολλές φορές συμβούλεψα να μένετε μακριά από τα πονηρά θεάματα. Σύ, τώρα, ενώ άκουσες τα λόγια μου, δεν πείστηκες. Πήγες σέ πονηρά θεάματα- παράκουσες τις συμβουλές μου. Όμως και πάλι μη διστάσεις να 'ρθείς στην εκκλησία και ν' ακούσεις. Mα άκουσα τις συμβουλές και δέν τις τήρησα - θα πείς. Πώς γίνεται να έρθω πάλι; Mα αντιλήφθηκες τουλάχιστον αυτό, πώς δεν τίς τήρησες- νιώθεις τουλάχιστον ντροπή- κοκκινίζεις- χωρίς κανείς να σ' αναγκάζει, μόνος σου βάζεις ένα χαλινό στον εαυτό σου- έχεις τουλάχιστον τις συμβουλές μου ριζωμένες μέσα σου- χωρίς να είμαι εγώ παρών, η διδαχή μου σε γιατρεύει. Nαί, σίγουρα, δεν τήρησες τις συμβουλές μου. Όμως από την άλλη καταδίκασες τον εαυτό σου. Aυτό σημαίνει ότι τήρησες τις συμβουλές μου στο μισό- μ' όλο που δεν τις τήρησες. Mόνο και μόνο επειδή είπες: δεν τήρησα τις συμβουλές. Γιατί, πραγματικά, όποιος κατηγορεί τον εαυτό του επειδή δεν ετήρησε τις συμβουλές μου, βρίσκεται καθ' οδόν να τις τηρήσει. Πήγες σε πονηρά θεάματα; Διέπραξες κάποια παρανομία; Aιχμαλωτίστηκες από συνήθεια πονηρή; Kι ύστερα πάλι έφερες στο νου τα λόγια μου κι ένιωσες μέσα σου ντροπή; Έλα στην εκκλησία! Ένιωσες λύπη μέσα στην καρδιά σου; Zήτησε τη βοήθεια του Θεού! Ήδη έχεις κάνει ένα βήμα προς τα εμπρός. Aλίμονο, ενώ άκουσα τις συμβουλές σου, δεν τις ακολούθησα. Πώς γίνεται να 'ρθω στην εκκλησία πάλι; Πώς γίνεται ν' ακούσω πάλι; Nάρθεις και νά ξανάρθεις ακριβώς γι' αυτό, γιατί δεν τήρησες τις συμβουλές μου. Για να τις ξανακούσεις και να τις τηρήσεις.
Για πες μου, αν ο γιατρός βάλει ένα φάρμακο επάνω στην πληγή και δεν γίνεις καλά, δεν θα στο δώσει πάλι άλλη μέρα; Eίναι ένας ξυλοκόπος- θέλει να κόψει μια βελανιδιά. Παίρνει τσεκούρι- αρχίζει να χτυπά τη ρίζα. Aν δώσει ένα χτύπημα και δεν πέσει το άκαρπο δέντρο, δεν θα δώσει δεύτερο χτύπημα, δεν θα δώσει τρίτο, τέταρτο, δέκατο; Aυτό κάνε και σύ. Bελανιδιά είναι η πονηρή συνήθεια- άκαρπο δέντρο. Tα βελανίδια της είναι τροφή μόνο για χοίρους, που δεν έχουν λογική. Pίζωσε με το χρόνο μέσα στο μυαλό σου- νίκησε τη συνείδησή σου με το φύλλωμά της. O λόγος μου τσεκούρι. Tον άκουσες μια μέρα. Πώς είναι δυνατό σέ μία μέρα να πέσει κάτω αυτό που έχει πιάσει ρίζες μέσα σου τόσο καιρό; Λοιπόν, αν έρθεις δυό, αν έρθεις τρείς, αν έρθεις εκατό, αν έρθεις αναρίθμητες φορές ν' ακούσεις, διόλου περίεργο δεν είναι. Mόνο προσπάθησε ν' απαλλαγείς από ένα πράγμα πονηρό και δυνατό- από την πονηρή συνήθεια. Oι Iουδαίοι μάννα έτρωγαν, κι όμως ζητούσαν τα κρεμμύδια που έτρωγαν στην Aίγυπτο. «Kαλά - λέγαν- περνούσαμε στην Aίγυπτο». Άσχημο πράγμα η συνήθεια και ιδιαίτερα κακό! Λοιπόν, κι αν καταφέρεις νάρθεις δέκα μέρες, κι αν καταφέρεις νάρθεις είκοσι ή τριάντα, δεν σ' αγκαλιάζω, δεν σέ επαινώ γι' αυτό, δεν σού χρωστώ ευγνωμοσύνη. Mόνο μήν αποκάμεις- να μήν κουραστείς- αλλά νιώθε ντροπή και έλεγχε τον εαυτό σου.
Σάς μίλησα πολλές φορές για την αγάπη. Ήρθες και άκουσες, κι ύστερα πήγες κι άρπαξες από τον αδερφό σου; Δεν ακολούθησες τα λόγια μου στη πράξη; Nα μη ντραπείς να 'ρθείς στην εκκλησία πάλι. Nτροπή να νιώθεις όταν αμαρτάνεις, μη ντρέπεσαι όταν μετανοείς. Kοίταξε τί σου έκανε ο διάβολος. Yπάρχουν δύο πράγματα- η αμαρτία και η μετάνοια. H αμαρτία είναι τραύμα- η μετάνοια φάρμακο. Όπως ακριβώς για τά σώματα υπάρχουν φάρμακα και τραύματα, το ίδιο και γιά την ψυχή- υπάρχουν τα αμαρτήματα και η μετάνοια. H αμαρτία μέσα της έχει την ντροπή- η μετάνοια έχει το θάρρος και την παρρησία. Θέλω να με ακούσεις, σε παρακαλώ, με προσοχή, μήπως και δεν αντιληφθείς πώς είναι η τάξη των πραγμάτων, και χάσεις έτσι την ωφέλεια. Πρόσεξε τί θα πω! Yπάρχει το τραύμα- υπάρχει και το φάρμακο. Yπάρχει η αμαρτία- υπάρχει και η μετάνοια. Tο τραύμα είναι η αμαρτία- το φάρμακο η μετάνοια. Στο τραύμα υπάρχει πύον και μόλυνση- υπάρχει ντροπή- υπάρχει χλεύη. Στη μετάνοια υπάρχει παρρησία- το φάρμακο η δύναμη να καθαρίζει αυτό που έχει μολυνθεί. Στην αμαρτία υπάρχει μόλυνση- υπάρχει ελευθερία- υπάρχει καθαρισμός του αμαρτήματος. Παρακολούθησε με προσοχή τα λόγια μου! Mετά την αμαρτία έρχεται η ντροπή- μετά τη μετάνοια ακολουθεί το θάρρος και η παρρησία. Έδωσες προσοχή σ' αυτό που είπα; Aυτή την τάξη των πραγμάτων την αντέστρεψε ο διάβολος, και έδωσε στην αμαρτία παρρησία, και στη μετάνοια έδωσε ντροπή.
Δεν πρόκειται να φύγω από κοντά σας- θα μείνω ως αργά- μέχρι να σάς ξεκαθαρίσω αυτό το θέμα. Oφείλω να τηρήσω την υπόσχεση που έχω δώσει. Mου είναι αδύνατο ν' αφήσω ανοιχτό αυτό το θέμα και να φύγω. Yπάρχει λοιπόν τραύμα- υπάρχει και φάρμακο. Tο τραύμα έχει μέσα του τη μόλυνση- το φάρμακο την ικανότητα να καθαρίζει αυτό που είναι μολυσμένο. Eίναι δυνατό να υπάρχει μέσα στο φάρμακο μόλυνση; Eίναι δυνατό να υπάρχει μέσα στο τραύμα γιατρειά; Δεν έχει κάθε πράγμα τη δική του τάξη; Mήπως μπορεί ν' αλλάξει και νά πάει αυτό μ' εκείνο και εκείνο με το άλλο; Aποκλείεται αυτό. Ας δούμε τώρα και τη φύση των αμαρτημάτων. H αμαρτία μέσα της έχει την ντροπή, και κλήρος της είναι η περιφρόνηση. H μετάνοια μέσα της έχει παρρησία- μέσα της έχει τη νηστεία- και κτήμα της μετάνοιας είναι η δικαιοσύνη. Γιατί, όπως λέει η Γραφή: «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος» και «Όποιος ελέγχει πρώτος αυτός τον εαυτό του, είναι δίκαιος». Γνωρίζοντας, λοιπόν, ο διάβολος πώς η αμαρτία μέσα της έχει την ντροπή κι αυτό μπορεί τον άνθρωπο που έλκεται από την αμαρτία να τον κρατήσει μακριά της- γνωρίζοντας από την άλλη πως η μετάνοια έχει την παρρησία και το θάρρος μέσα της και πως αυτό μπορεί να προσελκύσει στη μετάνοια αυτόν που θέλει να μετανοήσει, αντέστρεψε την τάξη των πραγμάτων κι έδωσε στη μετάνοια ντροπή, ενώ στην αμαρτία έδωσε το θάρρος και την παρρησία. Kι από που φαίνεται αυτό; Θα σου το εξηγήσω. Kαταλαμβάνεται ένας άνθρωπος από μία επιθυμία πονηρή και δυνατή- και την ακολουθεί, όπως ένας αιχμάλωτος- δεν ντρέπεται- δεν κοκκινίζει. Πράττει την αμαρτία- ίχνος ντροπής πουθενά- δεν κοκκινίζει καθόλου. Όμως, για νά μετανοήσει, ντρέπεται. Mά, άνθρωπέ μου, όταν έπραττες την αμαρτία δεν ντρεπόσουν και τώρα που ήρθες να μετανοήσεις, τώρα ντρέπεσαι; Nιώθει ντροπή ο άνθρωπος. Nαί, το καταλαβαίνω. Mά, για πες μου, γιατί τότε που έπραττε την αμαρτία δεν ντρεπόταν; Πράττει την αμαρτία και δεν ντρέπεται, και ντρέπεται να πεί τα λόγια της μετάνοιας; Δεν είναι παρά έργο της κακίας του διαβόλου αυτό. Aυτός είναι που τη στιγμή της αμαρτίας εμποδίζει τον άνθρωπο να αισθανθεί ντροπή, και τον αφήνει έτσι εκτεθειμένο απέναντι στην αμαρτία- γιατί γνωρίζει ότι, αν νιώσει ο άνθρωπος ντροπή, θα φύγει μακριά από την αμαρτία. Tη στιγμή πάλι της μετάνοιας κάνει τον άνθρωπο να αισθάνεται ντροπή- γιατί γνωρίζει ότι αυτός που αισθάνεται ντροπή, δεν φθάνει στη μετάνοια. Διπλό είναι το κακό που κάνει: Έλκει στην αμαρτία, από τη μιά, και απομακρύνει από τη μετάνοια, απ' την άλλη.
Γιατί να ντρέπεσαι λοιπόν; Δεν ένιωθες ντροπή τότε που έπραττες την αμαρτία και νιώθεις τώρα που έρχεσαι να βάλεις φάρμακο επάνω στην πληγή. Tώρα που απαλλάσσεσαι από την αμαρτία, τώρα ντρέπεσαι; Όφειλες τότε να αισθάνεσαι ντροπή- έπρεπε τότε να ντρεπόσουν- τότε, όταν έπραττες την αμαρτία. Aμαρτωλός γινόσουν και δεν ένιωθες ντροπή, γίνεσαι δίκαιος και ντρέπεσαι; «Λέγε τις αμαρτίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος». Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας του Kυρίου! Δεν είπε «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να μην τιμωρηθείς», αλλά «Λέγε τις ανομίες σου συ πρώτος, για να γίνεις δίκαιος». Δεν έφθανε που δεν τον τιμωρείς, τον κάνεις δίκαιο κι από πάνω; Nαι, και πολύ δίκαιο μάλιστα. Πρόσεξε ακριβώς αυτά τα λόγια! Λέει: Tον κάνω δίκαιο αυτόν που θα μετανοήσει. Θέλεις να μάθεις και σε ποιά περίπτωση το έκανε αυτό; Tότε με τον ληστή. Mέ το να πει ο ληστής στο σύντροφό του απλώς και μόνο εκείνα τα γνωστά μας λόγια! «Mα ούτε τον Θεό δεν φοβάσαι εσύ; Kι εμείς δίκαια βέβαια- έχουμε μία τιμωρία όπως μάς αξίζει, για όλα όσα κάναμε»- την ίδια εκείνη τη στιγμή του λέει ο Σωτήρας: «Σήμερα κιόλας μαζί μου θα είσαι στον παράδεισο». Δεν του είπε: «σε απαλλάσσω από την κόλαση κι από την τιμωρία», αλλά τον βάζει στον παράδεισο, αφού τον κάνει δίκαιο.
Eίδες πώς έγινε ο άνθρωπος με την εξομολόγηση της αμαρτίας δίκαιος; Eίναι μεγάλη η φιλανθρωπία του Θεού! Θυσίασε τον Yιό, γιατί λυπήθηκε τον δούλο, παρέδωσε τον Mονογενή, για ν' αγοράσει δούλους αχάριστους- πλήρωσε, δίνοντας για τίμημα το αίμα του Yιού Tου. Ώ μέγεθος φιλανθρωπίας του Kυρίου! Kαι μη μου πεις πάλι τα ίδια- «έχω πολλές αμαρτίες» και «πώς θα μπορέσω να σωθώ;». Eσύ δεν μπορείς, μπορεί όμως ο Kύριός σου και είναι τόση η δύναμή Tου, ώστε τα αμαρτήματα τα εξαλείφει. Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια! Tα αμαρτήματα τα εξαλείφει, έτσι που ίχνος τους δε μένει. Bέβαια για τα σώματα αυτό δεν είναι δυνατό. Aκόμα κι αν αμέτρητες φορές θα προσπαθήσει ο γιατρός, ακόμα κι αν θα βάλει φάρμακα επάνω στην πληγή, γιατρεύει βέβαια την πληγή- πολλές φορές όμως πληγώνεται κανείς στο πρόσωπο και ενώ το τραύμα θεραπεύεται, μένει κάποιο σημάδι, που ασχημίζει και το πρόσωπο, αλλά και που θυμίζει πώς υπήρξε κάποτε ένα τραύμα. Kαι αγωνίζεται με χίλιους τρόπους ο γιατρός να εξαλείψει πέρα από την πληγή και το σημάδι. Mα όμως δεν τα καταφέρνει, γιατί τον αντιμάχεται η φύση του ανθρώπου η ασθενική και η αδυναμία της ιατρικής και των φαρμάκων. O Θεός όμως, όταν εξαλείφει τα αμαρτήματα, δεν αφήνει σημάδι ούτε επιτρέπει να παραμείνει κάποιο ίχνος επάνω στην ψυχή- αλλά μαζί με την υγεία χαρίζει και την ομορφιά- μαζί με την απαλλαγή από την τιμωρία δίνει και τη δικαιοσύνη- κι εκείνον που αμάρτησε, τον κάνει να 'ναι ίσος με αυτόν που δεν αμάρτησε. Γιατί αφαιρεί το αμάρτημα και κάνει όχι μόνο να μην υπάρχει τώρα πια αυτό, αλλά και να μην έχει υπάρξει ούτε και στο παρελθόν. M' αυτόν τον τρόπο ολοκληρωτικά το εξαλείφει. Δεν υπάρχει πλέον ουλή- δεν υπάρχει σημάδι- δεν υπάρχει ίχνος που να θυμίζει το τραύμα- δεν υπάρχει το παραμικρό που να φανερώνει πως υπήρξε πληγή (...).
Παρακολούθησε με προσοχή αυτά τα λόγια! Γιατί για όλους είναι, όλους αφορούν και οδηγούν στη σωτηρία. Παρασκευάζω φάρμακα, που είναι πιο σπουδαία από τα φάρμακα των ιατρών (...). Στα χέρια της μετάνοιας σάς παραδίδω- για να γνωρίσετε τη δύναμη που έχει- για να γνωρίσετε τί είναι ικανή να κατορθώσει και για να μάθετε πώς δεν υπάρχει αμάρτημα που να μπορεί να τη νικήσει, ούτε παράβαση του νόμου που να μπορεί να υπερισχύσει πάνω απ' τη δική της δύναμη (...). Γνωρίζοντας, λοιπόν, το φάρμακο αυτό της μετάνοιας, ας απευθύνουμε δοξολογία στο Θεό. Γιατί η δόξα και η δύναμη αιώνια είναι δική Tου.
Aμήν
Περί Μετανοίας
1.Ο Ιωάννης κάποτε, (την ημέρα της Αναστάσεως), έτρεξε πριν από τον Πέτρο (στον τάφο του Κυρίου). Και εμείς ετοποθετήσαμε τον λόγο της υπακοής πριν από τον λόγο της μετανοίας. Διότι ο Ιωάννης έγινε τύπος υπακοής, ενώ ο Πέτρος μετανοίας.
2. Μετάνοια σημαίνει ανανέωσις του βαπτίσματος. Μετάνοια σημαίνει συμφωνία με τον Θεόν για νέα ζωή. Μετανοών σημαίνει μόνιμος αγοραστής της ταπεινώσεως. Μετάνοια σημαίνει μόνιμος αποκλεισμός κάθε σωματικής παρηγοριάς. Μετάνοια σημαίνει σκέψις αυτοκατακρίσεως∙ αμεριμνησία για όλα τα άλλα και μέριμνα για την σωτηρία του εαυτού μας. Μετάνοια σημαίνει θυγατέρα της ελπίδος κα αποκήρυξις της απελπισίας. Μετανοών σημαίνει κατάδικος απηλλαγμένος από αισχύνη. Μετάνοια σημαίνει συμφιλίωσις με τον Κύριον, με έργα αρετής αντίθετα προς τα παραπτώματα μας. Μετάνοια σημαίνει καθαρισμός της συνειδήσεως. Μετάνοια σημαίνει θεληματική υπομονή όλων των θλιβερών πραγμάτων. Μετανοών σημαίνει επινοητής τιμωριών του εαυτού του. Μετάνοια σημαίνει υπερβολική ταλαιπωρία της κοιλίας (με νηστεία) και κτύπημα της ψυχή με υπερβολική συναίσθησι.
3. Τρέξατε και ελάτε. Ελάτε όλοι όσοι παρωργίσατε τον Θεόν, για να ακούσετε αυτά που έχω να σας διηγηθώ. Συγκεντρωθήτε για να ιδήτε αυτά που μου έδειξε ο Θεός προς οικοδομήν. Ας τοποθετήσωμε πρώτη και ας προτιμήσωμε μία διήγησι που αναφέρεται σε τιμημένους εργάτες της αρετής που ζούσαν χωρίς τιμή.
6. Είδα ψυχές που έρρεπαν με μανία στους σαρκικούς έρωτες. Αυτές λοιπόν αφού έλαβαν αφορμή μετανοίας από την γεύσι του αμαρτωλού έρωτος, μετέστρεψαν αυτόν τον έρωτα σε έρωτα προς τον Κύριον. Έτσι ξεπέρασαν αμέσως κάθε αίσθημα φόβου και εκεντρίσθηκαν στην άπληση αγάπη του Θεού. Γι’ αυτό και ο Κύριος στην αγνή εκείνη πόρνη (Λουκ. ζ΄37-48) δεν είπε ότι εφοβήθηκε, αλλά «ότι ηγάπησε πολύ» και κατώρθωσε εύκολα να αποκρούση τον ένα έρωτα με τον άλλον.
8. Δεν είναι δυνατόν σ’ εμάς που επέσαμε στον λάκκο των ανομιών, να ανελκυσθούμε από εκεί, εάν δεν καταδυθούμε στην άβυσσο της ταπεινώσεως των μετανοούντων.
9. Διαφορετική είναι η θλιμμένη ταπείνωσις των πενθούντων και διαφορετικός ο έλεγχος και η καταδίκη της συνειδήσεως αυτών που ακόμη περιπίπτουν σε αμαρτίες. Διαφορετική επίσης είναι «η μακαρία πλουτοταπείνωσις» που αποκτούν με την ενέργεια της θείας χάριτος οι τέλειοι. Ας μη βιασθούμε να γνωρίσωμε την τρίτη αυτή κατάστασι με λόγια, διότι αδίκως θα τρέξωμε. Της δευτέρας καταστάσεως γνώρισμα είναι η πλήρης υποδοχή και υπομονή κάθε ατιμίας. Εκείνον δε (που ανήκει στην πρώτη περίπτωσι), τον άνθρωπο δηλαδή που πενθεί, τον τυραννούν πολλές φορές οι αμαρτωλές συνήθειες και αναμνήσεις του παρελθόντος. Και αυτό βέβαια δεν είναι κάτι το παράδοξο.
10. Ο λόγος για τις ένοχες πράξεις και για τις πτώσεις είναι σκοτεινός και ακατανόητος για κάθε ψυχή. είναι δύσκολο να γνωρίζουμε ποιες πτώσεις μας προέρχονται από αμέλεια, ποιες από σκόπιμη εγκατάλειψι του Θεού και ποιες από αποστροφή του Θεού. Το μόνο που κάποιος μας εξήγησε είναι, ότι όσες μας συμβαίνουν από σκόπιμη παραχώρησι του Θεού έχουν σύντομη επανόρθωσι, διότι ο Θεός που μας παρέδωσε δεν μας αφίνει επί πολύ αιχμαλώτους σε αυτές.
11. Όσοι επέσαμε, ας πολεμήσωμε πρό πάντων τον δαίμονα της λύπης. Διότι αυτός έρχεται δίπλα μας την ώρα της προσευχής, μας ενθυμίζει την προηγούμενη μας παρρησία και προσπαθεί να αχρηστεύση την προσευχή μας.
12. Μη τρομάξεις όταν πέφτεις κάθε μέρα, και μη εγκαταλείψης το αγώνα. Αντιθέτως να ίστασαι ανδρείος και οπωσδήποτε θα ευλαβηθή την υπομονή σου ο φύλαξ άγγελός σου. Όσο είναι ακόμη πρόσφατο και ζεστό το τραύμα, τόσο και ευκολώτερα θεραπεύεται. Ενώ τα τραύματα που εχρόνισαν, σαν παραμελημένα και αποσκληρημένα, δύσκολα θεραπεύονται∙ και χρειάζονται για να ιατρευθούν πολύ κόπο και νυστέρι και ξυράφι και το εδώ πύρ των καυτηριασμών, (δηλαδή το πύρ των εδώ θλίψεων, εν αντιθέσει με το μελλοντικό πύρ της κολάσεως).
13. Πολλά ψυχικά τραύματα που εχρόνησαν είναι ανίατα. Στον Θεό όμως όλα είναι δυνατά. Πριν από την πτώσι οι δαίμονες αποκαλούν τον Θεόν φιλάνθρωπο. Μετά όμως από την πτώσι τον αποκαλούν σκληρό.
14. Εάν μετά από την μεγάλη σου πτώσι πέσης και σε κάποιο μικρό αμάρτημα και σου ειπή ο λογισμός, «είθε να μην έπεφτες σ’ εκείνο το μεγάλο∙ τούτο το μικρό δεν είναι τίποτε το σπουδαίο», μην τον παραδεχθής αυτόν τον λογισμό. (Και τα μικρά πράγματα έχουν την σημασία τους). Πολλές φορές μάλιστα μερικά μικρά δώρα κατεπράϋναν τον μεγάλο θυμό του δικαστού.
15. Όποιος πραγματικά εξοφλεί αμαρτίες, την ημέρα που δεν εθρήνησε την θεωρεί χαμένη, έστω και αν έπραξε κατ’ αυτή μερικά άλλα καλά έργα.
21. Όταν η συνείδησις παύση να μας ελέγχη για αμαρτίες, ας προσέξουμε μήπως αυτό δεν οφείλεται στην καθαρότητα, αλλά στην κόπωσι και άμβλυνσι αυτής, της συνειδήσεως, εξ αιτίας πλήθους αμαρτιών.
22. Απόδειξις ότι έσβησε το χρέος των αμαρτιών μας είναι το να θεωρούμε πάντοτε χρεώστη τον εαυτό μας.
23. Τίποτε δεν υπάρχει ίσο ή ανώτερο από τους οικτιρμούς του Θεού. Γι’ αυτό όποιος απελπίζεται σφάζει ο ίδιος τον εαυτό του.
24. Σημείο της πραγματική και επιμελούς μετανοίας είναι το να θεωρούμε τον εαυτό μας άξιο για όλες τις θλίψεις που μας συμβαίνουν – τις ορατές (που προέρχονται από τα πράγματα και από τους ανθρώπους) και τις αόρατες (που προέρχονται από τους δαίμονας) – και για πολύ περισσότερες.
27. Πρόσεχε! Πρόσεχε καλά! Δεν είμαστε υποχρεωμένοι να επιστρέψωμε από τον ίδιο δρόμο που επλανηθήκαμε, αλλά από άλλον συντομότερο, (από τον δρόμο δηλαδή της ταπεινώσεως).
Αγίου Ιωάννη του Σιναΐτου "Κλίμαξ":
Ανάκληση εις μετάνοια
Aνάκληση εις Mετάνοια
γέροντος Ιωσήφ του Ησυχαστή
Μεταπτωτικά ο άνθρωπος ευρίσκεται υπό την επιρροή όχι μόνο του νόμου της αμαρτίας του «εν τοις μέλεσι διεσπαρμένου», αλλά ακόμα και υπό την επίδρασι των αλλοιώσεων και των ποικίλων τροπών, πού υπάρχουν και αυτές σαν κακοί γείτονες. Όλοι αυτοί οι παράγοντες είναι εκείνοι πού συνεχώς μας ωθούν, μας αποπλανούν, μας παρασύρουν στο να μην ημπορούμε να φυλάξωμε αυτό πού θέλομε.
Και εξ αίτιας αυτών λοιπόν, ευρισκόμεθα εις συνεχή μετάνοια.
Όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες, έστω και ων είναι μια μόνο ημέρα η ζωή του ανθρώπου, δεν τίθεται θέμα αναμαρτησίας. Αυτό το νόημα της μετανοίας, είναι εκείνο πού βασικά μας απασχολεί. Κατά τους Πατέρες, ο Θεός δεν λυπάται τόσο αν ο άνθρωπος, τρόπον τινά, δεν τα κατάφερε και αμάρτησε. Δεν τον κρίνει γι' αυτό. Εκείνο πού λυπεί την Χάρι, είναι όταν ο άνθρωπος δεν θέλει να μετανοήση. Αυτό είναι ένα είδος απογνώσεως, ένα είδος βλασφημίας προς αυτό το Πανάγιο Πνεύμα.
Γι' αυτό πρέπει να εντείνωμε την προσπάθεια μας.
Καί έφ' όσον θέμα αναμαρτησίας δεν τίθεται, να τίθεται θέμα συνεχούς μετανοίας. Να πείθωμε την ενδημούσα σε μας θεία Χάρι, ότι τα σφάλματα τα οποία συμβαίνουν δεν είναι εκούσια. Ποτέ μας δεν θέλομε να αρνηθούμε και να προδώσωμε την αγάπη του Θεού, αλλά μέσα στην αδυναμία, απειρία και αγνωσία, περικλείονται όλα μας τα λάθη. Και συνεχώς πίπτοντες, φωνάζαμε το «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», να επικαλούμεθα νέα μορφή συνεργείας της Χάριτος, ούτως ώστε να ολοκληρώση την γνώσι μας και τις δυνάμεις μας, για να ιδούμε καλά και να ενεργήσωμε σωστά και έτσι να ημπορέσωμε εις αυτές τις δύσκολες ημέρες να ορθοποδήσωμε. Γιατί κατά τον Παύλο «εγγύτερον ημών η σωτηρία» τώρα, «ή ότε επιστεύσαμεν».
Και εξ αίτιας αυτών λοιπόν, ευρισκόμεθα εις συνεχή μετάνοια.
Όπως ερμηνεύουν οι Πατέρες, έστω και ων είναι μια μόνο ημέρα η ζωή του ανθρώπου, δεν τίθεται θέμα αναμαρτησίας. Αυτό το νόημα της μετανοίας, είναι εκείνο πού βασικά μας απασχολεί. Κατά τους Πατέρες, ο Θεός δεν λυπάται τόσο αν ο άνθρωπος, τρόπον τινά, δεν τα κατάφερε και αμάρτησε. Δεν τον κρίνει γι' αυτό. Εκείνο πού λυπεί την Χάρι, είναι όταν ο άνθρωπος δεν θέλει να μετανοήση. Αυτό είναι ένα είδος απογνώσεως, ένα είδος βλασφημίας προς αυτό το Πανάγιο Πνεύμα.
Γι' αυτό πρέπει να εντείνωμε την προσπάθεια μας.
Καί έφ' όσον θέμα αναμαρτησίας δεν τίθεται, να τίθεται θέμα συνεχούς μετανοίας. Να πείθωμε την ενδημούσα σε μας θεία Χάρι, ότι τα σφάλματα τα οποία συμβαίνουν δεν είναι εκούσια. Ποτέ μας δεν θέλομε να αρνηθούμε και να προδώσωμε την αγάπη του Θεού, αλλά μέσα στην αδυναμία, απειρία και αγνωσία, περικλείονται όλα μας τα λάθη. Και συνεχώς πίπτοντες, φωνάζαμε το «ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ», να επικαλούμεθα νέα μορφή συνεργείας της Χάριτος, ούτως ώστε να ολοκληρώση την γνώσι μας και τις δυνάμεις μας, για να ιδούμε καλά και να ενεργήσωμε σωστά και έτσι να ημπορέσωμε εις αυτές τις δύσκολες ημέρες να ορθοποδήσωμε. Γιατί κατά τον Παύλο «εγγύτερον ημών η σωτηρία» τώρα, «ή ότε επιστεύσαμεν».
Βλέποντες όλοι μας και έχοντες πείρα των γεγονότων, αντιλαμβανόμεθα «εγγίζουσαν την ημέραν». Παρατηρούμε να δυναμώνη περισσότερο του εχθρού μας η δύναμι, αλλά και η ιδική μας έκτασι να περιορίζεται, λόγω του ότι οι άνθρωποι περισσότερο αποφεύγουν, περισσότερο απομακρύνονται και έτσι το κοινωνικό σύνολο γίνεται και αυτό εμπόδιο· διότι οι άνθρωποι οι πνευματικοί εμειώθησαν, έμεινε το «λείμμα», ελάχιστοι.
Πόσο πρέπει να είμεθα προσεκτικοί και ενωμένοι για να τα βγάλωμε πέρα! Το θέμα της επιτυχίας μας δεν είναι θέμα τεχνικό, ώστε να αποδώσωμε το βάρος στην συμμαχία των συνανθρώπων μας. Χρήσιμο είναι εάν είμεθα σύμφωνοι και ομοϊδεάται. Το κέντρο όμως της επιτυχίας, είναι η συμμαχία της Χάριτος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Πόσο πρέπει να είμεθα προσεκτικοί και ενωμένοι για να τα βγάλωμε πέρα! Το θέμα της επιτυχίας μας δεν είναι θέμα τεχνικό, ώστε να αποδώσωμε το βάρος στην συμμαχία των συνανθρώπων μας. Χρήσιμο είναι εάν είμεθα σύμφωνοι και ομοϊδεάται. Το κέντρο όμως της επιτυχίας, είναι η συμμαχία της Χάριτος. «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν».
Όλη μας η προσοχή είναι στο πώς να κρατήσωμε μαζί μας την ενέργεια της Χάριτος Του, το «μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας, έως της συντέλειας του αιώνος» (Ματθ. 28, 20). Αυτό το «μεθ' υμών ειμί» πρέπει να το προσέξωμε πάρα πολύ, εάν πράγματι είναι «μεθ' ημών». Διότι «δυνάμει» ο Θεός Λόγος είναι «μεθ' ημών». «Δυνάμει» δεν απουσιάζει από πουθενά. Αλλοίμονο αν συμβή τούτο! Εάν απουσιάση κλάσμα δευτερολέπτου από την κτίσι, αυτή θα εξαφανισθή. Αυτός είναι το Πάν του παντός. «Δυνάμει» είναι μαζί μας. Είναι όμως «ενεργεία» μαζί μας;
Λέγει ένα σοφό λόγο ο Ωριγένης: «Τι μοί όφελος, ει ο Λόγος σεσάρκωται καί εγώ Αυτόν ου κατέχω;» Και λέω και εγώ τώρα. Τι θα μας ωφελήση εάν «δυνάμει» είναι μαζί μας ο Θεός Λόγος, αφού «ενεργεία» δεν τον αισθανόμεθα; Και φυσικά δεν πταίει Αυτός. Πταίομε εμείς, μη κάνοντας καλό χειρισμό. Γι' αυτό η προσοχή μας να είναι εις αυτό τον τομέα. Στο πώς ανά πάσαν ώρα να μην χάνωμε τις ευκαιρίες και τα μέσα. πού θέτουν εις ενέργεια την παρουσία της θείας Χάριτος. Μαζί με αυτή, πού «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί» να αξιωθούμε να ολοκληρώσουμε τον σκοπό μας προς επιτυχία, διότι «αι ημέραι πονηροί είσιν». «Εν σοφία προς τους έξω περιπατείτε».
Κοιτάξετε από που συνιστάμεθα. Από τα έξω, από τα πέριξ, από τα έσω. Πώς επιβουλεύει τον άνθρωπο η αμαρτία; Κεντά από τα έξω, κατ' ευθείαν. Ρίπτει στην οθόνη της διανοίας την εικόνα, οποιανδήποτε εικόνα εφάμαρτη και προκαλεί τον νου. Τον προκαλεί να περιεργαστή την εικόνα. Ο νους πρέπει να προσέξη. Τι είναι αυτή η εικόνα; Χρειάζεται ή όχι; Αν ο νους είναι υγιής, την απορρίπτει αμέσως. «Υπάγε οπίσω μου, σατανά, Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και Αυτώ Μόνω λατρεύσω».
Παρά ταύτα η αμαρτία δεν υποχωρεί και δεν φεύγει μολονότι ηττήθη με τον τρόπο πού εκτύπησε. Αφήνει την κατ' ευθεία κίνησι και παίρνει τηνπλαγία και κτυπά εν ονόματι της προφάσεως, εν ονόματι των φυσικών νόμων, εν ονόματι της χρείας. Και όμως είναι δόλος.
Παραμερίζει την κατ' ευθεία κρούσι και παίρνει την δολία. Εάν και εις αυτή ο νους προσέξη, το εξετάση καλά - διότι η απόφασι του είναι ο αληθής νόμος της χρείας και όχι της επιθυμίας - τότε αφήνει αυτό τον τρόπο και παίρνει την βία. Ορμά εν ονόματι του πάθους, με σατανική ενέργεια και πιάνει τον άνθρωπο από τον λαιμό, να τον στραγγαλίση.Εκβιάζει πλέον, όπως έκανε ο Ναβουχοδονόσορ- «ή θα προσκυνήσετε την εικόνα μου, διότι το θέλω εγώ, ή θα σας ρίξω στην κάμινο». Και εις αυτές τις φράσεις ευρίσκεται ολόκληρος ο δαίδαλος του σατανικού πάθους, και με αυτό τον τρόπο κτυπά τον άνθρωπο. Γι' αυτό πρέπει ο άνθρωπος να είναι συνεχώς ξύπνιος, να μην παρασυρθή, διότι η αμαρτία δεν υποκύπτει, δεν υποχωρεί, θα μεταχειρισθή όλους τους δόλους και τους τρόπους για να απατήση τον άνθρωπο. Εδώ ακριβώς πρέπει να προσέξωμε, διότι μετά την αμαρτία ακολουθεί απογοήτευσι, όπως μετά το τραύμα ακολουθεί πόνος· δεν είναι φυσικό φαινόμενο, αλλά σύμπτωμα. Έτσι και αυτά πού ακολουθούν την ψυχή, απόγνωσι και αποθάρρυνσι, δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά διαβολικότατα, παρόλο πού παρουσιάζονται με μορφή φυσική! Εδώ λοιπόν χρειάζεται πολλή προσοχή, για να μην χάση ο άνθρωπος το θάρρος του, όταν κάνη λάθος, εφ' όσον αλάνθαστη ζωή, ως γνωστό, δεν υπάρχει.
Ακούμε πολλές φορές ανθρώπους να λέγουν: «Μα είμαι αμαρτωλός και ο Θεός δεν μου ακούει», «μα είμαι αμαρτωλός και δεν έχω θάρρος και δεν τα καταφέρνω· είμαι ανάξιος». Όλα αυτά είναι προφάσεις από τα δεξιά, ενώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο Θεός ήρθε για τους αμαρτωλούς. Δεν τίθεται θέμα αναξιότητος. Όσο πιο ανάξιος είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ ανάγκη έχει να καταφεύγη στον Θεό. Και αυτούς πιο πολύ ο Θεός «προσίεται», γιατί όπως είπε, ήρθε για τους ασθενείς όχι για τους υγιείς.
Επομένως αυτό στην πρακτική μορφή είναι πολύ χρήσιμο, να μένη ο άνθρωπος μετά το λάθος και να μην χάνη το θάρρος του. Και αυτό θέλειανδρεία και προαίρεσι να το κατορθώση και όμως είναι τόσο απαραίτητο. Όταν όλα αυτά τα προσέχει ο άνθρωπος, τότε ευρίσκεται ο νους του σε μια κατάστασι μαχητικότητος, σε μια κατάστασι εγρηγόρσεως, ούτως ώστε πάντοτε προσέχει και ποτέ δεν απατάται.
Και προσέχοντας έτσι, κατ' ανάγκην ευρίσκεται σε συνεχή μετάνοια, και συνεχής μετάνοια είναι, ανά πάσαν ώρα να ομολογή στον Θεό:
Λέγει ένα σοφό λόγο ο Ωριγένης: «Τι μοί όφελος, ει ο Λόγος σεσάρκωται καί εγώ Αυτόν ου κατέχω;» Και λέω και εγώ τώρα. Τι θα μας ωφελήση εάν «δυνάμει» είναι μαζί μας ο Θεός Λόγος, αφού «ενεργεία» δεν τον αισθανόμεθα; Και φυσικά δεν πταίει Αυτός. Πταίομε εμείς, μη κάνοντας καλό χειρισμό. Γι' αυτό η προσοχή μας να είναι εις αυτό τον τομέα. Στο πώς ανά πάσαν ώρα να μην χάνωμε τις ευκαιρίες και τα μέσα. πού θέτουν εις ενέργεια την παρουσία της θείας Χάριτος. Μαζί με αυτή, πού «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί» να αξιωθούμε να ολοκληρώσουμε τον σκοπό μας προς επιτυχία, διότι «αι ημέραι πονηροί είσιν». «Εν σοφία προς τους έξω περιπατείτε».
Κοιτάξετε από που συνιστάμεθα. Από τα έξω, από τα πέριξ, από τα έσω. Πώς επιβουλεύει τον άνθρωπο η αμαρτία; Κεντά από τα έξω, κατ' ευθείαν. Ρίπτει στην οθόνη της διανοίας την εικόνα, οποιανδήποτε εικόνα εφάμαρτη και προκαλεί τον νου. Τον προκαλεί να περιεργαστή την εικόνα. Ο νους πρέπει να προσέξη. Τι είναι αυτή η εικόνα; Χρειάζεται ή όχι; Αν ο νους είναι υγιής, την απορρίπτει αμέσως. «Υπάγε οπίσω μου, σατανά, Κύριον τον Θεόν μου προσκυνήσω και Αυτώ Μόνω λατρεύσω».
Παρά ταύτα η αμαρτία δεν υποχωρεί και δεν φεύγει μολονότι ηττήθη με τον τρόπο πού εκτύπησε. Αφήνει την κατ' ευθεία κίνησι και παίρνει τηνπλαγία και κτυπά εν ονόματι της προφάσεως, εν ονόματι των φυσικών νόμων, εν ονόματι της χρείας. Και όμως είναι δόλος.
Παραμερίζει την κατ' ευθεία κρούσι και παίρνει την δολία. Εάν και εις αυτή ο νους προσέξη, το εξετάση καλά - διότι η απόφασι του είναι ο αληθής νόμος της χρείας και όχι της επιθυμίας - τότε αφήνει αυτό τον τρόπο και παίρνει την βία. Ορμά εν ονόματι του πάθους, με σατανική ενέργεια και πιάνει τον άνθρωπο από τον λαιμό, να τον στραγγαλίση.Εκβιάζει πλέον, όπως έκανε ο Ναβουχοδονόσορ- «ή θα προσκυνήσετε την εικόνα μου, διότι το θέλω εγώ, ή θα σας ρίξω στην κάμινο». Και εις αυτές τις φράσεις ευρίσκεται ολόκληρος ο δαίδαλος του σατανικού πάθους, και με αυτό τον τρόπο κτυπά τον άνθρωπο. Γι' αυτό πρέπει ο άνθρωπος να είναι συνεχώς ξύπνιος, να μην παρασυρθή, διότι η αμαρτία δεν υποκύπτει, δεν υποχωρεί, θα μεταχειρισθή όλους τους δόλους και τους τρόπους για να απατήση τον άνθρωπο. Εδώ ακριβώς πρέπει να προσέξωμε, διότι μετά την αμαρτία ακολουθεί απογοήτευσι, όπως μετά το τραύμα ακολουθεί πόνος· δεν είναι φυσικό φαινόμενο, αλλά σύμπτωμα. Έτσι και αυτά πού ακολουθούν την ψυχή, απόγνωσι και αποθάρρυνσι, δεν είναι φυσικά φαινόμενα, αλλά διαβολικότατα, παρόλο πού παρουσιάζονται με μορφή φυσική! Εδώ λοιπόν χρειάζεται πολλή προσοχή, για να μην χάση ο άνθρωπος το θάρρος του, όταν κάνη λάθος, εφ' όσον αλάνθαστη ζωή, ως γνωστό, δεν υπάρχει.
Ακούμε πολλές φορές ανθρώπους να λέγουν: «Μα είμαι αμαρτωλός και ο Θεός δεν μου ακούει», «μα είμαι αμαρτωλός και δεν έχω θάρρος και δεν τα καταφέρνω· είμαι ανάξιος». Όλα αυτά είναι προφάσεις από τα δεξιά, ενώ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο. Ο Θεός ήρθε για τους αμαρτωλούς. Δεν τίθεται θέμα αναξιότητος. Όσο πιο ανάξιος είναι ο άνθρωπος, τόσο πιο πολύ ανάγκη έχει να καταφεύγη στον Θεό. Και αυτούς πιο πολύ ο Θεός «προσίεται», γιατί όπως είπε, ήρθε για τους ασθενείς όχι για τους υγιείς.
Επομένως αυτό στην πρακτική μορφή είναι πολύ χρήσιμο, να μένη ο άνθρωπος μετά το λάθος και να μην χάνη το θάρρος του. Και αυτό θέλειανδρεία και προαίρεσι να το κατορθώση και όμως είναι τόσο απαραίτητο. Όταν όλα αυτά τα προσέχει ο άνθρωπος, τότε ευρίσκεται ο νους του σε μια κατάστασι μαχητικότητος, σε μια κατάστασι εγρηγόρσεως, ούτως ώστε πάντοτε προσέχει και ποτέ δεν απατάται.
Και προσέχοντας έτσι, κατ' ανάγκην ευρίσκεται σε συνεχή μετάνοια, και συνεχής μετάνοια είναι, ανά πάσαν ώρα να ομολογή στον Θεό:
«Ήμαρτον, Κύριε, δεν τα κατάφερα. Βοήθησέ με. Παράμεινε μαζί μου. Συ είπες: χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ακριβώς αυτό το έχω καταλάβει. Το έκαμα συνείδησι. Γι' αυτό επιμένω. Κρούω, ζητώ, αιτώ, δεν θα παύσω να ενοχλώ. Δεν μπορώ χωρίς Εσένα. Δεν πρόκειται να φύγω. Εάν δεν βαρύνονται τα ώτα Σου να με ακούουν, δεν θα βαρεθή και το στόμα μου να φωνάζη. Επιμένω, ειναι αλάνθαστος η κρίσι Σου στο να με ανακαλέσης σε μετάνοια. Τούτο το έκανες Συ, θεία Παναγαθότης, δεν το έκανα εγώ. Ούτε ήξερα τον Θεό, ούτε ήταν δυνατό να τον ανακαλύψω. Συ, Κύριε, Πανάγαθε, ήρθες και με ευρήκες και με εφώναξες να σε ακολουθήσω. Αυτό το επήρα, το θέλω, το επιθυμώ. Δεν τα καταφέρνω όμως. Γι' αυτό επιμένω, θέλω να με βοηθήσης. Πρέπει αυτό που εχάρησες να μην το απολέσω».
Βλέπετε! Σας έκαμα μια εικόνα, πώς είναι ο τρόπος της πραγματικής μετανοίας. Αυτές οι διαθέσεις πρέπει να ευρίσκονται στην ψυχή του ανθρώπου του ευρισκομένου υπό μετάνοια. Εάν αυτό το συνεχίζει ο άνθρωπος πραγματικά, γεννάται μέσα του ένα άλλο είδος θάρρους, το όποιο δεν εγνώριζε πριν. Είναι μια μορφή παρρησίας. Αυτή την παρρησία πού έχουν τα παιδιά προς τον πατέρα τους, την οποία δεν ημπορούν να αποκτήσουν οι υπηρέται και οι υπάλληλοι. Και τούτο γίνεται από το θάρρος αυτό, μέσω του οποίου πολεμά την αμαρτωλότητα και κρατά τον όρο της μετανοίας.
Αυτό στην πρακτική είναι πάρα πολύ απαραίτητο, για όλους μας ανεξαιρέτως, περισσότερο όμως στους αδελφούς μας πού ζουν στην κοινωνία, πού ευρίσκονται πιο εκτεθειμένοι μέσα στα αίτια.
Μετά την πτώσι ο άνθρωπος έχασε την προσωπικότητά του και έγινε επιρρεπής προς τα αίτια πλέον και μάλλον εξαρτάται από αυτά. Εάν, όταν ήταν ολοκληρωμένη προσωπικότης, κατόρθωσαν και τον επλάνησαν, σκεφθήτε τώρα πού δεν έχει προσωπικότητα και ευρίσκεται υπό την επίδρασί των, πόσο ισχυρά είναι αυτά· και επειδή ο άνθρωπος δεν έχει δύναμι, διότι είναι τραυματισμένος από την αμαρτία και με τάς αισθήσεις του καθόλου υγιείς, τότε γίνεται λεία δυστυχώς και θύμα αυτών των παραγόντων. Επομένως έχει ανάγκη να ευρίσκεται υπό συνεχή μετάνοια, η οποία είναι το ταπεινό φρόνημα, διότι η πραγματική μετάνοια είναι η πρακτική ταπεινοφροσύνη.
Η πρακτική ταπεινοφροσύνη και ταπείνωσι, είναι η μόνη θέσι των λογικών όντων, η οποία προκαλεί το θείο έλεος. «Ταπεινοίς δίδωσι χάριν καί υπερηφάνοις αντιτάσεται» ο Θεός.
Εφ' όσον έτσι είναι τα πράγματα, είμεθα υποχρεωμένοι αυτό τον τρόπο να εκμεταλλευθούμε. Το νόημα είναι πλέον σαφές. Χωρίς την συνεργασία της Χάριτος, είναι αδύνατο να τα βγάλωμε πέρα. Πρέπει λοιπόν, ναεπινοήσωμε τρόπους, να προκαλέσωμε περισσότερο την συμπαράστασι της Χάριτος, ώστε μαζί με αυτή να ημπορέσωμε να επιτύχωμε. Τι λέγει ο Παύλος; «Πάντα Ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Και ο Ιησούς μας λέει: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ο Παύλος έχοντας πείρα της παρουσίας της θείας Χάριτος, ομολογεί και λέει: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Εάν λοιπόν, «πάντα ισχύωμεν» εν τη ενδυναμούση Χάριτι, αρά όλη μας η προσπάθεια είναι πώς να την τραβήξωμε μαζί μας.
Όλες οι αρετές είναι αφετηρία στο να προκαλέσουν και να συγκρατήσουν την Χάρι.
Η κεντρικωτέρα από όλες, κατά τους Πατέρες μας, είναι ηταπεινοφροσύνη. Αυτήν πάρα πολύ αγαπά η Χάρις, και δεν είναι παράδοξο. Εφ' όσο μας απεκάλυψε ο Ιησούς μας, ότι Αυτός ο ίδιος είναι «πράος και ταπεινός τη καρδία» άρα το θέμα της ταπεινοφροσύνης δεν είναι μια απλή προτίμησι της θείας φύσεως, της θείας απαιτήσεως προς τα λογικά όντα, αλλά είναι κάτι το οποίο προσίεται η θεία φύσι, για λόγους πού ξέρει ο Πανάγαθος Θεός· και εφ' όσον είναι στην ιδιότητα Του, στην οντότητά Του ταπεινός, άρα γεννάται διπλή η υποχρέωσι να είμεθα και εμείς πλέον ταπεινοί.
Εφ' όσον η ταπεινοφροσύνη τόσο πολύ βοηθά, ο πρακτικός τρόπος με τον οποίο συντελείται, είναι η ειλικρινής μετάνοια. Ο ειλικρινώς μετανοών, συνεχώς ευρίσκεται προσπίπτων στον Θεό. Επιρρίπτει τον εαυτό του στον Θεό, και συνεχώς φωνάζει· «ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ», «ελέησόν με, Πανάγαθε, κατά το μέγα Σου έλεος», «συγχώρα με, Κύριε, δεν τα καταφέρνω». «Έλα, Κύριε, παρέμεινε μαζί μου». Και εφ' όσον όπως λέει ο Δαυίδ, «εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος», ιδού έναςαπλός τρόπος να έχουμε μαζί μας την συμμαχία της Χάριτος και να επιτύχωμε αρτιώτερα και τελειότερα την σωτηρία μας.
Γι' αυτό κανείς από μας τους πιστούς να μην φεύγη από τα περιθώρια της ταπεινοφροσύνης.
Η σωτηρία μας είναι και λέγεται «δωρεάν σωτηρία». Γιατί είναι γεγονός ότι όλες οι αρετές είναι χρήσιμες, αλλά πάρα πολλές από αυτές έχουν μια αγωνιστικότητα, την οποία δεν διαθέταμε όλοι μας. Διότι η πρακτική αγωνιστικότητα χρειάζεται αυθορμητισμό, πολλή αποφασιστικότητα, πολλή φιλοπονία, συνεχή επαγρύπνησι, πράγματα τα όποια δεν έχομε πάντοτε.
Το να κρατήσωμε την ταπεινοφροσύνη - και αυτό είναι κουραστικό -δεν είναι όμως υπέρ την φύσι μας, πράγμα δηλαδή ακατόρθωτο. Διότι το να σκέπτεται κανείς ταπεινά, είναι το πιο απλό πράγμα. Αλλά μήπως δεν είμεθα και ταπεινοί; Δηλαδή, είμεθα κατά κυριολεξία ταπεινοί, εφ' όσον η αμαρτία μας συνέτριψε. Αν φρονούμε ταπεινά, είμεθα αληθεύοντες, διότι ανακαλύψαμε την πραγματική μας προσωπικότητα, πού την συνέτριψε η αμαρτία. Διότι ούτε το «κατ' εικόνα και ομοίωσι» το όποιο μας εχάρισε ο Θεός στην δημιουργία αξιοποιήσαμε, ούτε το θέμα της Χάριτος και τηςυιοθεσίας, το οποίο μας έδωσε ο Θεός με την παρουσία του, έχομε. Το να σκέπτεται λοιπόν κανείς ταπεινά τι είναι; Η ανακάλυψι της αλήθειας, της πραγματικότητος.
Αυτές οι θεωρίες είναι φυσικές και πάρα πολύ βοηθούν. Είναι εύκολο ο καθένας με αυτές να ασχολήται, έως ότου εύρη πράγματι, συν τη Χάριτι, την πνευματική ταπείνωσι, οπότε ολοκληρώνεται εκεί η προσωπικότητα του. Η ειλικρινής μετάνοια απεκάλυψε την ταπεινοφροσύνη, η δε ειλικρινής ταπεινοφροσύνη έδωσε την ολοκληρωμένη μετάνοια. Το ένα γεννά το άλλο.
Όπως είπαμε και πριν, εφ' όσον αναμαρτησία δεν υπάρχει, τίθεται μόνο θέμα ειλικρινούς μετανοίας.
Βλέπετε! Σας έκαμα μια εικόνα, πώς είναι ο τρόπος της πραγματικής μετανοίας. Αυτές οι διαθέσεις πρέπει να ευρίσκονται στην ψυχή του ανθρώπου του ευρισκομένου υπό μετάνοια. Εάν αυτό το συνεχίζει ο άνθρωπος πραγματικά, γεννάται μέσα του ένα άλλο είδος θάρρους, το όποιο δεν εγνώριζε πριν. Είναι μια μορφή παρρησίας. Αυτή την παρρησία πού έχουν τα παιδιά προς τον πατέρα τους, την οποία δεν ημπορούν να αποκτήσουν οι υπηρέται και οι υπάλληλοι. Και τούτο γίνεται από το θάρρος αυτό, μέσω του οποίου πολεμά την αμαρτωλότητα και κρατά τον όρο της μετανοίας.
Αυτό στην πρακτική είναι πάρα πολύ απαραίτητο, για όλους μας ανεξαιρέτως, περισσότερο όμως στους αδελφούς μας πού ζουν στην κοινωνία, πού ευρίσκονται πιο εκτεθειμένοι μέσα στα αίτια.
Μετά την πτώσι ο άνθρωπος έχασε την προσωπικότητά του και έγινε επιρρεπής προς τα αίτια πλέον και μάλλον εξαρτάται από αυτά. Εάν, όταν ήταν ολοκληρωμένη προσωπικότης, κατόρθωσαν και τον επλάνησαν, σκεφθήτε τώρα πού δεν έχει προσωπικότητα και ευρίσκεται υπό την επίδρασί των, πόσο ισχυρά είναι αυτά· και επειδή ο άνθρωπος δεν έχει δύναμι, διότι είναι τραυματισμένος από την αμαρτία και με τάς αισθήσεις του καθόλου υγιείς, τότε γίνεται λεία δυστυχώς και θύμα αυτών των παραγόντων. Επομένως έχει ανάγκη να ευρίσκεται υπό συνεχή μετάνοια, η οποία είναι το ταπεινό φρόνημα, διότι η πραγματική μετάνοια είναι η πρακτική ταπεινοφροσύνη.
Η πρακτική ταπεινοφροσύνη και ταπείνωσι, είναι η μόνη θέσι των λογικών όντων, η οποία προκαλεί το θείο έλεος. «Ταπεινοίς δίδωσι χάριν καί υπερηφάνοις αντιτάσεται» ο Θεός.
Εφ' όσον έτσι είναι τα πράγματα, είμεθα υποχρεωμένοι αυτό τον τρόπο να εκμεταλλευθούμε. Το νόημα είναι πλέον σαφές. Χωρίς την συνεργασία της Χάριτος, είναι αδύνατο να τα βγάλωμε πέρα. Πρέπει λοιπόν, ναεπινοήσωμε τρόπους, να προκαλέσωμε περισσότερο την συμπαράστασι της Χάριτος, ώστε μαζί με αυτή να ημπορέσωμε να επιτύχωμε. Τι λέγει ο Παύλος; «Πάντα Ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Και ο Ιησούς μας λέει: «Χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν». Ο Παύλος έχοντας πείρα της παρουσίας της θείας Χάριτος, ομολογεί και λέει: «Πάντα ισχύω εν τω ενδυναμούντι με Χριστώ». Εάν λοιπόν, «πάντα ισχύωμεν» εν τη ενδυναμούση Χάριτι, αρά όλη μας η προσπάθεια είναι πώς να την τραβήξωμε μαζί μας.
Όλες οι αρετές είναι αφετηρία στο να προκαλέσουν και να συγκρατήσουν την Χάρι.
Η κεντρικωτέρα από όλες, κατά τους Πατέρες μας, είναι ηταπεινοφροσύνη. Αυτήν πάρα πολύ αγαπά η Χάρις, και δεν είναι παράδοξο. Εφ' όσο μας απεκάλυψε ο Ιησούς μας, ότι Αυτός ο ίδιος είναι «πράος και ταπεινός τη καρδία» άρα το θέμα της ταπεινοφροσύνης δεν είναι μια απλή προτίμησι της θείας φύσεως, της θείας απαιτήσεως προς τα λογικά όντα, αλλά είναι κάτι το οποίο προσίεται η θεία φύσι, για λόγους πού ξέρει ο Πανάγαθος Θεός· και εφ' όσον είναι στην ιδιότητα Του, στην οντότητά Του ταπεινός, άρα γεννάται διπλή η υποχρέωσι να είμεθα και εμείς πλέον ταπεινοί.
Εφ' όσον η ταπεινοφροσύνη τόσο πολύ βοηθά, ο πρακτικός τρόπος με τον οποίο συντελείται, είναι η ειλικρινής μετάνοια. Ο ειλικρινώς μετανοών, συνεχώς ευρίσκεται προσπίπτων στον Θεό. Επιρρίπτει τον εαυτό του στον Θεό, και συνεχώς φωνάζει· «ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ», «ελέησόν με, Πανάγαθε, κατά το μέγα Σου έλεος», «συγχώρα με, Κύριε, δεν τα καταφέρνω». «Έλα, Κύριε, παρέμεινε μαζί μου». Και εφ' όσον όπως λέει ο Δαυίδ, «εταπεινώθην και έσωσέ με ο Κύριος», ιδού έναςαπλός τρόπος να έχουμε μαζί μας την συμμαχία της Χάριτος και να επιτύχωμε αρτιώτερα και τελειότερα την σωτηρία μας.
Γι' αυτό κανείς από μας τους πιστούς να μην φεύγη από τα περιθώρια της ταπεινοφροσύνης.
Η σωτηρία μας είναι και λέγεται «δωρεάν σωτηρία». Γιατί είναι γεγονός ότι όλες οι αρετές είναι χρήσιμες, αλλά πάρα πολλές από αυτές έχουν μια αγωνιστικότητα, την οποία δεν διαθέταμε όλοι μας. Διότι η πρακτική αγωνιστικότητα χρειάζεται αυθορμητισμό, πολλή αποφασιστικότητα, πολλή φιλοπονία, συνεχή επαγρύπνησι, πράγματα τα όποια δεν έχομε πάντοτε.
Το να κρατήσωμε την ταπεινοφροσύνη - και αυτό είναι κουραστικό -δεν είναι όμως υπέρ την φύσι μας, πράγμα δηλαδή ακατόρθωτο. Διότι το να σκέπτεται κανείς ταπεινά, είναι το πιο απλό πράγμα. Αλλά μήπως δεν είμεθα και ταπεινοί; Δηλαδή, είμεθα κατά κυριολεξία ταπεινοί, εφ' όσον η αμαρτία μας συνέτριψε. Αν φρονούμε ταπεινά, είμεθα αληθεύοντες, διότι ανακαλύψαμε την πραγματική μας προσωπικότητα, πού την συνέτριψε η αμαρτία. Διότι ούτε το «κατ' εικόνα και ομοίωσι» το όποιο μας εχάρισε ο Θεός στην δημιουργία αξιοποιήσαμε, ούτε το θέμα της Χάριτος και τηςυιοθεσίας, το οποίο μας έδωσε ο Θεός με την παρουσία του, έχομε. Το να σκέπτεται λοιπόν κανείς ταπεινά τι είναι; Η ανακάλυψι της αλήθειας, της πραγματικότητος.
Αυτές οι θεωρίες είναι φυσικές και πάρα πολύ βοηθούν. Είναι εύκολο ο καθένας με αυτές να ασχολήται, έως ότου εύρη πράγματι, συν τη Χάριτι, την πνευματική ταπείνωσι, οπότε ολοκληρώνεται εκεί η προσωπικότητα του. Η ειλικρινής μετάνοια απεκάλυψε την ταπεινοφροσύνη, η δε ειλικρινής ταπεινοφροσύνη έδωσε την ολοκληρωμένη μετάνοια. Το ένα γεννά το άλλο.
Όπως είπαμε και πριν, εφ' όσον αναμαρτησία δεν υπάρχει, τίθεται μόνο θέμα ειλικρινούς μετανοίας.
Συνεργούσης της Χάριτος, αρχίζει στον άνθρωπο (εκεί οπού η αμαρτία είχε άλλοτε επίδρασι δυναστική και τον εξεβίαζε είτε κατά διάνοια, είτε από μέρους των αισθήσεων, σαν αιχμάλωτο) μετά από ειλικρινή μετάνοια, να εξασθενή μέσα του η δύναμί της και εκεί πού άλλοτε τον εστραγγάλιζε και τον απασχολούσε, σιγά-σιγά παραμένει μόνο μια ψιλή μνήμη. Και αν αγωνισθή ο άνθρωπος , αυτή η ψιλή μνήμη χάνεται και του έρχεται αηδίαπρος την αμαρτωλότητα, διότι στην πραγματικότητα η αμαρτωλότης είναι παραφροσύνη, γιατί η αμαρτία δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ά-λογο πράγμα, παράλογο, «παρά φύσι». Ούτε φυσικό, ούτε χρειώδες είναι. Είναι παράνοια, ένας παραλογισμός, μια παρερμηνεία. Δεν έχει φύσι, ούτε θέσι. Δημιουργείται ελλείψει του καλού. Όταν κανείς εξυγιανθή, βλέπει αυτό το τέρας και το απεχθάνεται. Τον καιρό όμως της αμετανοησίας του, του επιβάλλεται και τον στραγγαλίζει.
Έχομε την ανάγκη της συμπαραστάσεως της Χάριτος, για να ημπορέσωμε σιγά-σιγά με την βοήθεια της να αποφύγωμε την αμαρτωλή διάθεσι. Να αποφύγωμε πρώτα την «κατ' ενέργεια αμαρτία», μετά την «κατ' ενέργεια επιθυμία και σκέψι», ούτως ώστε να εξαλειφθή τελείως από την διάνοια μας. Τότε καθαρίζει ο νους και γίνεται πλέον ελεύθερος στο να σκέπτεται και να λογίζεται πάντα αυτά τα όποια θέλει ο Θεός.
Συνεχίζοντας - συν τη Χάριτι - γίνεται και «τη καρδία καθαρός», οπότε ολοκληρώνεται πλέον μέσα στα περιθώρια του αγιασμού και επιτυγχάνει τις θειες επαγγελίες, όπως μας παραδίδουν οι Πατέρες μας. Γι' αυτό χρειάζεται προσοχή, ούτως ώστε να αξιολογούνται ο χώρος, ο χρόνος, ο τόπος, τα μέσα, οι δυνάμεις, τα πάντα. Να μην χάνεται τίποτε.
Για να γίνονται όλα αυτά, πρέπει να ευρίσκεται ο νους στην βάσι του. Και ο νους κρατείται στην βάσι του μόνο με την μνήμη του Θεού. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η «ευχή». Γι' αυτό ο Παύλος επιμένει στο «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Εάν ο νους ευρίσκεται υπό την επίδρασι της μνήμης του Θεού, όλα τελειώνουν, δεν ημπορεί να παρασυρθή.
Η αμαρτία μη έχοντας πρόσωπο, ούτε φύσι, ούτε θέσι, μόνο δια της απάτης, του δόλου και του εκβιασμού εισέρχεται. Όταν ο νους όμως ευρίσκεται στην θέσι του, είναι αδύνατο να πλανεθή. Δεν μπορεί η αμαρτία τίποτε να κάνη, στέκεται μόνο σε μια ψιλή υπόμνησι και τίποτε άλλο.
Παράδειγμα ο Ιησούς μας. Μετά το βάπτισμα απεσύρθη στην έρημο και ενήστευε. Εκεί εδέχθη την επίθεσι του σατανά, με τους τρεις κορυφαίους πειρασμούς. Υπό απλή υπόμνησι μόνο, τίποτε παραπάνω.
Τον προκαλεί πρώτα στην φιλαυτία. «Αφού επείνασες, δεν τρως;» «Ναι - λέει - θα φάω όποτε θέλω εγώ. Τότε μόνο». Τι νόημα έχει αυτό; Δεν θα υποκύψω στη φιλαυτία της ορέξεως, θα υποκύψω στους όρους της χρείας μόνο. «Θα φάω οπότε θέλω εγώ, όχι όποτε μου πεις εσύ». Είναι η ελευθερία της χρήσεως, όχι της παραχρήσεως. Αποδεικνύει δηλαδή, ότι ο άνθρωπος τρώει για να ζή και δεν ζή για να τρώη.
Έχομε την ανάγκη της συμπαραστάσεως της Χάριτος, για να ημπορέσωμε σιγά-σιγά με την βοήθεια της να αποφύγωμε την αμαρτωλή διάθεσι. Να αποφύγωμε πρώτα την «κατ' ενέργεια αμαρτία», μετά την «κατ' ενέργεια επιθυμία και σκέψι», ούτως ώστε να εξαλειφθή τελείως από την διάνοια μας. Τότε καθαρίζει ο νους και γίνεται πλέον ελεύθερος στο να σκέπτεται και να λογίζεται πάντα αυτά τα όποια θέλει ο Θεός.
Συνεχίζοντας - συν τη Χάριτι - γίνεται και «τη καρδία καθαρός», οπότε ολοκληρώνεται πλέον μέσα στα περιθώρια του αγιασμού και επιτυγχάνει τις θειες επαγγελίες, όπως μας παραδίδουν οι Πατέρες μας. Γι' αυτό χρειάζεται προσοχή, ούτως ώστε να αξιολογούνται ο χώρος, ο χρόνος, ο τόπος, τα μέσα, οι δυνάμεις, τα πάντα. Να μην χάνεται τίποτε.
Για να γίνονται όλα αυτά, πρέπει να ευρίσκεται ο νους στην βάσι του. Και ο νους κρατείται στην βάσι του μόνο με την μνήμη του Θεού. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η «ευχή». Γι' αυτό ο Παύλος επιμένει στο «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Εάν ο νους ευρίσκεται υπό την επίδρασι της μνήμης του Θεού, όλα τελειώνουν, δεν ημπορεί να παρασυρθή.
Η αμαρτία μη έχοντας πρόσωπο, ούτε φύσι, ούτε θέσι, μόνο δια της απάτης, του δόλου και του εκβιασμού εισέρχεται. Όταν ο νους όμως ευρίσκεται στην θέσι του, είναι αδύνατο να πλανεθή. Δεν μπορεί η αμαρτία τίποτε να κάνη, στέκεται μόνο σε μια ψιλή υπόμνησι και τίποτε άλλο.
Παράδειγμα ο Ιησούς μας. Μετά το βάπτισμα απεσύρθη στην έρημο και ενήστευε. Εκεί εδέχθη την επίθεσι του σατανά, με τους τρεις κορυφαίους πειρασμούς. Υπό απλή υπόμνησι μόνο, τίποτε παραπάνω.
Τον προκαλεί πρώτα στην φιλαυτία. «Αφού επείνασες, δεν τρως;» «Ναι - λέει - θα φάω όποτε θέλω εγώ. Τότε μόνο». Τι νόημα έχει αυτό; Δεν θα υποκύψω στη φιλαυτία της ορέξεως, θα υποκύψω στους όρους της χρείας μόνο. «Θα φάω οπότε θέλω εγώ, όχι όποτε μου πεις εσύ». Είναι η ελευθερία της χρήσεως, όχι της παραχρήσεως. Αποδεικνύει δηλαδή, ότι ο άνθρωπος τρώει για να ζή και δεν ζή για να τρώη.
Έρχεται ο δεύτερος πειρασμός, του εγωισμού. Του λέει: «Αφού είσαι Υιός του Θεού, βάλε σε πειρασμό, εις ενέργεια την Χάρι, να απόδειξης ότι αφού είναι θέλημα του Θεού θα σε σώση». «Ναι - άπαντα - έτσι είναι. Αλλά δεν θα πειράξω τον Θεό. Ξέρω ότι ο Θεός είναι Πατέρας και προνοεί, θα προνοήση Εκείνος, γιατί ξέρει πότε έχω χρεία, δεν θά τον βάλω εγώ σε πειρασμό».
Αυτή ήταν η δύναμι του σατανά. Και έφυγε, «και άγγελοι προσήλθαν και διηκόνουν Αυτώ» (Ματθ. 4,11). Εδώ εννοείται η Χάρις τουαγιασμού. Υπό μορφή, λοιπόν, μόνο προσβολής έρχεται η αμαρτία. Όταν όμως ηττηθή ο άνθρωπος κατ' επανάληψι, τότε πηγαίνει δυναστικά και τον δένει και τον σέρνει. Αυτή είναι αιχμαλωσία πλέον.
Είπαμε όμως προηγουμένως πώς γίνονται όλα αυτά.
Για να ημπορέση ο νους μας, με ανοικτά τα μάτια να παρακολουθή πόθεν του έρχονται οι προσβολές και να έχη την δυνατότητα να αμύνεται, πρέπει να τον κρατήσωμε στη μνήμη του Θεού. Ευκολώτερος τρόπος της μνήμης του Θεού από την προσευχή, δεν υπάρχει· γι' αυτό και ενομοθετήθη υπό του Παύλου το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Και δεν είναι παράξενο ότι το ευρίσκαμε αυτό και στους αγίους Αγγέλους, όπου εις όλους τους αιώνας της υπάρξεως τους, ένα έχουν να κάνουν συνεχώς να υμνούν τον Θεό. Αλλά και όλα τα λογικά όντα στην αιωνιότητα, στην παλιγγενεσία, μεταφερόμενα στην βασιλεία του Θεού, αυτό θα κάνουν. Και εδώ για να χαρακτηρισθή ένας άνθρωπος ότι είναι αληθινά πνευματικός, πρέπει να έχη μέσα του συνεχή ευχή. Αυτό είναι το τρανό δείγμα ότι πρόκοψε πνευματικά.
Άρα η ζωή του μέλλοντος είναι η συνεχής ευχή, συνεχής ανακύκλησι του θείου Ονόματος μέσα μας. Και αυτό είναι η δόξα μας και η ανάπαυσί μας.
Όλα αυτά τα είπα, για να μην μας φανή παράξενο για την εντολή πού έχομε να είμεθα συνεχώς «ευκτικά όντα», να προσευχώμεθα πάντοτε. «Τις σοφός και συνήσει ταύτα και φυλάξει τα ελέη του Κυρίου;» Ο καθένας από μας, έχομε επιτακτικό καθήκο να εξασκήσωμε την προσευχή μέσα μας, όσο εξαρτάται από μας.
Κρατώντας ο νους την προσευχή, είναι ξύπνιος και βλέπει πόθεν έρχονται οι λογισμοί και τι σκοπό έχουν τα ποικίλα τεχνάσματα της αμαρτίας, πού προσπαθούν να τον απατήσουν.
Η μετάνοια ανακαλεί τον άνθρωπο από την εμπαθή κατάστασι και τον φέρνει στην φυσική. Όταν έλθη ο άνθρωπος στην φυσική κατάστασι, μακράν των παθών και των επιθυμιών, τότε τον τραβά η θεία Χάρις στο «υπέρ φύσιν», πού είναι ο αγιασμός.
Είναι αδύνατο όμως να επιδράση πάνω του η Χάρις και να παραμείνη μαζί του εάν αμαρτάνη, διότι η αμαρτωλότης είναι «παρά φύσιν» και ο Θεός «εν σώματι καταχρέω αμαρτίας ουκ εισελεύσεται». Επομένως πάση δυνάμει, κάθε άνθρωπος, κάθε πιστός, πρέπει να συγκρουστή με την αμαρτία και ό,τι έχει γίνει μέχρι τώρα κατά λάθος, να μην επαναληφθή να φθάση στην κατάστασι να μην αμαρτάνη πρακτικά και να κλαίη για τις περασμένες αμαρτίες.
Μη αμαρτάνοντας πρακτικά, παύει να δανείζεται.
Κλαίοντας για τις περασμένες αμαρτίες, πληρώνει τα παλαιά και τότε ισορροπούν οι σχέσεις του με τον Θεό. Αυτός είναι ο πρακτικός τρόπος της μετανοίας. Αφού ισορροπήσουν οι σχέσεις μας με τον Θεό, τότε επιδρά επάνω μας η θεία Χάρις, διότι «τους δοξάζοντας με δοξάσω και οι εξουθενούντες με ατιμασθήσονται».
Είναι αδύνατο η θεία Χάρις, η όποια είναι μέσα μας, όταν της δοθούν οι προϋποθέσεις, να μην ενεργήση. Γι' αυτό εξ άλλου υπάρχει και η Εκκλησία, η προέκτασι του Ιησού μαζί μας, πού λέει ότι «μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας». Δια της Εκκλησίας και των μυστηρίωνπροεκτείνεται μαζί μας και συνεχίζει να ευρίσκεται πάντοτε μαζί μας, οποιανδήποτε ώρα επικαλεσθούμε την συμπαράστασί Του.
Είναι τόσο απλό. Αρκεί ο άνθρωπος να αξιολόγηση τις ενέργειες του στην ζωή αυτή και να μην χάνη ούτε χρόνο, ούτε χώρο, ούτε πρόφασι, ούτε δύναμι από όσας διαθέτει η ψυχοσωματική του οντότης και με την βοήθεια της Χάριτος θα επιτυχή την σωτηρία του.
Η σωτήρια δεν είναι φυσικά αποτέλεσμα των έργων μας, αυτή είναι «Ρωμαιοκαθολική» θέσι. Η σωτηρία πηγάζει μόνο από τον Σταυρό, δωρεάν και τα έργα πού κάνομε δεν είναι για να την αγοράσωμε. Αλλοίμονο. Είναι βλάσφημο και να το σκεφθή κανείς.
«Το αίμα του Υιού του Θεού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α' Ιωάν. 1,7), όχι τα ιδικά μας έργα. Η αντίστασι προς την αμαρτία και αμαρτωλότητα, δεν είναι προς εξαγορά της σωτηρίας, αλλά είναι στο να δείξωμε χαρακτηριστικά την προσωπικότητα μας, ότι είμεθα λογικά όντα και δεν υποκύπταμε στην παρά φύσι ζωή.
Η αρετή είναι φυσικό φαινόμενο, δεν είναι επιβεβλημένο. Και αν απαίτησε ο Θεός να γίνουμε ενάρετοι από αμαρτωλοί, αυτό είναι υποβιβασμός για μας, διότι αυτό το περιέχει η φύσι μας. Η αρετή είναι κατά φύσι μέσα στην προσωπικότητα του ανθρώπου σαν «κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού». Έξω από την αρετή, δεν είναι κανείς άνθρωπος, είναι υπάνθρωπος. Οι αρετές πού κάναμε, είναι για να ελευθερωθούμε από την παρά φύσι ζωή, πού μας παρέσυρε η αμαρτία και μας έρριξε εκεί μέσα. Τώρα πρέπει να ανασυρθούμε από τον βόθρο της κτηνώδους καταστάσεως και γι' αυτό ακριβώς αγωνιζόμενα και όχι για να αγοράσωμε την σωτηρία.
Αυτή πηγάζει από τα μυστήρια και τον Σταυρό του Χριστού. Αυτή είναι η ορθή θέσι της θεολογίας πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, οι όποιοι ερμηνεύουν πολύ καλά και το θέμα, τον τρόπο πού ο σατανάς προβάλλει την αμαρτωλότητα. Δεν είναι για να μετρήση την έκτασι της αμαρτίας, όση και αν είναι. Ξέρει αυτός, ότι αν γυρίση ο πιστός και πη στον Θεό «ήμαρτον», τότε αμέσως τον συγχωρεί. Η δύναμι του σατανά και η επιμονή του στο να ρίξη τον άνθρωπο στην αμαρτία, είναι οτι μετά από αυτή θα έλθη η απόγνωσι, και η απόγνωσι κρατά την κεφαλή, πού είναι η προθυμία και παραδίδεται πλέον ο άνθρωπος άνευ όρων.
Και τώρα καταλήγαμε να πούμε, ότι η απογοήτευσι, μετά την αμαρτία, είναι μεν επακόλουθο φαινόμενο, αλλά «παρά φύσι»! Είναι αναγκαίο κακό. Είναι όπως συμβαίνει στο παράδειγμα του τραύματος και του πόνου. Μετά το τραύμα ακολουθεί πόνος. Πρέπει, πάση σπουδή, ο άνθρωπος να θεραπεύση και το τραύμα και τον πόνο. Αλλοιώς θά φθαρή.
Η μετά την αμαρτία απογοήτευσι, όσο μεγάλη και αν είναι η αμαρτία, είναιδιαβολικό φαινόμενο. Διότι θέμα αναμαρτησίας δεν υπάρχει, αφού ήλθε ο Θεός ξέροντας, ότι ο άνθρωπος είναι παναμαρτωλός, απωλεσμένος και υποβιβασμένος στον θάνατο και την καταστροφή. Ήλθε εκουσίως εξ αγάπης, μόνος Του και τον αγκάλιασε και τον εσήκωσε. Τώρα πώς ημπορούμε να πούμε «είμεθα αμαρτωλοί και δεν είμεθα Άγιοι, γι' αυτό και απελπιζόμαστε». Αφού Αυτός για τους αμαρτωλούς ήλθε και όχι για τους δικαίους. Μόνος του το ομολογεί. Απόδειξι ότι έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας στον Πέτρο, πού τον αρνήθηκε τρεις φορές και δεν τα έδωσε στον Ιωάννη, τον επιστήθιο και ηγαπημένο.
Όχι γιατί υποβιβάζει ο Θεός την αρετή, αλλά περισσεύει, ξεχειλίζει η πατρική του στοργή στον αδύνατο και τον συντετριμμένο και στοαπολωλός. Και υπό το νόημα αυτό πρέπει κανείς να μην φοβάται και να μην παραδέχεται την απογοήτευσι και αποθάρρυνσι σαν επακόλουθο της αμαρτίας, αλλά όπως το ελατήριο να πετάγεται επάνω πάλι και να λέγη; «Ήμαρτον,Θεέ μου, μη μου το γράφης, μετανοώ». Και έτσι με θάρρος να συνεχίζη τον καλό αγώνα του, με ακλόνητη την πίστι στην Παναγάπη και αγαθότητα του Ιησού μας.
Αυτή ήταν η δύναμι του σατανά. Και έφυγε, «και άγγελοι προσήλθαν και διηκόνουν Αυτώ» (Ματθ. 4,11). Εδώ εννοείται η Χάρις τουαγιασμού. Υπό μορφή, λοιπόν, μόνο προσβολής έρχεται η αμαρτία. Όταν όμως ηττηθή ο άνθρωπος κατ' επανάληψι, τότε πηγαίνει δυναστικά και τον δένει και τον σέρνει. Αυτή είναι αιχμαλωσία πλέον.
Είπαμε όμως προηγουμένως πώς γίνονται όλα αυτά.
Για να ημπορέση ο νους μας, με ανοικτά τα μάτια να παρακολουθή πόθεν του έρχονται οι προσβολές και να έχη την δυνατότητα να αμύνεται, πρέπει να τον κρατήσωμε στη μνήμη του Θεού. Ευκολώτερος τρόπος της μνήμης του Θεού από την προσευχή, δεν υπάρχει· γι' αυτό και ενομοθετήθη υπό του Παύλου το «αδιαλείπτως προσεύχεσθαι». Και δεν είναι παράξενο ότι το ευρίσκαμε αυτό και στους αγίους Αγγέλους, όπου εις όλους τους αιώνας της υπάρξεως τους, ένα έχουν να κάνουν συνεχώς να υμνούν τον Θεό. Αλλά και όλα τα λογικά όντα στην αιωνιότητα, στην παλιγγενεσία, μεταφερόμενα στην βασιλεία του Θεού, αυτό θα κάνουν. Και εδώ για να χαρακτηρισθή ένας άνθρωπος ότι είναι αληθινά πνευματικός, πρέπει να έχη μέσα του συνεχή ευχή. Αυτό είναι το τρανό δείγμα ότι πρόκοψε πνευματικά.
Άρα η ζωή του μέλλοντος είναι η συνεχής ευχή, συνεχής ανακύκλησι του θείου Ονόματος μέσα μας. Και αυτό είναι η δόξα μας και η ανάπαυσί μας.
Όλα αυτά τα είπα, για να μην μας φανή παράξενο για την εντολή πού έχομε να είμεθα συνεχώς «ευκτικά όντα», να προσευχώμεθα πάντοτε. «Τις σοφός και συνήσει ταύτα και φυλάξει τα ελέη του Κυρίου;» Ο καθένας από μας, έχομε επιτακτικό καθήκο να εξασκήσωμε την προσευχή μέσα μας, όσο εξαρτάται από μας.
Κρατώντας ο νους την προσευχή, είναι ξύπνιος και βλέπει πόθεν έρχονται οι λογισμοί και τι σκοπό έχουν τα ποικίλα τεχνάσματα της αμαρτίας, πού προσπαθούν να τον απατήσουν.
Η μετάνοια ανακαλεί τον άνθρωπο από την εμπαθή κατάστασι και τον φέρνει στην φυσική. Όταν έλθη ο άνθρωπος στην φυσική κατάστασι, μακράν των παθών και των επιθυμιών, τότε τον τραβά η θεία Χάρις στο «υπέρ φύσιν», πού είναι ο αγιασμός.
Είναι αδύνατο όμως να επιδράση πάνω του η Χάρις και να παραμείνη μαζί του εάν αμαρτάνη, διότι η αμαρτωλότης είναι «παρά φύσιν» και ο Θεός «εν σώματι καταχρέω αμαρτίας ουκ εισελεύσεται». Επομένως πάση δυνάμει, κάθε άνθρωπος, κάθε πιστός, πρέπει να συγκρουστή με την αμαρτία και ό,τι έχει γίνει μέχρι τώρα κατά λάθος, να μην επαναληφθή να φθάση στην κατάστασι να μην αμαρτάνη πρακτικά και να κλαίη για τις περασμένες αμαρτίες.
Μη αμαρτάνοντας πρακτικά, παύει να δανείζεται.
Κλαίοντας για τις περασμένες αμαρτίες, πληρώνει τα παλαιά και τότε ισορροπούν οι σχέσεις του με τον Θεό. Αυτός είναι ο πρακτικός τρόπος της μετανοίας. Αφού ισορροπήσουν οι σχέσεις μας με τον Θεό, τότε επιδρά επάνω μας η θεία Χάρις, διότι «τους δοξάζοντας με δοξάσω και οι εξουθενούντες με ατιμασθήσονται».
Είναι αδύνατο η θεία Χάρις, η όποια είναι μέσα μας, όταν της δοθούν οι προϋποθέσεις, να μην ενεργήση. Γι' αυτό εξ άλλου υπάρχει και η Εκκλησία, η προέκτασι του Ιησού μαζί μας, πού λέει ότι «μεθ' υμών ειμί πάσας τάς ημέρας». Δια της Εκκλησίας και των μυστηρίωνπροεκτείνεται μαζί μας και συνεχίζει να ευρίσκεται πάντοτε μαζί μας, οποιανδήποτε ώρα επικαλεσθούμε την συμπαράστασί Του.
Είναι τόσο απλό. Αρκεί ο άνθρωπος να αξιολόγηση τις ενέργειες του στην ζωή αυτή και να μην χάνη ούτε χρόνο, ούτε χώρο, ούτε πρόφασι, ούτε δύναμι από όσας διαθέτει η ψυχοσωματική του οντότης και με την βοήθεια της Χάριτος θα επιτυχή την σωτηρία του.
Η σωτήρια δεν είναι φυσικά αποτέλεσμα των έργων μας, αυτή είναι «Ρωμαιοκαθολική» θέσι. Η σωτηρία πηγάζει μόνο από τον Σταυρό, δωρεάν και τα έργα πού κάνομε δεν είναι για να την αγοράσωμε. Αλλοίμονο. Είναι βλάσφημο και να το σκεφθή κανείς.
«Το αίμα του Υιού του Θεού καθαρίζει ημάς από πάσης αμαρτίας» (Α' Ιωάν. 1,7), όχι τα ιδικά μας έργα. Η αντίστασι προς την αμαρτία και αμαρτωλότητα, δεν είναι προς εξαγορά της σωτηρίας, αλλά είναι στο να δείξωμε χαρακτηριστικά την προσωπικότητα μας, ότι είμεθα λογικά όντα και δεν υποκύπταμε στην παρά φύσι ζωή.
Η αρετή είναι φυσικό φαινόμενο, δεν είναι επιβεβλημένο. Και αν απαίτησε ο Θεός να γίνουμε ενάρετοι από αμαρτωλοί, αυτό είναι υποβιβασμός για μας, διότι αυτό το περιέχει η φύσι μας. Η αρετή είναι κατά φύσι μέσα στην προσωπικότητα του ανθρώπου σαν «κατ' εικόνα και ομοίωσιν Θεού». Έξω από την αρετή, δεν είναι κανείς άνθρωπος, είναι υπάνθρωπος. Οι αρετές πού κάναμε, είναι για να ελευθερωθούμε από την παρά φύσι ζωή, πού μας παρέσυρε η αμαρτία και μας έρριξε εκεί μέσα. Τώρα πρέπει να ανασυρθούμε από τον βόθρο της κτηνώδους καταστάσεως και γι' αυτό ακριβώς αγωνιζόμενα και όχι για να αγοράσωμε την σωτηρία.
Αυτή πηγάζει από τα μυστήρια και τον Σταυρό του Χριστού. Αυτή είναι η ορθή θέσι της θεολογίας πού μας παρέδωσαν οι Πατέρες μας, οι όποιοι ερμηνεύουν πολύ καλά και το θέμα, τον τρόπο πού ο σατανάς προβάλλει την αμαρτωλότητα. Δεν είναι για να μετρήση την έκτασι της αμαρτίας, όση και αν είναι. Ξέρει αυτός, ότι αν γυρίση ο πιστός και πη στον Θεό «ήμαρτον», τότε αμέσως τον συγχωρεί. Η δύναμι του σατανά και η επιμονή του στο να ρίξη τον άνθρωπο στην αμαρτία, είναι οτι μετά από αυτή θα έλθη η απόγνωσι, και η απόγνωσι κρατά την κεφαλή, πού είναι η προθυμία και παραδίδεται πλέον ο άνθρωπος άνευ όρων.
Και τώρα καταλήγαμε να πούμε, ότι η απογοήτευσι, μετά την αμαρτία, είναι μεν επακόλουθο φαινόμενο, αλλά «παρά φύσι»! Είναι αναγκαίο κακό. Είναι όπως συμβαίνει στο παράδειγμα του τραύματος και του πόνου. Μετά το τραύμα ακολουθεί πόνος. Πρέπει, πάση σπουδή, ο άνθρωπος να θεραπεύση και το τραύμα και τον πόνο. Αλλοιώς θά φθαρή.
Η μετά την αμαρτία απογοήτευσι, όσο μεγάλη και αν είναι η αμαρτία, είναιδιαβολικό φαινόμενο. Διότι θέμα αναμαρτησίας δεν υπάρχει, αφού ήλθε ο Θεός ξέροντας, ότι ο άνθρωπος είναι παναμαρτωλός, απωλεσμένος και υποβιβασμένος στον θάνατο και την καταστροφή. Ήλθε εκουσίως εξ αγάπης, μόνος Του και τον αγκάλιασε και τον εσήκωσε. Τώρα πώς ημπορούμε να πούμε «είμεθα αμαρτωλοί και δεν είμεθα Άγιοι, γι' αυτό και απελπιζόμαστε». Αφού Αυτός για τους αμαρτωλούς ήλθε και όχι για τους δικαίους. Μόνος του το ομολογεί. Απόδειξι ότι έδωσε τα κλειδιά της βασιλείας στον Πέτρο, πού τον αρνήθηκε τρεις φορές και δεν τα έδωσε στον Ιωάννη, τον επιστήθιο και ηγαπημένο.
Όχι γιατί υποβιβάζει ο Θεός την αρετή, αλλά περισσεύει, ξεχειλίζει η πατρική του στοργή στον αδύνατο και τον συντετριμμένο και στοαπολωλός. Και υπό το νόημα αυτό πρέπει κανείς να μην φοβάται και να μην παραδέχεται την απογοήτευσι και αποθάρρυνσι σαν επακόλουθο της αμαρτίας, αλλά όπως το ελατήριο να πετάγεται επάνω πάλι και να λέγη; «Ήμαρτον,Θεέ μου, μη μου το γράφης, μετανοώ». Και έτσι με θάρρος να συνεχίζη τον καλό αγώνα του, με ακλόνητη την πίστι στην Παναγάπη και αγαθότητα του Ιησού μας.
Αμήν
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)