Μια φορά είχε έρθει στο καλύβι ένα νέο παιδί απελπισμένο, γιατί έπεφτε σε σαρκική αμαρτία και δεν μπορούσε να απαλλαγεί από αυτό το πάθος. Είχε πάει σε δύο πνευματικούς που προσπάθησαν με αυστηρό τρόπο να το βοηθήσουν να καταλάβει ότι είναι βαρύ αυτό που κάνει. Το παιδί απελπίστηκε. «Αφού ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι αμαρτία, είπε, και δεν μπορώ να σταματήσω να το κάνω και να διορθωθώ, θα κόψω κάθε σχέση μου με τον Θεό». Όταν άκουσα το πρόβλημά του, το πόνεσα το καημένο και του είπα: «Κοίταξε, ευλογημένο, ποτέ να μην ξεκινάς τον αγώνα σου απ’αυτά που δεν μπορείς να κάνεις, αλλά από αυτά που μπορείς να κάνεις. Για να δούμε τι μπορείς να κάνεις και να αρχίσεις από αυτά. Μπορείς να εκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;».
«Μπορώ», μου λέει. «Μπορείς να νηστεύεις κάθε Τετάρτη και Παρασκευή;». «Μπορώ». «Μπορείς να δίνεις ελεημοσύνη το ένα δέκατο απ’το μισθό σου ή να επισκέπτεσαι αρρώστους και να τους βοηθάς;». «Μπορώ». «Μπορείς να προσεύχεσαι κάθε βράδυ, έστω και αν αμάρτησες και να λες: «Θεέ μου, σώσε την ψυχή μου;». «Θα το κάνω γέροντα» μου λέει. «Άρχισε, λοιπόν, του λέω, από σήμερα να κάνεις όλα αυτά που μπορείς και ο Παντοδύναμος Θεός θα κάνει το ένα που δεν μπορείς». Το καημένο ηρέμησε και συνέχεια έλεγε: «Σ’ευχαριστώ,πάτερ». Είχε, βλέπεις, φιλότιμο και ο Καλός Θεός το βοήθησε.