Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες -
ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Ανέγνων, έγνων,κατέγνων».
ο κούφος Ιουλιανός είπεν «Ανέγνων, έγνων,κατέγνων».
Τάχατες μας εκμηδένισε με το «κατέγνων» του, ο γελοιωδέστατος.
«Ανέγνως, αλλ' ουκ έγνως· ει γαρ έγνως, ουκ αν κατέγνως»
απαντήσαμεν αμέσως.
Χριστούγεννα… προ Χριστού;
Οι ιστορικές πηγές υποδεικνύουν ότι ο εορτασμός των Χριστουγέννων άρχισε να τηρείται στη Ρώμη γύρω στο 335, αν και κάποιοι ερευνητές βασιζόμενοι σε αρχαίους ύμνους με χριστουγεννιάτικη θεματολογία θεωρούν ότι τα πρώτα βήματα που οδήγησαν στον εορτασμό αυτό έγιναν μέσα στον 3ο αιώνα. Η παράδοση θεωρεί ότι η αρχαιότερη ομιλία γιατη γιορτή των Χριστουγέννων εκφωνήθηκε από τον Μέγα Βασίλειο στην Καισαρεία της Καππαδοκίας το έτος 376 μ.Χ..
Επί Πάπα Ιουλίου Α' (337-352) τα Χριστούγεννα σταμάτησαν να γιορτάζονται μαζί με τα Θεοφάνεια και θεσπίσθηκε ως επέτειος η 25 Δεκεμβρίου κατόπιν έρευνας των αρχείων της Ρώμης, όπως πιστεύεται, επί της απογραφής που έγινε επί αυτοκράτορα Οκταβιανού Αυγούστου, σε συνδυασμό με υπολογισμό ρήσης του Ευαγγελίου (το οποίο και συνέτεινε) του Προδρόμου λεχθείσα περί τον Χριστόν:"Εκείνος δει αυξάνειν, εμέ δε ελατούσθαι" (Ιωάνν. γ'30).
Με βάση αυτή την υποθετική πηγή, η Γέννηση του Χριστού ορίσθηκε κατά το χειμερινό ηλιοστάσιο όπου και αρχίζει η αύξηση των ημερών. Στον καθορισμό της 25ης Δεκεμβρίου ως ημερομηνίας εορτασμού συντέλεσαν προφανώς η μεγάλη εθνική εορτή του "ακατανίκητου" θεού Ήλιου (Dies Natalis Solis Invicti) και ο εορτασμός των γενεθλίων του Μίθρα που ήταν διαδεδομένα σε όλη την επικράτεια της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας με την έννοια ότι η επιλογή αυτής της ημέρας ως ημέρας γέννησης του Χριστού είχε να κάνει με την προσπάθεια αντικατάστασης των παγανιστικών (μη χριστιανικών) γιορτών που τηρούνταν εκείνον τον καιρό, όπως τα Σατουρνάλια και τα Μπρουμάλια. Συνεπώς, όταν ο Χριστιανισμός έγινε η επίσημη θρησκεία της αυτοκρατορίας, προσπάθησε να απορροφήσει και να δώσει νέα διάσταση και νέα σημασία σε πανάρχαια λατρευτικά έθιμα και λατρευτικές συνήθειες αιώνων.
Πάντως, παρά τις απαγορεύσεις της εκκλησίας για πολλές από τις εκδηλώσεις που τελούνταν στην αντίστοιχη του Δωδεκαημέρου περίοδο ή τις νομοθεσίες, αυτές διατηρήθηκαν κυρίως στην ύπαιθρο καθ' όλη την διάρκεια των ρωμαϊκών αυτοκρατορικών χρόνων, μέχρι τον 5ο μ.Χ. αιώνα. Σε μεταγενέστερη εποχή πολλά από τα έθιμα τους (ανταλλαγή δώρων, γλέντια, χαρτοπαίγνια κ.ο.κ.) μεταβιβάστηκαν στον εορτασμό τής Πρωτοχρονιάς.
Αρχαία Ρώμη |
Από τη Δύση ο εορτασμός της Γεννήσεως στις 25 Δεκεμβρίου πέρασε και στην Ανατολή γύρω στο 376. Το 386 ο Αγ. Ιωάννης ο Χρυσόστομος παρότρυνε την εκκλησία της Αντιόχειας να συμφωνήσει στην 25η Δεκεμβρίου ως ημέρα εορτασμού της Γέννησης.Η γέννηση του Ιησού τοποθετείται γύρω στο 7 ή 6 π.Χ. ή μεταξύ του 4 ως 1 π.Χ Αυτό συμβαίνει καθώς το σημερινό ημερολόγιο, στηρίζεται βασικά στους υπολογισμούς του μοναχού και αστρονόμου Διονυσίου του Μικρού, που κατά τον 4ο αιώνα μ.Χ. καθόρισε με τα δεδομένα που είχε τότε, το έτος 754 από κτίσεως Ρώμης ως το χρόνο της γέννησης του Ιησού, αντί του έτους 747 όπως θα έπρεπε με τα σημερινά δεδομένα. Αυτό σημαίνει πως, αν σήμερα ήταν δυνατό να γίνει επανακαθορισμός του παγκόσμιου ημερολογίου, η αρχή του χριστιανικού ημερολογίου θα βρισκόταν επτά περίπου χρόνια νωρίτερα. Τη στιγμή αυτή, συμβαίνει το παράδοξο να θεωρούμε ότι εξαιτίας των λανθασμένων υπολογισμών, η γέννηση του Ιησού να τοποθετείται σε χρόνια προ Χριστού.
Ηρώδης ο Μεγάλος |
Το πιο γνωστό σημείο στην προσπάθεια προσέγγισης χρονολογικά της γέννησης του Ιησού, είναι ο θάνατος του Ηρώδη του Μεγάλου. Μπορεί να ειπωθεί με σχετική ακρίβεια ότι ο Ηρώδης πέθανε κατά το έτος 750 "από κτίσεως Ρώμης" (4 π.Χ.) ή λίγο πριν και στη συνέχεια κηρύχθηκε πένθος μιας εβδομάδας. Εφ' όσον ο Ιησούς, γεννήθηκε "εν ημέραις Ηρωδου του βασιλέως", πρέπει να γεννήθηκε σίγουρα πριν από το 750 "από κτίσεως Ρώμης" (4 π.Χ.) κατά το οποίο πέθανε ο Ηρώδης.Λαμβάνοντες υπ' όψη τη διαταγή του Ηρώδη να φονευθούν τα νήπια στη Βηθλεέμ "από διετούς και κατωτέρω", υπολογίζεται ότι ο Ιησούς μπορεί να γεννήθηκε έως και δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του Ηρώδη. Δηλαδή οι υπολογισμοί φτάνουν στο 6 π.Χ. υποθέτοντας ότι ο Ηρώδης θα επιμήκυνε τον σχετικό χρόνο για να είναι βέβαιος ότι μέσα σ' αυτό το χρονικό διάστημα θα είχε οπωσδήποτε γεννηθεί ο μελλοντικός βασιλιάς των Ιουδαίων. Εξάλλου κατά την ευαγγελική ρήση, αφού ο Ηρώδης κάλεσε τους Μάγους, τους έστειλε στη Βηθλεέμ, όπου συνάντησαν πλέον τον Ιησού ως "παιδίον" και όχι ως βρέφος. Συνεπώς, οι σχετικοί αυτοί υπολογισμοί οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ο Ιησούς μάλλον θα γεννήθηκε σε χρονικό διάστημα δύο τουλάχιστο χρόνια πριν το θάνατο του Ηρώδη, δηλαδή περίπου το έτος 747 ή 748 "από κτίσεως Ρώμης" (7 ή 6 π.Χ.).
Από επιστημονικής απόψεως λοιπόν, το θέμα περί γεννήσεως του Χριστού είναι αρκετά ενδιαφέρον. Από πλευράς πίστεως όμως δεν θα έπρεπε να απασχολεί κανέναν χριστιανό, μιας και δεν αλλάζει τίποτα αν ο Χριστός τελικά έχει γεννηθεί πριν ή και μετά από την συγκεκριμένη χρονολογία που πιστεύουμε. Διότι το θέμα δεν είναι το πότε ήρθε….το θέμα είναι το ότι ΗΡΘΕ. Το σημαντικό είναι να καταλάβουμε ότι ο ΘΕΟΣ ΕΓΙΝΕ ΑΝΘΡΩΠΟΣ για να σώσει τον άνθρωπο.
Μέσα από την δική μας ανθρώπινη αδυναμία ίσως έχουμε κάνει λάθος για το πότε γεννήθηκε ο Χριστός (έτος γέννησης) όμως δεν είναι το θέμα αυτό. Αυτό που θα έπρεπε να μας συγκλονίζει δεν είναι το πότε αλλά το ίδιο το γεγονός το οποίο και από ιστορικής πλευράς έχει γίνει. Το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού είναι το γεγονός το οποίο θα έπρεπε να μας προβληματίσει ώστε να φιλοσοφήσουμε την ζωή μας, τους λόγους, τις πράξεις μας.
Ο Χριστός, ο Θεός μας, γεννήθηκε όντως στην γη –έγινε άνθρωπος- μέσα σε μία ταπεινή φάτνη από μία ταπεινή γυναίκα την Παρθένο Μαρία. Αυτό είναι ΤΟ ΓΕΓΟΝΟΣ που άλλαξε την ιστορία του κόσμου.
Αυτό λοιπόν το γεγονός θα πρέπει να το πλησιάσουμε όχι μόνο με μία κοσμική χαρά, με έναν στείρο εορτασμό που δεν έχει Χριστό -αλλά μόνο ευκαιρία για ξεσάλωμα και διακοπές-, αλλά να πλησιάσουμε το γεγονός της Γεννήσεως του Χριστού δια της ταπεινώσεως, δια της μετανοίας (με διάθεση να αλλάξουμε, να αλλάξουμε τρόπο σκέψεως και ζωής), δια της ασκήσεως.
Όταν πλησιάσουμε την μεγάλη αυτή Εορτή της Κτίσεως δι’ αυτού του τρόπου, τότε νομίζω θα έχουμε και την ευλογία ώστε να εννοήσουμε όσο μας είναι δυνατόν το μεγαλείο αυτού του γεγονότος, το μεγαλείο του Θεού μας, το μεγαλείο των Χριστουγέννων, ώστε να ξέρουμε γιατί εορτάζουμε, γιατί χαιρόμαστε, γιατί είναι όμορφο να είσαι Χριστιανός έχοντας στην ζωή σου τον Χριστό.
Αρχιμ. Παύλος Παπαδόπουλος