- Γέροντα, πώς µπορεί να ζήση σήµερα κανείς µέσα στην κοινωνία σωστά,χριστιανικά, χωρίς να σκανδαλίζεται από τους ανθρώπους πού ζουν µακριάαπό τον Θεό;-
Γιατί να σκανδαλίζεται από τους άλλους πού δεν είναι κοντά στον Θεό;Εάν ήταν µέσα σε µία οικογένεια και είχε εξι-όκτώ αδέλφια και ένα-δύο απόαυτά τα παρέσυρε ό σατανάς και ζούσαν αµαρτωλή ζωή, θα τον σκανδάλιζε ήαµαρτωλή ζωή τους;- Όχι, θα πονούσε, γιατί θα ήταν αδέλφια του.- Έ, λοιπόν, το κακό βρίσκεται µέσα µας. ∆εν έχουµε αγάπη, γι' αυτό δεννιώθουµε όλους τους ανθρώπους αδελφούς µας και σκανδαλιζόµαστε από τηνζωή τους. Όλοι είµαστε µία µεγάλη οικογένεια και είµαστε µεταξύ µας αδέλφια,γιατί όλοι οι άνθρωποι είναι παιδιά του Θεού. Εάν νιώσουµε πραγµατικά ότιείµαστε αδέλφια µε όλους τους ανθρώπους, θα πονούµε για όσους ζουν µέσαστην αµαρτία και δεν θα µας σκανδαλίζει ή αµαρτωλή ζωή τους, άλλα θαπροσευχόµαστε γι’ αυτούς.Άρα, αν σκανόαλιζώµαστε, το κακό βρίσκεται µέσα µας· δεν είναι έξω απόµάς. Να λέµε στον εαυτό µας, όταν σκανδαλίζεται: «Εσύ πόσους σκανδαλίζεις;Για όνοµα του Θεού, να µην ανέχεσαι τον αδελφό σου; Εσένα πώς σε ανέχεται όΘεός µε τόσα πού κάνεις;». Σκεφθείτε τον Θεό, την Παναγία, τους Αγγέλους, πούβλέπουν στην γη όλους τους ανθρώπους - σαν να βρίσκονται σε ένα µπαλκόνικαι βλέπουν στην πλατεία τους ανθρώπους πού είναι συγκεντρωµένοι εκεί -άλλους να κλέβουν, άλλους να µαλώνουν, άλλους να αµαρτάνουν σαρκικάκ.λπ. Πώς τους ανέχονται! Πώς ανέχονται όλη την κακία και την αµαρτία πούυπάρχει στον κόσµο και εµείς να µην άνεχώµαστε τον αδελφό µας! Είναι φοβερό
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ
Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012
Πέμπτη 22 Μαρτίου 2012
Η ελευθερία και η αγάπη στις σχέσεις των ανθρώπων
Η ἐλευθερία καί ἡ ἀγάπη εἶναι μιά στάση ζωῆς τελείως ἀντίστροφη ἀπό τόν ἐγωϊσμό καί τίς ἐγωϊστικές σχέσεις πού συνήθως δημιουργοῦμε. ᾿Ακόμη καί μέσα στό χῶρο τῆς ᾿Εκκλησίας καί μέσα στό χῶρο τῆς κοινωνίας πού ζοῦμε, ἄν πάσχουν οἱ ἀνθρώπινες σχέσεις μας εἶναι γιατί δέν ἔχουν οὔτε ἐλευθερία οὔτε ἀγάπη ἤ γιατί ἡ ἀγάπη πού ἔχουν μερικές φορές στερεῖται τῆς ἐλευθερίας πού πρέπει νά πρέπει νά προσφέρεις στόν ἄλλον.
Πόσες φορές ἐμεῖς ζητᾶμε τήν ἀποκλειστικότητα τοῦ ἄλλου; Μέ ποιό δικαίωμα; ῞Οταν κάποιος εἶναι φίλος μου, τοῦ ἀπαγορεύεται νά ἔχει κι ἄλλους φίλους; ῞Οταν κάποιος βγαίνει μέ κάποιον φίλο του πρέπει νά εἶμαι κι ἐγώ μαζί του; Κι ἄν δέν εἶμαι θά παρεξηγηθῶ; Γιατί; Πόσο σέβομαι τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, τήν προσωπικότητά του; Χαίρομαι γιατί δέν εἶμαι ὁ ἀποκλειστικός φίλος. Τό ἴδιο καί γενικότερα μέσα στίς σχέσεις μας, στό χῶρο μας τόν ἐργασιακό, πόσο σεβόμαστε τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, τή δυνατότητά του νά εἶναι διαφορετικός; ᾿Ακόμα κι ὅταν κάποιος ἄνθρωπος ἔχει διαφορετική πίστη ἀπό μᾶς, πόσο σεβόμαστε τή διαφορετικότητά του, τή δυνατότητά του νά εἶναι κάτι ἄλλο, καί πόσο διαρκῶς συνεχίζουμε νά τόν ἀγαπᾶμε;
᾿Εάν λοιπόν παρατηρήσουμε, μέ πάρα πολλή προσοχή, θά δοῦμε ὅτι ἡ πραγματική ποιότητα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων σ’ ὅλο της τό φάσμα, ἀλλά καί τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἐκεῖ πάσχει. Παρ’ ὅλο, πού τό ἀρχέτυπό μας, ὁ Χριστός, μᾶς ὁρίζει τόν τρόπο. ῎Αν ὁ Θεός ὅρισε τόν τρόπο τῆς σχέσης μαζί μας μέσα στήν ἐλευθερία καί στήν ἀγάπη, τί σημαίνει τό «ἀδιαιρέτως»; Δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς ἐσένα. ᾿Αλλά τό δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς ἐσένα, δέν σημαίνει «σέ καταπίνω». Σημαίνει, ἐπειδή δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς ἐσένα, θέλω νά εἶσαι αὐτός πού εἶσαι. Νά σ’ ἀγαπῶ γιατί εἶσαι «ἐσύ», κι ὄχι γιατί θέλω νά σέ κάνω, «ἐγώ».
Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλος
Αναδημοσίευση από: Αηδόνι
Πόσες φορές ἐμεῖς ζητᾶμε τήν ἀποκλειστικότητα τοῦ ἄλλου; Μέ ποιό δικαίωμα; ῞Οταν κάποιος εἶναι φίλος μου, τοῦ ἀπαγορεύεται νά ἔχει κι ἄλλους φίλους; ῞Οταν κάποιος βγαίνει μέ κάποιον φίλο του πρέπει νά εἶμαι κι ἐγώ μαζί του; Κι ἄν δέν εἶμαι θά παρεξηγηθῶ; Γιατί; Πόσο σέβομαι τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, τήν προσωπικότητά του; Χαίρομαι γιατί δέν εἶμαι ὁ ἀποκλειστικός φίλος. Τό ἴδιο καί γενικότερα μέσα στίς σχέσεις μας, στό χῶρο μας τόν ἐργασιακό, πόσο σεβόμαστε τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, τή δυνατότητά του νά εἶναι διαφορετικός; ᾿Ακόμα κι ὅταν κάποιος ἄνθρωπος ἔχει διαφορετική πίστη ἀπό μᾶς, πόσο σεβόμαστε τή διαφορετικότητά του, τή δυνατότητά του νά εἶναι κάτι ἄλλο, καί πόσο διαρκῶς συνεχίζουμε νά τόν ἀγαπᾶμε;
᾿Εάν λοιπόν παρατηρήσουμε, μέ πάρα πολλή προσοχή, θά δοῦμε ὅτι ἡ πραγματική ποιότητα τῶν ἀνθρωπίνων σχέσεων σ’ ὅλο της τό φάσμα, ἀλλά καί τῆς σχέσης τοῦ ἀνθρώπου μέ τό Θεό, ἐκεῖ πάσχει. Παρ’ ὅλο, πού τό ἀρχέτυπό μας, ὁ Χριστός, μᾶς ὁρίζει τόν τρόπο. ῎Αν ὁ Θεός ὅρισε τόν τρόπο τῆς σχέσης μαζί μας μέσα στήν ἐλευθερία καί στήν ἀγάπη, τί σημαίνει τό «ἀδιαιρέτως»; Δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς ἐσένα. ᾿Αλλά τό δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς ἐσένα, δέν σημαίνει «σέ καταπίνω». Σημαίνει, ἐπειδή δέν μπορῶ νά ζήσω χωρίς ἐσένα, θέλω νά εἶσαι αὐτός πού εἶσαι. Νά σ’ ἀγαπῶ γιατί εἶσαι «ἐσύ», κι ὄχι γιατί θέλω νά σέ κάνω, «ἐγώ».
Μητροπολίτης Σισανίου και Σιατίστης κ. Παύλος
Αναδημοσίευση από: Αηδόνι
Πέμπτη 15 Μαρτίου 2012
Διδαχές γέροντος παισίου
"Εκείνοι που ελέγχουν με αδιακρισία, έχουν πνευματική σκότιση και κακία και βλέπουν τους ανθρώπους σαν κούτσουρα..... Οι ελευθερωμένοι όμως άνθρωποι από τα πάθη, επειδή δεν έχουν κακία, το κακό το διορθώνουν με καλωσύνη. Αν δουν καμμιά φορά κάπου λίγη ακαθαρσία, που δεν καθαρίζεται, τη σκεπάζουν με καμμιά πλάκα, για να μην αηδιάζει και ο άλλος που θα την δει. Ενώ εκείνοι που ξεσκαλίζουν σκουπίδια, μοιάζουν με τις κότες !!! "
Οι γονείς και τα παιδιά
Οι γονείς πρέπει να βοηθούν από την μικρή ηλικία τα παιδιά να μάθουν να αναλαμβάνουν την ευθύνη του εαυτού τους
. Να κάνουν μέσα στην οικογένεια κάποια δουλειά που μπορούν. Να μην τα θέλουν όλα έτοιμα.
Διαφορετικά θα δυσκολευτούν ,όταν μεγαλώσουν. Ένας μάστορας δούλεψε σκληρά και μεγάλωσε τα παιδιά του . Εκείνα όλη την ημέρα γύριζαν στο μεσοχώρι. Παντρεύτηκαν και τα περίμεναν όλα από τον πατέρα τους. ‘Όταν ο πατέρας τους είπε πως είναι καιρός και αυτά να κοιτάξουν μόνα τους τα σπίτια τους, του είπαν
: « Καλά, πατέρα, εσύ δεν μας άφησες ,όταν ήμασταν μικρά και τώρα που μεγαλώσαμε και έχουμε υποχρεώσεις θα μας αφήσης ; » !
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ
. Να κάνουν μέσα στην οικογένεια κάποια δουλειά που μπορούν. Να μην τα θέλουν όλα έτοιμα.
Διαφορετικά θα δυσκολευτούν ,όταν μεγαλώσουν. Ένας μάστορας δούλεψε σκληρά και μεγάλωσε τα παιδιά του . Εκείνα όλη την ημέρα γύριζαν στο μεσοχώρι. Παντρεύτηκαν και τα περίμεναν όλα από τον πατέρα τους. ‘Όταν ο πατέρας τους είπε πως είναι καιρός και αυτά να κοιτάξουν μόνα τους τα σπίτια τους, του είπαν
: « Καλά, πατέρα, εσύ δεν μας άφησες ,όταν ήμασταν μικρά και τώρα που μεγαλώσαμε και έχουμε υποχρεώσεις θα μας αφήσης ; » !
ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ
Τρίτη 13 Μαρτίου 2012
Δευτέρα 12 Μαρτίου 2012
Ἐπιστροφή ἀπό τήν ἄλλη ζωή – Μαρτυρία
Ήμουν άθεη και έβριζα πολύ και φοβερά το Θεό. Ζούσα μέσα στη ντροπή και την πορνεία και ήμουν νεκρή στη γη. Όμως ο ελεήμων Θεός δεν άφησε να χαθώ, αλλά με οδήγησε στη μετάνοια.
Στα 1961 αρρώστησα από καρκίνο και ήμουν άρρωστη τρία χρόνια. Δεν έμενα ξαπλωμένη, παρά εργαζόμουνα και έκανα θεραπεία σε γιατρούς, ελπίζοντας να βρω θεραπεία. Τους τελευταίους έξη μήνες είχα τελείως αδυνατίσει, τόσο που ούτε νερό δεν μπορούσα να πιω. Μόλις το έπινα, αμέσως το έκανα εμετό. Τότε με πήγαν στο νοσοκομείο και επειδή ήμουν πολύ ενεργητική κάλεσαν ένα καθηγητή από τη Μόσχα και αποφάσισαν να με χειρουργήσουν.
Μόλις μου άνοιξαν την κοιλιά, αμέσως… … πέθανα. Η ψυχή μου βγήκε από το σώμα και στέκονταν ανάμεσα σε δύο γιατρούς και εγώ με μεγάλο φόβο και τρόμο κοίταζα την αρρώστια μου. Ολόκληρο το στομάχι μου και τα έντερά μου ήταν προσβεβλημένα από καρκίνο.
Στεκόμουνα και σκεπτόμουνα γιατί είμαστε δύο; Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει ψυχή.
Οι κομμουνιστές μας φούσκωναν και μας δίδασκαν ότι η ψυχή και ο Θεός δεν υπάρχουν, ότι αυτό είναι μόνο επινόηση των παπάδων για να ξεγελάσουν το λαό και να τον κρατούν σε φόβο για κάτι που δεν υπάρχει.
Βλέπω τον εαυτό μου που στέκεται και τον βλέπω πάλι πάνω στο χειρουργείο. Μου έβγαλαν έξω όλα τα εντόσθια και αναζητούσαν τον δωδεκαδάκτυλο. Αλλά εκεί υπήρχε μόνον πύον, τα πάντα ήταν κατεστραμμένα και χαλασμένα, τίποτε δεν ήταν υγιές. Οι γιατροί τότε είπαν: «αυτή δεν έχει με τι να ζήσει».
Όλα τα έβλεπα με μεγάλο φόβο και τρόμο και πάλι σκεπτόμουνα: «Πώς και από πού είμαστε δύο;. Στέκομαι και ταυτόχρονα είμαι ξαπλωμένη; “Οι γιατροί τότε επέστρεψαν τα εντόσθιά μου όπως-όπως και είπαν ότι το σώμα μου πρέπει να δοθεί στους νέους ειδικευόμενους γιατρούς για διδασκαλία και το μετέφεραν στο νεκροστάσιο και εγώ πήγαινα κοντά τους και όλο και παραξενευόμουνα και σκεφτόμουνα πως και από πού είμαστε δύο. Εκεί με άφησαν ξαπλωμένη γυμνή, καλυμμένη ως το ύψος του στήθους με ένα σεντόνι.
Μετά απ’ αυτό βλέπω ότι ήλθε ο αδελφός μου και έφερε το μικρό μου γιο. Ήταν έξι χρονών και ονομάζονταν Αντρούσκα (Αντρέι). Ο γιος μου πλησίασε το σώμα μου και με φίλησε στο κεφάλι . Άρχισε να κλαίει και να λέει: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Είμαι ακόμη μικρός, πως θα ζήσω χωρίς εσένα; Πατέρα δεν έχω και συ πέθανες! Εγώ τότε τον αγκάλιασα και τον φίλησα, αλλά αυτό δεν το αισθάνθηκε ούτε το είδε ούτε με πρόσεξε, αλλά κοίταγε το νεκρό μου σώμα. Έβλεπα επίσης πως έκλεγε ο αδελφός μου.
Μετά απ αυτό, εγώ με μιας βρέθηκα στο σπίτι μου. Ήλθε η πεθερά μου από τον πρώτο μου γάμο, η μητέρα μου και η αδελφή μου. Τον πρώτο μου σύζυγο τον εγκατέλειψα γιατί πίστευε στο Θεό. Τότε άρχισε η διανομή των πραγμάτων μου. Εγώ ζούσα πλούσια και με πολυτέλεια και όλα αυτά τα απόκτησα με αδικία και με πορνεία. Η αδελφή μου άρχισε να αφαιρεί τα πιο ωραία από τα πράγματά μου, ενώ η πεθερά ζητούσε να αφήσει και κάτι στο γιο μου. Η αδελφή μου δεν άφηνε τίποτε, αλλά επιπλέον άρχισε να εμπαίζει την πεθερά λέγοντας: «αυτό το παιδί δεν είναι από τον γιο σου και συ δεν του είσαι τίποτε». Μετά απ’ αυτό αυτές βγήκαν και έκλεισαν το σπίτι. Η αδελφή μου πήρε μαζί της και ένα μεγάλο μπόγο με πράγματα. Ενώ αυτές μάλωναν για τα πράγματά μου είδα γύρω μας να χορεύουν και να χαίρονται διάβολοι.
Ξαφνικά βρέθηκα στον αέρα και βλέπω σαν να πετώ με αεροπλάνο. Αισθάνομαι ότι κάποιος με συγκρατεί και ότι υψώνομαι όλο και πιο πολύ. Βρέθηκα πάνω από την πόλη ΜΠΑΡΝΑΟΥΛ. Μετά βλέπω ότι η πόλη χάθηκε . Έγινε σκοτάδι. Μετά απ’ αυτό άρχισε πάλι να έρχεται φως και στο τέλος φώτισε τελείως και το φως ήταν πάρα πολύ ισχυρό που δεν μπορούσα να το κοιτάξω. Με τοποθέτησαν σε μαύρη πλάκα ενάμιση μέτρου. Έβλεπα δένδρα με πολύ χοντρούς κορμούς και πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ανάμεσα στα δένδρα υπήρχαν σπίτια και μάλιστα όλα καινούργια, αλλά δεν είδα ποιοι ζούσαν σ αυτά. Στην κοιλάδα αυτή είδα πλούσιο πράσινο χορτάρι και σκέφτηκα: που βρίσκομαι εγώ τώρα; Αν βρίσκομαι στη γη τότε γιατί δεν υπάρχουν εδώ επιχειρήσεις, εργοστάσια ούτε άλλα κτίρια, γιατί δεν υπάρχουν δρόμοι ούτε συγκοινωνία; Τι μέρος είναι ετούτο εδώ χωρίς ανθρώπους και ποιος τέλος πάντων ζει εδώ;
Λίγο πιο πέρα είδα να περπατάει μια ωραία υψηλή γυναίκα με βασιλικά φορέματα κάτω από τα οποία φαίνονταν τα δάκτυλα των ποδιών. Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που από τα πόδια δεν λύγιζε ούτε το χορτάρι. Κοντά της πήγαινε ένας νεαρός που είχε ύψος ως τους ώμους της. Είχε κρυμμένο το πρόσωπό του με τα χέρια του και για κάτι έκλαιγε πολύ και πικρά και παρακαλούσε, αλλά για ποιο λόγο δεν μπορούσα να ακούσω. Σκέφτηκα ότι είναι ο γιος της και μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν τον λυπάται και δεν του εκπληρώνει το αίτημα. Αυτός έκλαιγε και θρηνούσε και εκείνη δεν του εκπλήρωνε την αίτηση.
(Σημείωση: Από όλα φαίνεται ότι αυτός ο νεαρός ήταν άγγελος φύλακας αυτής της νεκρής γυναίκας. Φαίνεται επίσης πόσο ενδιαφέρονται οι άγιοι άγγελοι για μας και τις ψυχές μας, αλλά εμείς δεν το βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται και αυτών το αίτημα είναι ανεκπλήρωτο, αν ο θάνατος μας βρει αμαρτωλούς και αμετανόητους).
Όταν αυτοί με πλησίασαν, ο νεαρός έπεσε μπροστά στα πόδια της και άρχισε να την παρακαλεί εντονότερα και να οδύρεται και να της ζητεί κάτι. Εκείνη κάτι του απάντησε, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι.
(Σημείωση: Είχα την ευκαιρία και από άλλες πηγές να γνωρίσω πως και πόσο πικρά κλαίει ο αγ. Άγγελος φύλακας όταν αυτός που του δόθηκε για φύλαξη δεν υπακούει στην αγία Εκκλησία και στην αγία πίστη, χάνοντας την ψυχή του για πάντα).
Όταν αυτοί με πλησίασαν ήθελα να τη ρωτήσω: «που βρίσκομαι;» Τη στιγμή εκείνη η γυναίκα αυτή σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, ύψωσε τα μάτια προς τον ουρανό και είπε : «Κύριε, που θα πάει αυτή έτσι;». Εγώ τότε έτρεμα και μόλις τώρα κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, ότι η ψυχή μου βρίσκονταν στον ουρανό και το σώμα έμεινε στη γη. Τότε άρχισα να κλαίω και να οδύρομαι και ακούω φωνή που λέει: «επιστρέψτε την στη γη για τις αγαθοεργίες του πατέρα της». Άλλη φωνή απάντησε: «βαρέθηκα την αμαρτωλή και διεφθαρμένη ζωή της. Εγώ ήθελα να την εξαφανίσω από προσώπου γης χωρίς μετάνοια, αλλά με παρακάλεσε γι’ αυτήν ο πατέρας της. Δείξε της το μέρος για το οποίο άξιζε».
Αμέσως βρέθηκα στον Άδη. Τότε άρχισαν να έρπουν μέχρις εμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια με μακριές γλώσσες που ξερνούσαν φωτιά και άλλες αποκρουστικές βρωμιές. Η βρώμα ήταν αβάσταχτη. Αυτά τα φίδια τυλίχθηκαν γύρω μου και ταυτόχρονα από κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ίσαμε το δάκτυλο με ουρές που κατέληγαν σε βελόνες και άγκιστρα. Αυτά έμπαιναν σε όλα τα ανοικτά μου μέρη, στα αυτιά, στα μάτια, στη μύτη, κ.λ.π. και έτσι με βασάνιζαν και εγώ κραύγαζα όχι με την φωνή μου. Αλλά εκεί δεν υπήρχε από πουθενά ούτε βοήθεια ούτε έλεος από κανένα. Εκεί είδα πως παρουσιάστηκε η γυναίκα που πέθανε από άμβλωση και άρχισε να παρακαλεί τον Κύριο για έλεος. ΑΥΤΟΣ της απάντησε: «εσύ στην γη δεν με αναγνώριζες, σκότωνες τα παιδιά στην κοιλιά σου και επί πλέον έλεγες στους ανθρώπους: δεν πρέπει να γεννάτε παιδιά, τα παιδιά είναι περιττά». Σε μένα δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν περιττά. Σε μένα υπάρχουν τα πάντα και για όλους αρκετά.
Σε μένα ο Κύριος είπε: «Εγώ σου έδωσα την αρρώστια για να μετανοήσεις, αλλά εσύ με έβριζες ως το τέλος της ζωής και δεν Με αναγνώριζες και για τον λόγο αυτό και εγώ δεν σε αναγνωρίζω! Πώς στη γη έζησες χωρίς τον Κύριο Θεό, έτσι και εδώ θα ζήσεις!».
Ξαφνικά όλα μεταστράφηκαν και εγώ κάπου πέταξα. Η βρώμα χάθηκε, χάθηκε και ο δυνατός οδυρμός και εγώ ξαφνικά είδα την εκκλησία μου που ενέπαιζα. Άνοιξε η πύλη και από αυτή βγήκε ιερέας ντυμένος στα άσπρα. Αυτός στέκονταν με σκυμμένο το κεφάλι και κάποια φωνή με ρωτάει: «ποιος είναι αυτός;». Εγώ απάντησα: «ο ιερέας μας». «Εσύ έλεγες ότι είναι χαραμοφάης, αυτός δεν είναι χαραμοφάης, αλλά πραγματικός ποιμένας, δεν είναι μισθοφόρος. Γνώριζε πως αν και είναι κατά το βαθμό μικρός, συνηθισμένος ιερέας, υπηρετεί Εμένα, μάθε ακόμη και τούτο: αν δεν σου διαβάσει αυτός την ευχή της εξομολόγησης, εγώ δεν θα σε συγχωρήσω»! Τότε άρχισα να παρακαλώ: «Κύριε, γύρισέ με στη γη, έχω ένα μικρό γιο». Ο Κύριος είπε: «ξέρω ότι έχεις μικρό γιο, είναι κρίμα γι αυτόν». «Κρίμα», απάντησα εγώ. Τότε Εκείνος αποκρίθηκε: «Εγώ σας λυπούμαι όλους και τρεις φορές σας λυπούμαι. Όλους σας περιμένω πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό όνειρο, να μετανοήσετε και να έλθετε στον εαυτό σας;».
Εδώ τώρα εμφανίστηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού, που νωρίτερα την αποκαλούσα γυναίκα και πήρα το θάρρος να τη ρωτήσω: «Υπάρχει εδώ σε σας παράδεισος;». Αντί για απάντηση μετά απ αυτές τις λέξεις, ξαναβρέθηκα στην κόλαση στον Άδη. Τώρα ήταν χειρότερα από ότι την προηγούμενη φορά. Έτρεξαν ολόγυρά μου οι δαίμονες με καταλόγους και μου έδειχναν τα αμαρτήματά μου και φώναζαν: «εσύ μας υπηρέτησες όταν ήσουν στη γη»! Άρχισα να διαβάζω τα αμαρτήματά μου, όλα μου τα έργα μου που ήταν γραμμένα με μεγάλα γράμματα και ένοιωσα φοβερό φόβο. Από τα στόματά τους έβγαινε φωτιά. Οι δαίμονες με κτυπούσαν στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες από φωτιά και με έκαιγαν. Γύρω μου ακούονταν φοβερός θρήνος και κοπετός πολλών ανθρώπων.
Όταν το πυρ δυνάμωνε έβλεπα τα πάντα γύρω μου. Οι ψυχές είχαν φοβερή όψη, ήταν σακατεμένες με τεντωμένους λαιμούς και πρησμένα μάτια. Μου έλεγαν ότι είσαι συντρόφισσα (φαίνεται ότι ήταν κομμουνίστριες) και είσαι υποχρεωμένη να ζήσεις μαζί μας. Όπως εσύ έτσι και εμείς όταν είμαστε στη γη δεν αναγνωρίζαμε το Θεό, τον βρίζαμε και κάναμε κάθε κακό, την πορνεία, την υπερηφάνεια και άλλα και ποτέ δεν μετανοήσαμε. Όσοι αμάρτησαν, αλλά μετάνιωσαν, πήγαιναν στη εκκλησία, προσεύχονταν στο Θεό, ελεούσαν τους φτωχούς και βοηθούσαν όσους βρίσκονταν σε ανάγκη και κακοτυχία, αυτοί είναι εκεί πάνω. (Σημείωση: δηλαδή στο παράδεισο, τον οποίο αυτοί εδώ δεν ήθελαν ούτε να μνημονεύσουν).
Εγώ φοβήθηκα φοβερά από αυτά τα λόγια, μου φαίνονταν ότι ήδη βρισκόμουνα εδώ στον Άδη ολόκληρη ζωή και αυτοί μου λένε ότι θα ζήσω μαζί τους αιώνια.
Μετά από αυτό εμφανίστηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού και έγινε φως, οι δαίμονες τράπηκαν σε φυγή και οι ψυχές που βασανίζονται στην κόλαση άρχισαν να φωνάζουν και να την ικετεύουν για έλεος: «Ουράνια βασίλισσα, μη μας αφήνεις εδώ» φώναζαν. «Καιγόμαστε Μητέρα του Θεού και δεν υπάρχει ούτε σταγόνα νερό»! Εκείνη έκλαιγε και μέσα από το κλάμα έλεγε: «Όσο ζούσατε στη γη δε με αναγνωρίζατε και δε μετανοούσατε για τις αμαρτίες σας στον Γιο Μου και Θεό σας και Εγώ τώρα δεν μπορώ να σας βοηθήσω, δεν μπορώ να παραβώ την επιθυμία του Γιου μου και Εκείνος δεν μπορεί την επιθυμία του Πατέρα του! Βοηθώ μόνο αυτούς για τους οποίους παρακαλούν οι συγγενείς και για τους οποίους προσεύχεται η αγία εκκλησία». Μετά απ αυτό εμείς αρχίσαμε να υψωνόμαστε και από κάτω αναδίδονταν δυνατή κραυγή φωνών: «Μητέρα του Θεού μη μας αφήνεις».
Ξανά υπήρχε σκοτάδι και εγώ βρέθηκα στην ίδια πλάκα. Σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος η Μητέρα του Θεού ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται λέγοντας: «τι να κάνω μ αυτήν, που να την βάλω; Μια φωνή απάντησε : «αφήστε την από τα μαλλιά στη γη». «Μα αυτή είναι κουρεμένη». Η φωνή είπε πάλι: «Πιάστε την από τα μαλλιά». Τότε η Μητέρα του Θεού έφυγε ήσυχα, η πόρτα της μισάνοιξε έτσι που πίσω απ’ αυτήν δεν έβλεπα τίποτε. Κατόπιν επέστρεψε κρατώντας τα μαλλιά μου στα χέρια της και από κάπου εμφανίστηκαν 12 άμαξες χωρίς τροχούς, κινούνταν σιγά και εγώ τις ακολουθούσα. Η Μητέρα του Θεού μου έδωσε τα μαλλιά, αλλά εγώ δεν αντιλήφθηκα ότι με άγγιξε. Άκουσα μόνο όταν είπε ότι η δωδέκατη άμαξα δεν έχει πάτο. Φοβόμουν να καθίσω σ’ αυτήν, αλλά η Μητέρα του Θεού με έσπρωξε στη γη απ’ αυτή.
Μετά απ αυτό εγώ συνήλθα και ενσυνείδητα στεκόμουν και κοίταζα. Ήταν μιάμιση η ώρα το απόγευμα. Μετά από κείνο το φως που είδα εκεί όλα στη γη μου φαίνονταν άσχημα και δεν μου άρεσε που ήμουν στη γη, αλλά τι να κάνω. Τώρα είπα μόνη μου στην ψυχή μου: «πήγαινε στο σώμα»! Τότε βρέθηκα πάλι στο νοσοκομείο και πήγαμε στο ψυγείο που φύλαγαν τα πτώματα. Αυτό ήταν κλειστό, αλλά εγώ μπήκα μέσα χωρίς κώλυμα και είδα το νεκρό μου σώμα: Το κεφάλι μου ήταν γυρισμένο λίγο προς τα πλάγια, ενώ η μέση μου πιέζονταν από νεκρούς. Μόλις η ψυχή μου μπήκε στο σώμα, αμέσως αισθάνθηκα ισχυρό ψύχος. Κάπως απελευθέρωσα την πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα και έσφιξα τα γόνατα με τα χέρια. Τη στιγμή εκείνη έβαλαν μέσα το νεκρό σώμα κάποιου ανθρώπου και όταν άναψαν το φως με είδαν σκυμμένη, ενώ εκείνοι συνήθως βάζουν όλους τους νεκρούς με το πρόσωπο προς τα πάνω. Βλέποντάς με έτσι οι νοσοκόμοι φοβήθηκαν και από το φόβο διασκορπίστηκαν. Επέστρεψαν με δύο γιατρούς, που αμέσως διέταξαν να ζεσταθεί το μυαλό μου με λάμπες. Στο σώμα μου υπήρχαν οκτώ τομές (μάθαιναν πάνω σ αυτό): τρεις στο στήθος και οι υπόλοιπες στην κοιλιά. Δύο ώρες μετά το ζέσταμα του κεφαλιού άνοιξα τα μάτια και μόλις μετά από 12 μέρες μίλησα.
Το πρωί μου έφεραν πρωινό τηγανίτες με βούτυρο και καφέ (ήταν μέρα νηστείας), αλλά δεν ήθελα να φάω και τους είπα ότι δε θα φάω. Οι νοσοκόμοι έφυγαν πάλι και όλοι στο νοσοκομείο άρχισαν να με προσέχουν. Ήλθαν οι γιατροί και με ρώτησαν γιατί δεν θέλω να φάω. Τους απάντησα: «καθίστε και θα σας διηγηθώ τι είδε η ψυχή μου. Όποιος δεν νηστεύει τις μέρες της νηστείας, αυτός θα φάει βρωμερά και σιχαμερά πράγματα. Γι αυτό σήμερα δε θα φάω όπως και σ όλες τις νηστείες δε θα αρτυθώ». Οι γιατροί από την έκπληξη, τη μια κοκκίνιζαν την άλλη κιτρίνιζαν και οι ασθενείς με άκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί και εγώ τους είπα ότι τίποτε πλέον δεν με πονάει. Τότε άρχισε να έρχεται σε μένα κόσμος και μάλιστα πολύς και εγώ σε όλους διηγιόμουνα και έδειχνα τις πληγές. Η αστυνομία άρχισε να διώχνει τον κόσμο και μένα με μετέφεραν σε άλλο νοσοκομείο. Εκεί ανάρρωσα τελείως και παρακάλεσα τους γιατρούς να με γιατρέψουν όσο το δυνατό νωρίτερα τις τομές που μου έκαναν μαθαίνοντας πάνω μου. Τότε με έβαλαν πάλι στο χειρουργικό τραπέζι και όταν οι γιατροί άνοιξαν την κοιλιά μου είπαν : «Γιατί χειρουργήσανε τελείως υγιή άνθρωπο;». Εγώ τότε τους ρώτησα: «Ποια είναι η αρρώστια μου;» Αυτοί μου απάντησαν : «Τα εντόσθιά σας είναι υγιή και καθαρά όπως του παιδιού». Τους είπα ότι τα μάτια μου ήταν δεμένα κατά τη διάρκεια της εγχείρησης, αλλ ότι, παρ όλα αυτά, είδα το εσωτερικό μου στον καθρέπτη του ταβανιού. Ήλθαν και οι γιατροί που έκαναν την εγχείρηση και όταν πλησίασαν είπαν: «Που είναι η αρρώστια της; τα εντόσθιά της ήταν όλα διαλυμένα και προσβεβλημένα από τον καρκίνο και τώρα είναι τελείως υγιή». Τους απάντησα: ο ΚΥΡΙΟΣ ο ΘΕΟΣ φανέρωσε το έλεός του πάνω σε μένα την αμαρτωλή, για να ζήσω ακόμη και μαρτυρήσω στους άλλους ό,τι είδα και ό,τι μου συνέβη. ΕΚΕΙΝΟΣ, ο ΚΥΡΙΟΣ ο ΘΕΟΣ πήρε ότι κατεστραμμένο ήταν μέσα μου και μου έδωσε υγιή, σε όλους θα το διηγούμαι, ώσπου να πεθάνω. Κατόπιν είπα στο γιατρό: «Βλέπεις πως γελαστήκατε;» και εκείνος απάντησε ότι «τίποτε δεν ήταν υγιές μέσα σου». «Τι νομίζετε τώρα;» τον ρώτησα εγώ. Απάντησε: «σε αναγέννησε ο ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ!» Τότε του απάντησα: «Αν πιστεύετε σ’ αυτόν κάντε τον σταυρό σας και παντρευτείτε στην εκκλησία». Ο γιατρός κοκκίνισε γιατί ήταν Εβραίος. Πρόσθεσα ακόμη: γίνου αρεστός στον Κύριο το ΘΕΟ.
Κατόπιν άφησα το νοσοκομείο, κάλεσα τον ιερέα που νωρίτερα ενέπαιζα και του έκανα επιθέσεις, αποκαλώντας τον χαραμοφάη. Του διηγήθηκα όλα όσα μου συνέβησαν, εξομολογήθηκα και μετάλαβα των αγίων του Χριστού μυστηρίων. Τον κάλεσα και ευλόγησε το σπίτι μου, γιατί ως τώρα σ αυτό βασίλευε η αμαρτία, η μικρότητα, το μεθύσι, ο εμπαιγμός και η μάχη.
Τώρα εγώ η αμαρτωλή ΚΛΑΥΔΙΑ που είμαι 40 χρονών με την βοήθεια του Θεού και της Ουράνιας Βασίλισσας, ζω χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στη εκκλησία, στο ναό του Θεού και ο Κύριος με βοηθάει. Από όλες τις μεριές του κόσμου με επισκέπτονται άνθρωποι και εγώ διηγούμαι σε όλους όσα μου συνέβησαν, είδα και άκουσα. Με τη βοήθεια του Θεού τους δέχομαι όλους, διηγούμαι σε όλους τι ήμουν πριν, τι μου συνέβη τώρα και για ποιο λόγο είμαι τώρα πιστή.
Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος ο Θεός! Όλους τους συμβουλεύω να προσέχουν πως ζουν, γιατί πράγματι υπάρχει άλλος κόσμος και άλλη ζωή και ότι ο καθένας θα δώσει λόγο για τα γήινα έργα του και ότι ανάλογα μ’ αυτά θα έχει πλήρως δίκαια ανταμοιβή ή τιμωρία και μάλιστα αιώνια. Να ζήτε όλοι χριστιανικά και κατά ΘΕΟΝ. ΑΜΗΝ.
Ουστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ” ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
Στα 1961 αρρώστησα από καρκίνο και ήμουν άρρωστη τρία χρόνια. Δεν έμενα ξαπλωμένη, παρά εργαζόμουνα και έκανα θεραπεία σε γιατρούς, ελπίζοντας να βρω θεραπεία. Τους τελευταίους έξη μήνες είχα τελείως αδυνατίσει, τόσο που ούτε νερό δεν μπορούσα να πιω. Μόλις το έπινα, αμέσως το έκανα εμετό. Τότε με πήγαν στο νοσοκομείο και επειδή ήμουν πολύ ενεργητική κάλεσαν ένα καθηγητή από τη Μόσχα και αποφάσισαν να με χειρουργήσουν.
Μόλις μου άνοιξαν την κοιλιά, αμέσως… … πέθανα. Η ψυχή μου βγήκε από το σώμα και στέκονταν ανάμεσα σε δύο γιατρούς και εγώ με μεγάλο φόβο και τρόμο κοίταζα την αρρώστια μου. Ολόκληρο το στομάχι μου και τα έντερά μου ήταν προσβεβλημένα από καρκίνο.
Στεκόμουνα και σκεπτόμουνα γιατί είμαστε δύο; Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει ψυχή.
Οι κομμουνιστές μας φούσκωναν και μας δίδασκαν ότι η ψυχή και ο Θεός δεν υπάρχουν, ότι αυτό είναι μόνο επινόηση των παπάδων για να ξεγελάσουν το λαό και να τον κρατούν σε φόβο για κάτι που δεν υπάρχει.
Βλέπω τον εαυτό μου που στέκεται και τον βλέπω πάλι πάνω στο χειρουργείο. Μου έβγαλαν έξω όλα τα εντόσθια και αναζητούσαν τον δωδεκαδάκτυλο. Αλλά εκεί υπήρχε μόνον πύον, τα πάντα ήταν κατεστραμμένα και χαλασμένα, τίποτε δεν ήταν υγιές. Οι γιατροί τότε είπαν: «αυτή δεν έχει με τι να ζήσει».
Όλα τα έβλεπα με μεγάλο φόβο και τρόμο και πάλι σκεπτόμουνα: «Πώς και από πού είμαστε δύο;. Στέκομαι και ταυτόχρονα είμαι ξαπλωμένη; “Οι γιατροί τότε επέστρεψαν τα εντόσθιά μου όπως-όπως και είπαν ότι το σώμα μου πρέπει να δοθεί στους νέους ειδικευόμενους γιατρούς για διδασκαλία και το μετέφεραν στο νεκροστάσιο και εγώ πήγαινα κοντά τους και όλο και παραξενευόμουνα και σκεφτόμουνα πως και από πού είμαστε δύο. Εκεί με άφησαν ξαπλωμένη γυμνή, καλυμμένη ως το ύψος του στήθους με ένα σεντόνι.
Μετά απ’ αυτό βλέπω ότι ήλθε ο αδελφός μου και έφερε το μικρό μου γιο. Ήταν έξι χρονών και ονομάζονταν Αντρούσκα (Αντρέι). Ο γιος μου πλησίασε το σώμα μου και με φίλησε στο κεφάλι . Άρχισε να κλαίει και να λέει: «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες; Είμαι ακόμη μικρός, πως θα ζήσω χωρίς εσένα; Πατέρα δεν έχω και συ πέθανες! Εγώ τότε τον αγκάλιασα και τον φίλησα, αλλά αυτό δεν το αισθάνθηκε ούτε το είδε ούτε με πρόσεξε, αλλά κοίταγε το νεκρό μου σώμα. Έβλεπα επίσης πως έκλεγε ο αδελφός μου.
Μετά απ αυτό, εγώ με μιας βρέθηκα στο σπίτι μου. Ήλθε η πεθερά μου από τον πρώτο μου γάμο, η μητέρα μου και η αδελφή μου. Τον πρώτο μου σύζυγο τον εγκατέλειψα γιατί πίστευε στο Θεό. Τότε άρχισε η διανομή των πραγμάτων μου. Εγώ ζούσα πλούσια και με πολυτέλεια και όλα αυτά τα απόκτησα με αδικία και με πορνεία. Η αδελφή μου άρχισε να αφαιρεί τα πιο ωραία από τα πράγματά μου, ενώ η πεθερά ζητούσε να αφήσει και κάτι στο γιο μου. Η αδελφή μου δεν άφηνε τίποτε, αλλά επιπλέον άρχισε να εμπαίζει την πεθερά λέγοντας: «αυτό το παιδί δεν είναι από τον γιο σου και συ δεν του είσαι τίποτε». Μετά απ’ αυτό αυτές βγήκαν και έκλεισαν το σπίτι. Η αδελφή μου πήρε μαζί της και ένα μεγάλο μπόγο με πράγματα. Ενώ αυτές μάλωναν για τα πράγματά μου είδα γύρω μας να χορεύουν και να χαίρονται διάβολοι.
Ξαφνικά βρέθηκα στον αέρα και βλέπω σαν να πετώ με αεροπλάνο. Αισθάνομαι ότι κάποιος με συγκρατεί και ότι υψώνομαι όλο και πιο πολύ. Βρέθηκα πάνω από την πόλη ΜΠΑΡΝΑΟΥΛ. Μετά βλέπω ότι η πόλη χάθηκε . Έγινε σκοτάδι. Μετά απ’ αυτό άρχισε πάλι να έρχεται φως και στο τέλος φώτισε τελείως και το φως ήταν πάρα πολύ ισχυρό που δεν μπορούσα να το κοιτάξω. Με τοποθέτησαν σε μαύρη πλάκα ενάμιση μέτρου. Έβλεπα δένδρα με πολύ χοντρούς κορμούς και πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ανάμεσα στα δένδρα υπήρχαν σπίτια και μάλιστα όλα καινούργια, αλλά δεν είδα ποιοι ζούσαν σ αυτά. Στην κοιλάδα αυτή είδα πλούσιο πράσινο χορτάρι και σκέφτηκα: που βρίσκομαι εγώ τώρα; Αν βρίσκομαι στη γη τότε γιατί δεν υπάρχουν εδώ επιχειρήσεις, εργοστάσια ούτε άλλα κτίρια, γιατί δεν υπάρχουν δρόμοι ούτε συγκοινωνία; Τι μέρος είναι ετούτο εδώ χωρίς ανθρώπους και ποιος τέλος πάντων ζει εδώ;
Λίγο πιο πέρα είδα να περπατάει μια ωραία υψηλή γυναίκα με βασιλικά φορέματα κάτω από τα οποία φαίνονταν τα δάκτυλα των ποδιών. Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που από τα πόδια δεν λύγιζε ούτε το χορτάρι. Κοντά της πήγαινε ένας νεαρός που είχε ύψος ως τους ώμους της. Είχε κρυμμένο το πρόσωπό του με τα χέρια του και για κάτι έκλαιγε πολύ και πικρά και παρακαλούσε, αλλά για ποιο λόγο δεν μπορούσα να ακούσω. Σκέφτηκα ότι είναι ο γιος της και μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν τον λυπάται και δεν του εκπληρώνει το αίτημα. Αυτός έκλαιγε και θρηνούσε και εκείνη δεν του εκπλήρωνε την αίτηση.
(Σημείωση: Από όλα φαίνεται ότι αυτός ο νεαρός ήταν άγγελος φύλακας αυτής της νεκρής γυναίκας. Φαίνεται επίσης πόσο ενδιαφέρονται οι άγιοι άγγελοι για μας και τις ψυχές μας, αλλά εμείς δεν το βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται και αυτών το αίτημα είναι ανεκπλήρωτο, αν ο θάνατος μας βρει αμαρτωλούς και αμετανόητους).
Όταν αυτοί με πλησίασαν, ο νεαρός έπεσε μπροστά στα πόδια της και άρχισε να την παρακαλεί εντονότερα και να οδύρεται και να της ζητεί κάτι. Εκείνη κάτι του απάντησε, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι.
(Σημείωση: Είχα την ευκαιρία και από άλλες πηγές να γνωρίσω πως και πόσο πικρά κλαίει ο αγ. Άγγελος φύλακας όταν αυτός που του δόθηκε για φύλαξη δεν υπακούει στην αγία Εκκλησία και στην αγία πίστη, χάνοντας την ψυχή του για πάντα).
Όταν αυτοί με πλησίασαν ήθελα να τη ρωτήσω: «που βρίσκομαι;» Τη στιγμή εκείνη η γυναίκα αυτή σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, ύψωσε τα μάτια προς τον ουρανό και είπε : «Κύριε, που θα πάει αυτή έτσι;». Εγώ τότε έτρεμα και μόλις τώρα κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, ότι η ψυχή μου βρίσκονταν στον ουρανό και το σώμα έμεινε στη γη. Τότε άρχισα να κλαίω και να οδύρομαι και ακούω φωνή που λέει: «επιστρέψτε την στη γη για τις αγαθοεργίες του πατέρα της». Άλλη φωνή απάντησε: «βαρέθηκα την αμαρτωλή και διεφθαρμένη ζωή της. Εγώ ήθελα να την εξαφανίσω από προσώπου γης χωρίς μετάνοια, αλλά με παρακάλεσε γι’ αυτήν ο πατέρας της. Δείξε της το μέρος για το οποίο άξιζε».
Αμέσως βρέθηκα στον Άδη. Τότε άρχισαν να έρπουν μέχρις εμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια με μακριές γλώσσες που ξερνούσαν φωτιά και άλλες αποκρουστικές βρωμιές. Η βρώμα ήταν αβάσταχτη. Αυτά τα φίδια τυλίχθηκαν γύρω μου και ταυτόχρονα από κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ίσαμε το δάκτυλο με ουρές που κατέληγαν σε βελόνες και άγκιστρα. Αυτά έμπαιναν σε όλα τα ανοικτά μου μέρη, στα αυτιά, στα μάτια, στη μύτη, κ.λ.π. και έτσι με βασάνιζαν και εγώ κραύγαζα όχι με την φωνή μου. Αλλά εκεί δεν υπήρχε από πουθενά ούτε βοήθεια ούτε έλεος από κανένα. Εκεί είδα πως παρουσιάστηκε η γυναίκα που πέθανε από άμβλωση και άρχισε να παρακαλεί τον Κύριο για έλεος. ΑΥΤΟΣ της απάντησε: «εσύ στην γη δεν με αναγνώριζες, σκότωνες τα παιδιά στην κοιλιά σου και επί πλέον έλεγες στους ανθρώπους: δεν πρέπει να γεννάτε παιδιά, τα παιδιά είναι περιττά». Σε μένα δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν περιττά. Σε μένα υπάρχουν τα πάντα και για όλους αρκετά.
Σε μένα ο Κύριος είπε: «Εγώ σου έδωσα την αρρώστια για να μετανοήσεις, αλλά εσύ με έβριζες ως το τέλος της ζωής και δεν Με αναγνώριζες και για τον λόγο αυτό και εγώ δεν σε αναγνωρίζω! Πώς στη γη έζησες χωρίς τον Κύριο Θεό, έτσι και εδώ θα ζήσεις!».
Ξαφνικά όλα μεταστράφηκαν και εγώ κάπου πέταξα. Η βρώμα χάθηκε, χάθηκε και ο δυνατός οδυρμός και εγώ ξαφνικά είδα την εκκλησία μου που ενέπαιζα. Άνοιξε η πύλη και από αυτή βγήκε ιερέας ντυμένος στα άσπρα. Αυτός στέκονταν με σκυμμένο το κεφάλι και κάποια φωνή με ρωτάει: «ποιος είναι αυτός;». Εγώ απάντησα: «ο ιερέας μας». «Εσύ έλεγες ότι είναι χαραμοφάης, αυτός δεν είναι χαραμοφάης, αλλά πραγματικός ποιμένας, δεν είναι μισθοφόρος. Γνώριζε πως αν και είναι κατά το βαθμό μικρός, συνηθισμένος ιερέας, υπηρετεί Εμένα, μάθε ακόμη και τούτο: αν δεν σου διαβάσει αυτός την ευχή της εξομολόγησης, εγώ δεν θα σε συγχωρήσω»! Τότε άρχισα να παρακαλώ: «Κύριε, γύρισέ με στη γη, έχω ένα μικρό γιο». Ο Κύριος είπε: «ξέρω ότι έχεις μικρό γιο, είναι κρίμα γι αυτόν». «Κρίμα», απάντησα εγώ. Τότε Εκείνος αποκρίθηκε: «Εγώ σας λυπούμαι όλους και τρεις φορές σας λυπούμαι. Όλους σας περιμένω πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό όνειρο, να μετανοήσετε και να έλθετε στον εαυτό σας;».
Εδώ τώρα εμφανίστηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού, που νωρίτερα την αποκαλούσα γυναίκα και πήρα το θάρρος να τη ρωτήσω: «Υπάρχει εδώ σε σας παράδεισος;». Αντί για απάντηση μετά απ αυτές τις λέξεις, ξαναβρέθηκα στην κόλαση στον Άδη. Τώρα ήταν χειρότερα από ότι την προηγούμενη φορά. Έτρεξαν ολόγυρά μου οι δαίμονες με καταλόγους και μου έδειχναν τα αμαρτήματά μου και φώναζαν: «εσύ μας υπηρέτησες όταν ήσουν στη γη»! Άρχισα να διαβάζω τα αμαρτήματά μου, όλα μου τα έργα μου που ήταν γραμμένα με μεγάλα γράμματα και ένοιωσα φοβερό φόβο. Από τα στόματά τους έβγαινε φωτιά. Οι δαίμονες με κτυπούσαν στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες από φωτιά και με έκαιγαν. Γύρω μου ακούονταν φοβερός θρήνος και κοπετός πολλών ανθρώπων.
Όταν το πυρ δυνάμωνε έβλεπα τα πάντα γύρω μου. Οι ψυχές είχαν φοβερή όψη, ήταν σακατεμένες με τεντωμένους λαιμούς και πρησμένα μάτια. Μου έλεγαν ότι είσαι συντρόφισσα (φαίνεται ότι ήταν κομμουνίστριες) και είσαι υποχρεωμένη να ζήσεις μαζί μας. Όπως εσύ έτσι και εμείς όταν είμαστε στη γη δεν αναγνωρίζαμε το Θεό, τον βρίζαμε και κάναμε κάθε κακό, την πορνεία, την υπερηφάνεια και άλλα και ποτέ δεν μετανοήσαμε. Όσοι αμάρτησαν, αλλά μετάνιωσαν, πήγαιναν στη εκκλησία, προσεύχονταν στο Θεό, ελεούσαν τους φτωχούς και βοηθούσαν όσους βρίσκονταν σε ανάγκη και κακοτυχία, αυτοί είναι εκεί πάνω. (Σημείωση: δηλαδή στο παράδεισο, τον οποίο αυτοί εδώ δεν ήθελαν ούτε να μνημονεύσουν).
Εγώ φοβήθηκα φοβερά από αυτά τα λόγια, μου φαίνονταν ότι ήδη βρισκόμουνα εδώ στον Άδη ολόκληρη ζωή και αυτοί μου λένε ότι θα ζήσω μαζί τους αιώνια.
Μετά από αυτό εμφανίστηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού και έγινε φως, οι δαίμονες τράπηκαν σε φυγή και οι ψυχές που βασανίζονται στην κόλαση άρχισαν να φωνάζουν και να την ικετεύουν για έλεος: «Ουράνια βασίλισσα, μη μας αφήνεις εδώ» φώναζαν. «Καιγόμαστε Μητέρα του Θεού και δεν υπάρχει ούτε σταγόνα νερό»! Εκείνη έκλαιγε και μέσα από το κλάμα έλεγε: «Όσο ζούσατε στη γη δε με αναγνωρίζατε και δε μετανοούσατε για τις αμαρτίες σας στον Γιο Μου και Θεό σας και Εγώ τώρα δεν μπορώ να σας βοηθήσω, δεν μπορώ να παραβώ την επιθυμία του Γιου μου και Εκείνος δεν μπορεί την επιθυμία του Πατέρα του! Βοηθώ μόνο αυτούς για τους οποίους παρακαλούν οι συγγενείς και για τους οποίους προσεύχεται η αγία εκκλησία». Μετά απ αυτό εμείς αρχίσαμε να υψωνόμαστε και από κάτω αναδίδονταν δυνατή κραυγή φωνών: «Μητέρα του Θεού μη μας αφήνεις».
Ξανά υπήρχε σκοτάδι και εγώ βρέθηκα στην ίδια πλάκα. Σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος η Μητέρα του Θεού ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται λέγοντας: «τι να κάνω μ αυτήν, που να την βάλω; Μια φωνή απάντησε : «αφήστε την από τα μαλλιά στη γη». «Μα αυτή είναι κουρεμένη». Η φωνή είπε πάλι: «Πιάστε την από τα μαλλιά». Τότε η Μητέρα του Θεού έφυγε ήσυχα, η πόρτα της μισάνοιξε έτσι που πίσω απ’ αυτήν δεν έβλεπα τίποτε. Κατόπιν επέστρεψε κρατώντας τα μαλλιά μου στα χέρια της και από κάπου εμφανίστηκαν 12 άμαξες χωρίς τροχούς, κινούνταν σιγά και εγώ τις ακολουθούσα. Η Μητέρα του Θεού μου έδωσε τα μαλλιά, αλλά εγώ δεν αντιλήφθηκα ότι με άγγιξε. Άκουσα μόνο όταν είπε ότι η δωδέκατη άμαξα δεν έχει πάτο. Φοβόμουν να καθίσω σ’ αυτήν, αλλά η Μητέρα του Θεού με έσπρωξε στη γη απ’ αυτή.
Μετά απ αυτό εγώ συνήλθα και ενσυνείδητα στεκόμουν και κοίταζα. Ήταν μιάμιση η ώρα το απόγευμα. Μετά από κείνο το φως που είδα εκεί όλα στη γη μου φαίνονταν άσχημα και δεν μου άρεσε που ήμουν στη γη, αλλά τι να κάνω. Τώρα είπα μόνη μου στην ψυχή μου: «πήγαινε στο σώμα»! Τότε βρέθηκα πάλι στο νοσοκομείο και πήγαμε στο ψυγείο που φύλαγαν τα πτώματα. Αυτό ήταν κλειστό, αλλά εγώ μπήκα μέσα χωρίς κώλυμα και είδα το νεκρό μου σώμα: Το κεφάλι μου ήταν γυρισμένο λίγο προς τα πλάγια, ενώ η μέση μου πιέζονταν από νεκρούς. Μόλις η ψυχή μου μπήκε στο σώμα, αμέσως αισθάνθηκα ισχυρό ψύχος. Κάπως απελευθέρωσα την πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα και έσφιξα τα γόνατα με τα χέρια. Τη στιγμή εκείνη έβαλαν μέσα το νεκρό σώμα κάποιου ανθρώπου και όταν άναψαν το φως με είδαν σκυμμένη, ενώ εκείνοι συνήθως βάζουν όλους τους νεκρούς με το πρόσωπο προς τα πάνω. Βλέποντάς με έτσι οι νοσοκόμοι φοβήθηκαν και από το φόβο διασκορπίστηκαν. Επέστρεψαν με δύο γιατρούς, που αμέσως διέταξαν να ζεσταθεί το μυαλό μου με λάμπες. Στο σώμα μου υπήρχαν οκτώ τομές (μάθαιναν πάνω σ αυτό): τρεις στο στήθος και οι υπόλοιπες στην κοιλιά. Δύο ώρες μετά το ζέσταμα του κεφαλιού άνοιξα τα μάτια και μόλις μετά από 12 μέρες μίλησα.
Το πρωί μου έφεραν πρωινό τηγανίτες με βούτυρο και καφέ (ήταν μέρα νηστείας), αλλά δεν ήθελα να φάω και τους είπα ότι δε θα φάω. Οι νοσοκόμοι έφυγαν πάλι και όλοι στο νοσοκομείο άρχισαν να με προσέχουν. Ήλθαν οι γιατροί και με ρώτησαν γιατί δεν θέλω να φάω. Τους απάντησα: «καθίστε και θα σας διηγηθώ τι είδε η ψυχή μου. Όποιος δεν νηστεύει τις μέρες της νηστείας, αυτός θα φάει βρωμερά και σιχαμερά πράγματα. Γι αυτό σήμερα δε θα φάω όπως και σ όλες τις νηστείες δε θα αρτυθώ». Οι γιατροί από την έκπληξη, τη μια κοκκίνιζαν την άλλη κιτρίνιζαν και οι ασθενείς με άκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί και εγώ τους είπα ότι τίποτε πλέον δεν με πονάει. Τότε άρχισε να έρχεται σε μένα κόσμος και μάλιστα πολύς και εγώ σε όλους διηγιόμουνα και έδειχνα τις πληγές. Η αστυνομία άρχισε να διώχνει τον κόσμο και μένα με μετέφεραν σε άλλο νοσοκομείο. Εκεί ανάρρωσα τελείως και παρακάλεσα τους γιατρούς να με γιατρέψουν όσο το δυνατό νωρίτερα τις τομές που μου έκαναν μαθαίνοντας πάνω μου. Τότε με έβαλαν πάλι στο χειρουργικό τραπέζι και όταν οι γιατροί άνοιξαν την κοιλιά μου είπαν : «Γιατί χειρουργήσανε τελείως υγιή άνθρωπο;». Εγώ τότε τους ρώτησα: «Ποια είναι η αρρώστια μου;» Αυτοί μου απάντησαν : «Τα εντόσθιά σας είναι υγιή και καθαρά όπως του παιδιού». Τους είπα ότι τα μάτια μου ήταν δεμένα κατά τη διάρκεια της εγχείρησης, αλλ ότι, παρ όλα αυτά, είδα το εσωτερικό μου στον καθρέπτη του ταβανιού. Ήλθαν και οι γιατροί που έκαναν την εγχείρηση και όταν πλησίασαν είπαν: «Που είναι η αρρώστια της; τα εντόσθιά της ήταν όλα διαλυμένα και προσβεβλημένα από τον καρκίνο και τώρα είναι τελείως υγιή». Τους απάντησα: ο ΚΥΡΙΟΣ ο ΘΕΟΣ φανέρωσε το έλεός του πάνω σε μένα την αμαρτωλή, για να ζήσω ακόμη και μαρτυρήσω στους άλλους ό,τι είδα και ό,τι μου συνέβη. ΕΚΕΙΝΟΣ, ο ΚΥΡΙΟΣ ο ΘΕΟΣ πήρε ότι κατεστραμμένο ήταν μέσα μου και μου έδωσε υγιή, σε όλους θα το διηγούμαι, ώσπου να πεθάνω. Κατόπιν είπα στο γιατρό: «Βλέπεις πως γελαστήκατε;» και εκείνος απάντησε ότι «τίποτε δεν ήταν υγιές μέσα σου». «Τι νομίζετε τώρα;» τον ρώτησα εγώ. Απάντησε: «σε αναγέννησε ο ΥΠΕΡΤΑΤΟΣ!» Τότε του απάντησα: «Αν πιστεύετε σ’ αυτόν κάντε τον σταυρό σας και παντρευτείτε στην εκκλησία». Ο γιατρός κοκκίνισε γιατί ήταν Εβραίος. Πρόσθεσα ακόμη: γίνου αρεστός στον Κύριο το ΘΕΟ.
Κατόπιν άφησα το νοσοκομείο, κάλεσα τον ιερέα που νωρίτερα ενέπαιζα και του έκανα επιθέσεις, αποκαλώντας τον χαραμοφάη. Του διηγήθηκα όλα όσα μου συνέβησαν, εξομολογήθηκα και μετάλαβα των αγίων του Χριστού μυστηρίων. Τον κάλεσα και ευλόγησε το σπίτι μου, γιατί ως τώρα σ αυτό βασίλευε η αμαρτία, η μικρότητα, το μεθύσι, ο εμπαιγμός και η μάχη.
Τώρα εγώ η αμαρτωλή ΚΛΑΥΔΙΑ που είμαι 40 χρονών με την βοήθεια του Θεού και της Ουράνιας Βασίλισσας, ζω χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στη εκκλησία, στο ναό του Θεού και ο Κύριος με βοηθάει. Από όλες τις μεριές του κόσμου με επισκέπτονται άνθρωποι και εγώ διηγούμαι σε όλους όσα μου συνέβησαν, είδα και άκουσα. Με τη βοήθεια του Θεού τους δέχομαι όλους, διηγούμαι σε όλους τι ήμουν πριν, τι μου συνέβη τώρα και για ποιο λόγο είμαι τώρα πιστή.
Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος ο Θεός! Όλους τους συμβουλεύω να προσέχουν πως ζουν, γιατί πράγματι υπάρχει άλλος κόσμος και άλλη ζωή και ότι ο καθένας θα δώσει λόγο για τα γήινα έργα του και ότι ανάλογα μ’ αυτά θα έχει πλήρως δίκαια ανταμοιβή ή τιμωρία και μάλιστα αιώνια. Να ζήτε όλοι χριστιανικά και κατά ΘΕΟΝ. ΑΜΗΝ.
Ουστγιούζινα Κλαύδιγια Νικίτισνα.
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ” ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ
Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012
Prayer at Daybreak - Archimandrite Sophronios
O Lord Eternal and Creator of all things,
Who of Thy inscrutable goodness called me to this life;
Who bestowed on me the grace of Baptism
and the Seal of the Holy Spirit;
Who imbued me with the desire to seek Thee,
the one true God: hear my prayer.
I have no life, no light, no joy or wisdom;
no strength except in Thee, O God.
Because of my unrighteousness I dare not raise my eyes to Thee.
But Thou said to Thy disciples,
'Whatsoever you shall ask in prayer believing, you shall receive.'
and 'Whatsoever you shall ask in my name, that will I do.'
Wherefore I dare to invoke Thee.
Purify me from all taint of flesh and spirit.
Teach me to pray aright.
Bless this day which Thee give unto me, Thy unworthy servant.
By the power of Thy blessing enable me at all times to speak
and act to Thy glory with a pure spirit, with humility, patience,
love, gentleness, peace, courage and wisdom:
aware always of Thy presence.
Of Thy immense goodness, O Lord God, show me the path of Thy will,
and grant me to walk in Thy sight without sin.
O Lord, unto Whom all hearts be open,
Thee know what things I have need of.
Thee are acquainted with my blindness and my ignorance,
Thee know my infirmity and my soul's corruption;
but neither are my pain and anguish hid from Thee.
Wherefore I beseech Thee, hear my prayer and by Thy Holy Spirit
teach me the way wherein I should walk;
and when my perverted will would lead me down other paths
spare me not O Lord, but force me back to Thee.
By the power of Thy love, grant me to hold fast to that which is good.
Preserve me from every word or deed that corrupts the soul;
from every impulse unpleasing in Thy sight and hurtful to my brother-man.
Teach me what I should say and how I should speak.
If it be Thy will that I make no answer,
inspire me to keep silent in a spirit of peace
that causes neither sorrow nor hurt to my fellow man.
Establish me in the path of Thy commandments
and to my last breath let me not stray from the light of Thy ordinances,
that Thy commandments may become the sole law
of my being on this earth and all eternity.
Yea, Lord, I pray to Thee, have pity on me.
Spare me in my affliction and my misery
and hide not the way of salvation from me.
In my foolishness, O God, I plead with Thee for many and great things.
Yet am I ever mindful of my wickedness, my baseness, my vileness.
Have mercy upon me.
Cast me not away from your presence because of my presumption.
Do Thee rather increase in me this presumption,
and grant unto me, the worst of men,
to love Thee as Thee have commanded, with all my heart, and with all my soul,
and with all my mind, and with all my strength:
with my whole being.
Yea, O Lord, by Thy Holy Spirit, teach me good judgment and knowledge.
Grant me to know Thy truth before I go down into the grave.
Maintain my life in this world until I may offer unto Thee worthy repentance.
Take me not away in the midst of my days, nor while my mind is still blind.
When Thee shall be pleased to bring my life to an end,
forewarn me that I may prepare my soul to come before Thee.
Be with me, O Lord, at that dread hour and grant me the joy of salvation.
Cleanse me from secret faults, from all iniquity that is hidden in me;
and give me a right answer before Thy judgment-seat.
Yea, Lord, of Thy great mercy and immeasurable love for mankind.
Who of Thy inscrutable goodness called me to this life;
Who bestowed on me the grace of Baptism
and the Seal of the Holy Spirit;
Who imbued me with the desire to seek Thee,
the one true God: hear my prayer.
I have no life, no light, no joy or wisdom;
no strength except in Thee, O God.
Because of my unrighteousness I dare not raise my eyes to Thee.
But Thou said to Thy disciples,
'Whatsoever you shall ask in prayer believing, you shall receive.'
and 'Whatsoever you shall ask in my name, that will I do.'
Wherefore I dare to invoke Thee.
Purify me from all taint of flesh and spirit.
Teach me to pray aright.
Bless this day which Thee give unto me, Thy unworthy servant.
By the power of Thy blessing enable me at all times to speak
and act to Thy glory with a pure spirit, with humility, patience,
love, gentleness, peace, courage and wisdom:
aware always of Thy presence.
Of Thy immense goodness, O Lord God, show me the path of Thy will,
and grant me to walk in Thy sight without sin.
O Lord, unto Whom all hearts be open,
Thee know what things I have need of.
Thee are acquainted with my blindness and my ignorance,
Thee know my infirmity and my soul's corruption;
but neither are my pain and anguish hid from Thee.
Wherefore I beseech Thee, hear my prayer and by Thy Holy Spirit
teach me the way wherein I should walk;
and when my perverted will would lead me down other paths
spare me not O Lord, but force me back to Thee.
By the power of Thy love, grant me to hold fast to that which is good.
Preserve me from every word or deed that corrupts the soul;
from every impulse unpleasing in Thy sight and hurtful to my brother-man.
Teach me what I should say and how I should speak.
If it be Thy will that I make no answer,
inspire me to keep silent in a spirit of peace
that causes neither sorrow nor hurt to my fellow man.
Establish me in the path of Thy commandments
and to my last breath let me not stray from the light of Thy ordinances,
that Thy commandments may become the sole law
of my being on this earth and all eternity.
Yea, Lord, I pray to Thee, have pity on me.
Spare me in my affliction and my misery
and hide not the way of salvation from me.
In my foolishness, O God, I plead with Thee for many and great things.
Yet am I ever mindful of my wickedness, my baseness, my vileness.
Have mercy upon me.
Cast me not away from your presence because of my presumption.
Do Thee rather increase in me this presumption,
and grant unto me, the worst of men,
to love Thee as Thee have commanded, with all my heart, and with all my soul,
and with all my mind, and with all my strength:
with my whole being.
Yea, O Lord, by Thy Holy Spirit, teach me good judgment and knowledge.
Grant me to know Thy truth before I go down into the grave.
Maintain my life in this world until I may offer unto Thee worthy repentance.
Take me not away in the midst of my days, nor while my mind is still blind.
When Thee shall be pleased to bring my life to an end,
forewarn me that I may prepare my soul to come before Thee.
Be with me, O Lord, at that dread hour and grant me the joy of salvation.
Cleanse me from secret faults, from all iniquity that is hidden in me;
and give me a right answer before Thy judgment-seat.
Yea, Lord, of Thy great mercy and immeasurable love for mankind.
Πέμπτη 8 Μαρτίου 2012
Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΚΑ΄ (Περί κενοδοξίας)
1. ΜΕΡΙΚΟΙ συνηθίζουν, όταν ομιλούν περί των παθών και των λογισμών, να κατατάσσουν την κενοδοξία σε ιδιαίτερη τάξι, χωριστά από την υπερηφάνεια. Γι΄ αυτό και λέγουν ότι είναι οκτώ οι πρώτοι και κυρίαρχοι πονηροί λογισμοί. Αντιθέτως ο Θεολόγος Γρηγόριος και άλλοι από τους διδασκάλους τους εμέτρησαν επτά. Σ΄ αυτούς περισσότερο πείθομαι και εγώ∙ διότι ποιος μπορεί να έχη υπερηφάνεια, αφού ενίκησε την κενοδοξία; Τόση δε μόνο διαφορά έχουν μεταξύ τους, όση έχει έκ φύσεως το παιδί από τον άνδρα και το σιτάρι από τον άρτο.
Το πρώτο δηλαδή είναι η αρχή και το δεύτερο το τέλος. Τώρα λοιπόν πού το καλεί η περίστασις ας ομιλήσωμε με συντομία για την αρχή και την ολοκλήρωσι των παθών, δηλαδή την ανόσιο οίησι. Λέγω με συντομία, διότι όποιος επιχειρεί να φιλοσοφήση γι΄αυτήν είς μήκος, ομοιάζει με εκείνον που ματαιοπονεί προσπαθώντας να ζυγίση τους ανέμους.
2. Η κενοδοξία είναι ως προς μέν την μορφή, μεταβολή της φυσικής τάξεως και διαστροφή των καλών ηθών και παρατήρησις παντός αξιομέμπτου πράγματος. Ως προς δε την ποιότητα, σκορπισμός των καμάτων, απώλεια των ιδρώτων, δόλιος κλέπτης του θησαυρού, απόγονος της απιστίας, πρόδρομος της υπερηφανείας, ναυάγιο μέσα στο λιμάνι, μυρμήγκι στο αλώνι, πού είναι μέν μικρό, αλλά απειλεί να κλέψη αθόρυβα όλον τον καρπό και τον κόπο του γεωργού.
3. Το μυρμήγκι περιμένει να γίνη το σιτάρι, και η κενοδοξία να συναχθή ο πνευματικός πλούτος. Και το μέν μυρμήγκι τρέχει για να κλέψη∙ η δε κενοδοξία χαίρεται γιατί θα διασκορπίση. Το πνεύμα της απογνώσεως χαίρεται, όταν βλέπη να πληθύνεται η κακία, ενώ το πνεύμα της κενοδοξίας χαίρεται, όταν βλέπη να πληθύνεται η αρετή. Είσοδος για το πρώτο είναι τα πλήθη των τραυμάτων, ενώ για το δεύτερο ο πλούτος των καμάτων.
4. Παρατήρησε και θα ιδής ότι αυτή η ανόσιος, δηλαδή η κενοδοξία, είναι ακμαία και μέχρι του τάφου. Θα την ιδής στα ρούχα και στα μύρα και στην νεκρική πομπή και στα αρώματα και σε πολλά άλλα.
5. Παντού λάμπει ο ήλιος άφθονα, και παντού σε κάθε έργο χαίρεται η κενοδοξία. Π.χ. όταν νηστεύω, κενοδοξώ, αλλά και όταν καταλύω για να μη φανή η αρετή μου, πάλι κενοδοξώ με την ιδέα ότι είμαι συνετός. Όταν φορώ λαμπρά ρούχα νικώμαι απ΄αυτήν, αλλά και όταν τα αντικαταστήσω με ταπεινά πάλι κενοδοξώ. Όταν ομιλώ νικώμαι, αλλά και όταν σιωπώ πάλι νικώμαι. Όπως και αν την ρίξεις αυτή την τρίβολο άκανθα, ίσταται όρθιο το κεντρί της.
6. Ο κενόδοξος δείχνει ότι είναι πιστός, ενώ είναι ειδωλολάτρης. Φαινομενικά μέν σέβεται τον Θεόν, αλλά στην πραγματικότητα επιζητεί να αρέση στους ανθρώπους και όχι στον Θεόν. Κενόδοξος είναι κάθε επιδεικτικός άνθρωπος. Του κενοδόξου η νηστεία είναι χωρίς μισθό και η προσευχή άκαιρη και άστοχη. Διότι και τα δύο τα κάνει για τον ανθρώπινο έπαινο. Ο κενόδοξος ασκητής είναι διπλά αδικημένος, αφού και το σώμα του το τυραννεί, και μισθό δεν παίρνει.
7. Ποιος δεν θα γελάση με τον εργάτη της κενοδοξίας πού παρίσταται στην ψαλμωδία και επηρεαζόμενος από αυτήν, άλλοτε γελά και άλλοτε κλαίει ενώπιον όλων;
8. Αποκρύπτει πολλές φορές ο Θεός από τα μάτια μας και τα καλά που έχομε αποκτήσει. Ήλθε όμως αυτός που συνηθίζει να επαινή, ή μάλλον να πλανά, και με τους επαίνους μας άνοιξε τα μάτια. Και μόλις αυτά άνοιξαν, εξαφανίσθηκε από μέσα μας ο πνευματικός πλούτος.
9. Εκείνος πού κολακεύει είναι υπηρέτης των δαιμόνων, οδηγός προς την υπερηφάνεια, εξολοθρευτής της κατανύξεως, αφανιστής των καλών έργων, αποπλανητής από το σωστό δρόμο. «Οι μακαρίζοντες υμάς, λέγει ο προφήτης, πλανώσιν υμάς» (Ησ. γ΄ 12).
10. Ίδιον των προχωρημένων στην αρετή είναι να υπομένουν γενναία και ευχάριστα τις ύβρεις. Ίδιον όμως των αγίων και των οσίων είναι να παρέρχωνται αβλαβώς τους επαίνους.
11. Είδα πενθούντας να τους επαινούν και να εξοργίζωνται γι΄αυτό. Έτσι σαν σοφοί έμποροι σε πανήγυρι αντάλλαξαν το πάθος της κενοδοξίας με το πάθος της οργής.
12. «Ουδείς γινώσκει τά του ανθρώπου, εί μη το πνεύμα του ανθρώπου το έν αυτώ» (Α΄ Κορ. β΄ 11). Γι΄ αυτό ας αισχυνθούν και άς κλείσουν το στόμα τους όσοι εγκωμιάζουν τους άλλους κατά πρόσωπον.
13. Όταν ακούσης ότι ο πλησίον σου ή ο φίλος σου σε περιεγέλασε πίσω σου ή εμπρός σου, εσύ να του δείξης αγάπη και να τον επαινέσης.
14. Είναι μεγάλο πράγμα το να αποδιώξης από την ψυχή σου τον έπαινο των ανθρώπων. Μεγαλύτερο όμως είναι το να αποδιώξης τον έπαινο των δαιμόνων.
15. Δεν έδειξε ταπεινοφροσύνη αυτός ο οποίος εξευτέλισε τον εαυτό του∙ γιατί πώς δεν θα σηκώση κανείς τα ιδικά του λόγια; αλλά εκείνος ο οποίος εξυβρίσθη από άλλον και παρά ταύτα δεν ελάττωσε απέναντί του την αγάπη του.
16. Επεσήμανα τον δαίμονα της κενοδοξίας να σπείρη λογισμούς σε κάποιον αδελφό, και συγχρόνως να τους φανερώνη αυτούς και σ΄ έναν άλλο. Και έν συνεχεία να κάνη τον δεύτερο να αποκαλύψη στον πρώτο τα μυστικά της καρδιάς του, ώστε αυτός να τον μακαρίζη ως προορατικό. Μερικές φορές ο ανόσιος δαίμων της κενοδοξίας εγγίζει και στα μέλη του σώματος και προξενεί διάφορες κινήσεις και παλμούς.
Μην τον παραδεχθής τον δαίμονα αυτόν, όταν σου ομιλή για επισκοπές ή ηγουμενίες ή διδασκαλικά αξιώματα. Πρόσεξε γιατί είναι δύσκολο να απομακρύνης τον σκύλο από το τραπέζι του κρεοπωλείου. Μόλις αυτός αντιληφθή ότι έχομε κάποια ειρηνική κατάστασι, μας προτρέπει αμέσως να εγκαταλείψωμε την έρημο και να αναχωρήσωμε για τον κόσμο. «Πήγαινε, μας λέγει, να σώσης ψυχές οι οποίες χάνονται»!
17. Άλλη είναι η μορφή των Αιθιόπων και άλλη η μορφή των ανδριάντων. Κατά παρόμοιο τρόπο άλλη είναι η μορφή της κενοδοξίας των κοινοβιατών και άλλη των ερημιτών.
18. Τις επισκέψεις των κοσμικών στην Μονή τις αντιλαμβάνεται πρώτη η κενοδοξία και προτρέπει τους πιο ελαφρούς μοναχούς να εξέλθουν να υποδεχθούν τους ερχομένους. Τους κάνει να πέφτουν στα πόδια τους, και έτσι φορεί το προσωπείο της ταπεινοφροσύνης αυτή που ξεχειλίζει από υπερηφάνεια. Κάνει συνεσταλμένο και ταπεινό τον τρόπο της συμπεριφοράς και τον τόνο της φωνής και κοιτάζει στα χέρια των επισκεπτών για να λάβη τα δώρα τους. Επί πλέον τους αποκαλεί κυρίους και προστάτας και ότι σ΄αυτούς χρωστούν μετά τον Θεόν την ζωή τους οι μοναχοί.
Εν συνεχεία ενώ εκάθισαν στην τράπεζα, τους προτρέπει να εγκρατεύωνται και να επιπλήττουν αυστηρά τους κατωτέρους, διότι δήθεν αυτοί δεν εγκρατεύονται. Ενώ ήλθε η ώρα της ψαλμωδίας, τους ραθύμους τους έκανε προθύμους, τους αφώνους καλλιφώνους και τους νυσταλέους αγρύπνους. Τους προτρέπει ακόμη να καλοπιάνουν τον κανονάρχη και να τον εκλιπαρούν να τους παραχωρήση τα πρωτεία στην ψαλμωδία. Τους κάνει να τον αποκαλούν πατέρα και διδάσκαλο. Και όλα αυτά έως ότου αναχωρήσουν οι ξένοι!
Όσους τιμώνται και προτιμώνται τους ωδήγησε στην υπερηφάνεια και όσους καταφρονούνται στην μνησικακία.
19. Η κενοδοξία πολλές φορές αντί για τιμή προξένησε ατιμία. Διότι συνέβη να οργισθούν (εξ αιτίας της) οι μαθηταί της, και έτσι τους εντρόπιασε αφάνταστα (εμπρός στους άλλους). Η κενοδοξία τους οξύθυμους επί παρουσία ανθρώπων τους μετέβαλε σε πράους. Κάνει μεγάλη έφοδο σε όσους έχουν φυσικά χαρίσματα, και εκμεταλλευομένη αυτά ωδήγησε πολλές φορές τους αθλίους στην πτώσι.
20. Είδα έναν δαίμονα πού ελύπησε και εδίωξε τον αδελφό του! Ενώ δηλαδή ένας μοναχός ήταν ωργισμένος, έφθασαν κοσμικοί επισκέπτες, οπότε μετεπωλήθη ο άθλιος από την οργή στην κενοδοξία, δηλαδή εμφανίσθηκε ως πράος στα μάτια των επισκεπτών. Δεν μπορούσε βεβαίως να δουλεύη συγχρόνως και στα δύο πάθη, και στην οργή και στην κενοδοξία.
21. Αυτός που πουλήθηκε στην κενοδοξία ζη διπλή ζωή. Εξωτερικά και με το σχήμα του ζή ως μοναχός, με τις εσωτερικές του όμως σκέψεις και διαθέσεις ως κοσμικός.
22. Εάν σπεύδωμε γρήγορα να επιτύχωμε την ευαρέστησι την άνω, ας φροντίζωμε πολύ να γευθούμε και την άνω δόξα. Διότι αυτός πού εγεύθηκε εκείνη την δόξα, θα καταφρονήση κάθε επίγειο δόξα. Απορώ δε πώς θα μπορούσε κάποιος να καταφρονήση την δεύτερη, χωρίς να γευθή την πρώτη.
23. Πολλές φορές, ενώ μας είχε κλέψει η κενοδοξία, γυρίσαμε και την εκλέψαμε εμείς με πιο έξυπνο τρόπο. Είδα μερικούς πού άρχισαν κάποια πνευματική προσπάθεια από κενοδοξία και, μολονότι η αρχή ήταν αξιόμεμπτη, το τέλος υπήρξε καλό και επαινετό, διότι εν τω μεταξύ μετέστρεψαν την κακή σκέψι.
24. Όποιος υπερηφανεύεται για φυσικά χαρίσματα, δηλαδή οξύνοια, ευκολία στην μάθησι, στην ανάγνωσι και στην προφορά, ευφυΐα και άλλα παρόμοια, αυτός ουδέποτε θα αποκτήση τα υπερφυσικά αγαθά. Διότι ο άπιστος στα ολίγα θα φανή και στα πολλά άπιστος και κενόδοξος.
25. Για την απόκτησι της τελείας αγάπης και πλουσίων χαρισμάτων και θαυματουργικής και προορατικής δυνάμεως, πολλοί βασανίζουν και καταπονούν αδίκως το σώμα τους. Ελησμόνησαν οι ταλαίπωροι ότι όχι οι κόποι, αλλά κυρίως η ταπείνωσις είναι η μητέρα όλων αυτών. Όποιος απαιτεί πνευματικά δώρα αντί των κόπων του, έβαλε σαθρό θεμέλιο. Όποιος όμως θεωρεί τον εαυτόν του χρεώστη δούλο, αυτός ξαφνικά θα λάβη από τον Θεόν ανέλπιστο πνευματικό πλούτο.
26. Μη πείθεσαι στον λικμήτορα, στον δαίμονα δηλ. πού λιχνίζει και καταστρέφει, όταν σου προτείνη να παρουσιάζης τις αρετές σου, για να ωφεληθούν δήθεν όσοι σε ακούουν. «Τι γάρ ωφεληθήσεται άνθρωπος, εάν όλον τον κόσμο κερδήση ή ωφελήση, εαυτόν δε ζημιώση»; (Ματθ. ις΄ 26). Τίποτε δεν ωφελεί περισσότερο αυτούς πού μας βλέπουν από την ταπεινή και ειλικρινή συμπεριφορά και τον ανεπιτήδευτο λόγο. Έτσι δίδεται και στους άλλους παράδειγμα να μην υπερηφανεύωνται ποτέ, πράγμα από το οποίο τι υπάρχει περισσότερο ωφέλιμο;
27. Κάποιος από τους προορατικούς Πατέρας επρόσεξε τα εξής τα οποία και διηγείτο: «Ενώ καθόμουν σε σύναξι μοναχών, ήλθαν οι δαίμονες της κενοδοξίας και της υπερηφανείας και κάθησαν δεξιά και αριστερά μου. Και ο πρώτος μου εκεντούσε την πλευρά με τον δάκτυλο της κενοδοξίας και με προέτρεπε να ειπώ σε κάποιο όραμα ή κάτι πού επετέλεσα στην έρημο.
Μόλις όμως τον απέκρουσα, λέγοντας, «αποστραφείησαν είς τα οπίσω και καταισχυθείησαν οι λογιζόμενοί μοι κακά» (Ψαλ. ξθ΄ 3), αμέσως ο δεύτερο ο εξ αριστερών μου ψιθύριζε στο αυτί: «Εύγε! Πολύ καλά έκανες! Έγινες μέγας, αφού ενίκησες την αναιδέστατη μητέρα μου».
Τότε εγώ, χρησιμοποιώντας εύστοχα τον επόμενο στίχο του Ψαλμού, απήντησα: «Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι∙ εύγε, εύγε πεποίηκας»! (πρβλ. Ψαλμ. ξθ΄ 4).
Όταν ερώτησα τον προορατικόν αυτόν, «πως η κενοδοξία συμβαίνει να είναι μητέρα της υπερηφανείας», μου απήντησε:
«Οι μέν έπαινοι εξυψώνουν και δημιουργούν φυσίωσι∙ όταν δε εξυψωθή η ψυχή, την παραλαμβάνει τότε η υπερηφάνεια και «αναφέρει αυτήν έως των ουρανών και καταφέρει έως των αβύσσων» (πρβλ. Ψαλμ. ρς΄ 26).
28. Υπάρχει δόξα πού μας έρχεται από τον Κύριον. «Τους γάρ δοξάζοντάς με, λέγει, δοξάσω» (Α΄ Βασ. β΄ 30). Και υπάρχει δόξα πού είναι συνέπεια διαβολικής εργασίας και απάτης. «Ουαί γάρ, λέγει, όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι» (Λουκ. ς΄ 26).
29. Θα αντιληφθής σαφώς την πρώτη δόξα, όταν την θεωρής επικίνδυνη, όταν την αποφεύγης παντοιοτρόπως και όταν αποκρύπτης την καλή σου ζωή όπου και αν ευρίσκεσαι. Την Δευτέρα δόξα αντιθέτως θα την αντιληφθής, όταν και το παραμικρό το κάνης «προς το θεαθήναι τοίς ανθρώποις» (Ματθ. κγ΄ 5).
Μας υποβάλλει η μιαρά κενοδοξία να κάνουμε πώς έχομε αρετές πού δε έχομε, παραπλανώντας μας με το ρητό: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα» (Ματθ. ε΄ 16).
Πολλές φορές ο Κύριος ωδήγησε τους κενοδόξους σε ακενοδοξία με κάποιο ατιμωτικό γεγονός πού επέτρεψε να συμβή.
30. Αρχή της ακενοδοξίας είναι η προφύλαξις του στόματος και η αγάπη της ατιμίας. Μέσον, η απόρριψις κάθε έργου πού μας προτείνουν οι λογισμοί της κενοδοξίας. Και τέλος, εάν βεβαίως υπάρχει τέλος στην άβυσσο, το να πράττωμε ασυναίσθητα ενώπιον πλήθους κάθε τι πού μας εκθέτει.
31. Μη αποκρύπτης την αισχύνη σου, με την σκέψι να μη γίνης αιτία σκανδάλου. Όμως δεν πρέπει ίσως να χρησιμοποιήται πάντοτε το ίδιο φαρμακευτικό έμπλαστρο, αλλά να λαμβάνεται υπ΄ όψιν και το είδος του σφάλματος.
32. Όταν εμείς επιδιώκωμε την δόξα και όταν μόνη της μας στέλλεται από άλλους και όταν επιχειρήσωμε κάτι χάριν κενοδοξίας, τότε ας ενθυμηθούμε το πένθος μας και την μετά συντριβής και φόβου προσευχή μας, και τότε οπωσδήποτε θα την εκδιώξωμε την αναίσχυντη κενοδοξία, εάν βεβαίως καλλιεργούμε πραγματικά την προσευχή. Διαφορετικά, ας φέρωμε αμέσως στην σκέψι μας την ώρα του θανάτου μας. Και αν επιμένη ακόμη, ας φοβηθούμε τουλάχιστον την καταισχύνη πού ακολουθεί στην δόξα αυτή, εφ΄ όσον «ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. ιη΄ 14). «Ταπεινωθήσεται» όχι μόνο στην άλλη ζωή, αλλά οπωσδήποτε και εδώ.
33. Όταν οι επαινούντες ή μάλλον οι αποπλανώντες αρχίσουν να μας επαινούν, ας ενθυμηθούμε αμέσως το πλήθος των ανομιών μας, και ασφαλώς θα ιδούμε ότι είμαστε ανάξιοι των επαίνων και των τιμών.
34. Υπάρχουν και μερικοί κενόδοξοι πού θεωρούν υποχρεωμένο τον Θεόν να τους εισακούση σε ωρισμένα αιτήματά τους. Ο δε Κύριος συνηθίζει να τους προλαμβάνη και να πραγματοποιή ό,τι θα του ζητούσαν στις προσευχές τους∙ και τούτο, για να μη τα λάβουν με την προσευχή και αυξήσουν την οίησί τους.
35. Ως επί το πλείστον οι απλοί και απονήρευτοι δεν περιπίπτουν στο φαρμακερό αυτό πάθος, αφού άλλωστε η κενοδοξία είναι διώκτης της απλότητος και επίπλαστη συμπεριφορά.
36. Υπάρχει κάποιο σκουλήκι πού, αφού αυξηθή, βγάζει πτερά και πετά στα ύψη. Ομοίως και η κενοδοξία σαν αυξηθή, γεννά την υπερηφάνεια, πού είναι ο αρχηγός και η τελείωσις, (η αρχή και το τέλος), όλων των κακών.
Βαθμίς εικοστή πρώτη!
Όποιος από αυτήν, την κενοδοξία, δεν αιχμαλωτίσθηκε, δεν θα περιπέση στην εχθράν του Θεού ακέφαλο υπερηφάνεια.
Το πρώτο δηλαδή είναι η αρχή και το δεύτερο το τέλος. Τώρα λοιπόν πού το καλεί η περίστασις ας ομιλήσωμε με συντομία για την αρχή και την ολοκλήρωσι των παθών, δηλαδή την ανόσιο οίησι. Λέγω με συντομία, διότι όποιος επιχειρεί να φιλοσοφήση γι΄αυτήν είς μήκος, ομοιάζει με εκείνον που ματαιοπονεί προσπαθώντας να ζυγίση τους ανέμους.
2. Η κενοδοξία είναι ως προς μέν την μορφή, μεταβολή της φυσικής τάξεως και διαστροφή των καλών ηθών και παρατήρησις παντός αξιομέμπτου πράγματος. Ως προς δε την ποιότητα, σκορπισμός των καμάτων, απώλεια των ιδρώτων, δόλιος κλέπτης του θησαυρού, απόγονος της απιστίας, πρόδρομος της υπερηφανείας, ναυάγιο μέσα στο λιμάνι, μυρμήγκι στο αλώνι, πού είναι μέν μικρό, αλλά απειλεί να κλέψη αθόρυβα όλον τον καρπό και τον κόπο του γεωργού.
3. Το μυρμήγκι περιμένει να γίνη το σιτάρι, και η κενοδοξία να συναχθή ο πνευματικός πλούτος. Και το μέν μυρμήγκι τρέχει για να κλέψη∙ η δε κενοδοξία χαίρεται γιατί θα διασκορπίση. Το πνεύμα της απογνώσεως χαίρεται, όταν βλέπη να πληθύνεται η κακία, ενώ το πνεύμα της κενοδοξίας χαίρεται, όταν βλέπη να πληθύνεται η αρετή. Είσοδος για το πρώτο είναι τα πλήθη των τραυμάτων, ενώ για το δεύτερο ο πλούτος των καμάτων.
4. Παρατήρησε και θα ιδής ότι αυτή η ανόσιος, δηλαδή η κενοδοξία, είναι ακμαία και μέχρι του τάφου. Θα την ιδής στα ρούχα και στα μύρα και στην νεκρική πομπή και στα αρώματα και σε πολλά άλλα.
5. Παντού λάμπει ο ήλιος άφθονα, και παντού σε κάθε έργο χαίρεται η κενοδοξία. Π.χ. όταν νηστεύω, κενοδοξώ, αλλά και όταν καταλύω για να μη φανή η αρετή μου, πάλι κενοδοξώ με την ιδέα ότι είμαι συνετός. Όταν φορώ λαμπρά ρούχα νικώμαι απ΄αυτήν, αλλά και όταν τα αντικαταστήσω με ταπεινά πάλι κενοδοξώ. Όταν ομιλώ νικώμαι, αλλά και όταν σιωπώ πάλι νικώμαι. Όπως και αν την ρίξεις αυτή την τρίβολο άκανθα, ίσταται όρθιο το κεντρί της.
6. Ο κενόδοξος δείχνει ότι είναι πιστός, ενώ είναι ειδωλολάτρης. Φαινομενικά μέν σέβεται τον Θεόν, αλλά στην πραγματικότητα επιζητεί να αρέση στους ανθρώπους και όχι στον Θεόν. Κενόδοξος είναι κάθε επιδεικτικός άνθρωπος. Του κενοδόξου η νηστεία είναι χωρίς μισθό και η προσευχή άκαιρη και άστοχη. Διότι και τα δύο τα κάνει για τον ανθρώπινο έπαινο. Ο κενόδοξος ασκητής είναι διπλά αδικημένος, αφού και το σώμα του το τυραννεί, και μισθό δεν παίρνει.
7. Ποιος δεν θα γελάση με τον εργάτη της κενοδοξίας πού παρίσταται στην ψαλμωδία και επηρεαζόμενος από αυτήν, άλλοτε γελά και άλλοτε κλαίει ενώπιον όλων;
8. Αποκρύπτει πολλές φορές ο Θεός από τα μάτια μας και τα καλά που έχομε αποκτήσει. Ήλθε όμως αυτός που συνηθίζει να επαινή, ή μάλλον να πλανά, και με τους επαίνους μας άνοιξε τα μάτια. Και μόλις αυτά άνοιξαν, εξαφανίσθηκε από μέσα μας ο πνευματικός πλούτος.
9. Εκείνος πού κολακεύει είναι υπηρέτης των δαιμόνων, οδηγός προς την υπερηφάνεια, εξολοθρευτής της κατανύξεως, αφανιστής των καλών έργων, αποπλανητής από το σωστό δρόμο. «Οι μακαρίζοντες υμάς, λέγει ο προφήτης, πλανώσιν υμάς» (Ησ. γ΄ 12).
10. Ίδιον των προχωρημένων στην αρετή είναι να υπομένουν γενναία και ευχάριστα τις ύβρεις. Ίδιον όμως των αγίων και των οσίων είναι να παρέρχωνται αβλαβώς τους επαίνους.
11. Είδα πενθούντας να τους επαινούν και να εξοργίζωνται γι΄αυτό. Έτσι σαν σοφοί έμποροι σε πανήγυρι αντάλλαξαν το πάθος της κενοδοξίας με το πάθος της οργής.
12. «Ουδείς γινώσκει τά του ανθρώπου, εί μη το πνεύμα του ανθρώπου το έν αυτώ» (Α΄ Κορ. β΄ 11). Γι΄ αυτό ας αισχυνθούν και άς κλείσουν το στόμα τους όσοι εγκωμιάζουν τους άλλους κατά πρόσωπον.
13. Όταν ακούσης ότι ο πλησίον σου ή ο φίλος σου σε περιεγέλασε πίσω σου ή εμπρός σου, εσύ να του δείξης αγάπη και να τον επαινέσης.
14. Είναι μεγάλο πράγμα το να αποδιώξης από την ψυχή σου τον έπαινο των ανθρώπων. Μεγαλύτερο όμως είναι το να αποδιώξης τον έπαινο των δαιμόνων.
15. Δεν έδειξε ταπεινοφροσύνη αυτός ο οποίος εξευτέλισε τον εαυτό του∙ γιατί πώς δεν θα σηκώση κανείς τα ιδικά του λόγια; αλλά εκείνος ο οποίος εξυβρίσθη από άλλον και παρά ταύτα δεν ελάττωσε απέναντί του την αγάπη του.
16. Επεσήμανα τον δαίμονα της κενοδοξίας να σπείρη λογισμούς σε κάποιον αδελφό, και συγχρόνως να τους φανερώνη αυτούς και σ΄ έναν άλλο. Και έν συνεχεία να κάνη τον δεύτερο να αποκαλύψη στον πρώτο τα μυστικά της καρδιάς του, ώστε αυτός να τον μακαρίζη ως προορατικό. Μερικές φορές ο ανόσιος δαίμων της κενοδοξίας εγγίζει και στα μέλη του σώματος και προξενεί διάφορες κινήσεις και παλμούς.
Μην τον παραδεχθής τον δαίμονα αυτόν, όταν σου ομιλή για επισκοπές ή ηγουμενίες ή διδασκαλικά αξιώματα. Πρόσεξε γιατί είναι δύσκολο να απομακρύνης τον σκύλο από το τραπέζι του κρεοπωλείου. Μόλις αυτός αντιληφθή ότι έχομε κάποια ειρηνική κατάστασι, μας προτρέπει αμέσως να εγκαταλείψωμε την έρημο και να αναχωρήσωμε για τον κόσμο. «Πήγαινε, μας λέγει, να σώσης ψυχές οι οποίες χάνονται»!
17. Άλλη είναι η μορφή των Αιθιόπων και άλλη η μορφή των ανδριάντων. Κατά παρόμοιο τρόπο άλλη είναι η μορφή της κενοδοξίας των κοινοβιατών και άλλη των ερημιτών.
18. Τις επισκέψεις των κοσμικών στην Μονή τις αντιλαμβάνεται πρώτη η κενοδοξία και προτρέπει τους πιο ελαφρούς μοναχούς να εξέλθουν να υποδεχθούν τους ερχομένους. Τους κάνει να πέφτουν στα πόδια τους, και έτσι φορεί το προσωπείο της ταπεινοφροσύνης αυτή που ξεχειλίζει από υπερηφάνεια. Κάνει συνεσταλμένο και ταπεινό τον τρόπο της συμπεριφοράς και τον τόνο της φωνής και κοιτάζει στα χέρια των επισκεπτών για να λάβη τα δώρα τους. Επί πλέον τους αποκαλεί κυρίους και προστάτας και ότι σ΄αυτούς χρωστούν μετά τον Θεόν την ζωή τους οι μοναχοί.
Εν συνεχεία ενώ εκάθισαν στην τράπεζα, τους προτρέπει να εγκρατεύωνται και να επιπλήττουν αυστηρά τους κατωτέρους, διότι δήθεν αυτοί δεν εγκρατεύονται. Ενώ ήλθε η ώρα της ψαλμωδίας, τους ραθύμους τους έκανε προθύμους, τους αφώνους καλλιφώνους και τους νυσταλέους αγρύπνους. Τους προτρέπει ακόμη να καλοπιάνουν τον κανονάρχη και να τον εκλιπαρούν να τους παραχωρήση τα πρωτεία στην ψαλμωδία. Τους κάνει να τον αποκαλούν πατέρα και διδάσκαλο. Και όλα αυτά έως ότου αναχωρήσουν οι ξένοι!
Όσους τιμώνται και προτιμώνται τους ωδήγησε στην υπερηφάνεια και όσους καταφρονούνται στην μνησικακία.
19. Η κενοδοξία πολλές φορές αντί για τιμή προξένησε ατιμία. Διότι συνέβη να οργισθούν (εξ αιτίας της) οι μαθηταί της, και έτσι τους εντρόπιασε αφάνταστα (εμπρός στους άλλους). Η κενοδοξία τους οξύθυμους επί παρουσία ανθρώπων τους μετέβαλε σε πράους. Κάνει μεγάλη έφοδο σε όσους έχουν φυσικά χαρίσματα, και εκμεταλλευομένη αυτά ωδήγησε πολλές φορές τους αθλίους στην πτώσι.
20. Είδα έναν δαίμονα πού ελύπησε και εδίωξε τον αδελφό του! Ενώ δηλαδή ένας μοναχός ήταν ωργισμένος, έφθασαν κοσμικοί επισκέπτες, οπότε μετεπωλήθη ο άθλιος από την οργή στην κενοδοξία, δηλαδή εμφανίσθηκε ως πράος στα μάτια των επισκεπτών. Δεν μπορούσε βεβαίως να δουλεύη συγχρόνως και στα δύο πάθη, και στην οργή και στην κενοδοξία.
21. Αυτός που πουλήθηκε στην κενοδοξία ζη διπλή ζωή. Εξωτερικά και με το σχήμα του ζή ως μοναχός, με τις εσωτερικές του όμως σκέψεις και διαθέσεις ως κοσμικός.
22. Εάν σπεύδωμε γρήγορα να επιτύχωμε την ευαρέστησι την άνω, ας φροντίζωμε πολύ να γευθούμε και την άνω δόξα. Διότι αυτός πού εγεύθηκε εκείνη την δόξα, θα καταφρονήση κάθε επίγειο δόξα. Απορώ δε πώς θα μπορούσε κάποιος να καταφρονήση την δεύτερη, χωρίς να γευθή την πρώτη.
23. Πολλές φορές, ενώ μας είχε κλέψει η κενοδοξία, γυρίσαμε και την εκλέψαμε εμείς με πιο έξυπνο τρόπο. Είδα μερικούς πού άρχισαν κάποια πνευματική προσπάθεια από κενοδοξία και, μολονότι η αρχή ήταν αξιόμεμπτη, το τέλος υπήρξε καλό και επαινετό, διότι εν τω μεταξύ μετέστρεψαν την κακή σκέψι.
24. Όποιος υπερηφανεύεται για φυσικά χαρίσματα, δηλαδή οξύνοια, ευκολία στην μάθησι, στην ανάγνωσι και στην προφορά, ευφυΐα και άλλα παρόμοια, αυτός ουδέποτε θα αποκτήση τα υπερφυσικά αγαθά. Διότι ο άπιστος στα ολίγα θα φανή και στα πολλά άπιστος και κενόδοξος.
25. Για την απόκτησι της τελείας αγάπης και πλουσίων χαρισμάτων και θαυματουργικής και προορατικής δυνάμεως, πολλοί βασανίζουν και καταπονούν αδίκως το σώμα τους. Ελησμόνησαν οι ταλαίπωροι ότι όχι οι κόποι, αλλά κυρίως η ταπείνωσις είναι η μητέρα όλων αυτών. Όποιος απαιτεί πνευματικά δώρα αντί των κόπων του, έβαλε σαθρό θεμέλιο. Όποιος όμως θεωρεί τον εαυτόν του χρεώστη δούλο, αυτός ξαφνικά θα λάβη από τον Θεόν ανέλπιστο πνευματικό πλούτο.
26. Μη πείθεσαι στον λικμήτορα, στον δαίμονα δηλ. πού λιχνίζει και καταστρέφει, όταν σου προτείνη να παρουσιάζης τις αρετές σου, για να ωφεληθούν δήθεν όσοι σε ακούουν. «Τι γάρ ωφεληθήσεται άνθρωπος, εάν όλον τον κόσμο κερδήση ή ωφελήση, εαυτόν δε ζημιώση»; (Ματθ. ις΄ 26). Τίποτε δεν ωφελεί περισσότερο αυτούς πού μας βλέπουν από την ταπεινή και ειλικρινή συμπεριφορά και τον ανεπιτήδευτο λόγο. Έτσι δίδεται και στους άλλους παράδειγμα να μην υπερηφανεύωνται ποτέ, πράγμα από το οποίο τι υπάρχει περισσότερο ωφέλιμο;
27. Κάποιος από τους προορατικούς Πατέρας επρόσεξε τα εξής τα οποία και διηγείτο: «Ενώ καθόμουν σε σύναξι μοναχών, ήλθαν οι δαίμονες της κενοδοξίας και της υπερηφανείας και κάθησαν δεξιά και αριστερά μου. Και ο πρώτος μου εκεντούσε την πλευρά με τον δάκτυλο της κενοδοξίας και με προέτρεπε να ειπώ σε κάποιο όραμα ή κάτι πού επετέλεσα στην έρημο.
Μόλις όμως τον απέκρουσα, λέγοντας, «αποστραφείησαν είς τα οπίσω και καταισχυθείησαν οι λογιζόμενοί μοι κακά» (Ψαλ. ξθ΄ 3), αμέσως ο δεύτερο ο εξ αριστερών μου ψιθύριζε στο αυτί: «Εύγε! Πολύ καλά έκανες! Έγινες μέγας, αφού ενίκησες την αναιδέστατη μητέρα μου».
Τότε εγώ, χρησιμοποιώντας εύστοχα τον επόμενο στίχο του Ψαλμού, απήντησα: «Αποστραφήτωσαν παραυτίκα αισχυνόμενοι οι λέγοντές μοι∙ εύγε, εύγε πεποίηκας»! (πρβλ. Ψαλμ. ξθ΄ 4).
Όταν ερώτησα τον προορατικόν αυτόν, «πως η κενοδοξία συμβαίνει να είναι μητέρα της υπερηφανείας», μου απήντησε:
«Οι μέν έπαινοι εξυψώνουν και δημιουργούν φυσίωσι∙ όταν δε εξυψωθή η ψυχή, την παραλαμβάνει τότε η υπερηφάνεια και «αναφέρει αυτήν έως των ουρανών και καταφέρει έως των αβύσσων» (πρβλ. Ψαλμ. ρς΄ 26).
28. Υπάρχει δόξα πού μας έρχεται από τον Κύριον. «Τους γάρ δοξάζοντάς με, λέγει, δοξάσω» (Α΄ Βασ. β΄ 30). Και υπάρχει δόξα πού είναι συνέπεια διαβολικής εργασίας και απάτης. «Ουαί γάρ, λέγει, όταν καλώς υμάς είπωσι πάντες οι άνθρωποι» (Λουκ. ς΄ 26).
29. Θα αντιληφθής σαφώς την πρώτη δόξα, όταν την θεωρής επικίνδυνη, όταν την αποφεύγης παντοιοτρόπως και όταν αποκρύπτης την καλή σου ζωή όπου και αν ευρίσκεσαι. Την Δευτέρα δόξα αντιθέτως θα την αντιληφθής, όταν και το παραμικρό το κάνης «προς το θεαθήναι τοίς ανθρώποις» (Ματθ. κγ΄ 5).
Μας υποβάλλει η μιαρά κενοδοξία να κάνουμε πώς έχομε αρετές πού δε έχομε, παραπλανώντας μας με το ρητό: «Ούτω λαμψάτω το φως υμών έμπροσθεν των ανθρώπων, όπως ίδωσιν υμών τα καλά έργα» (Ματθ. ε΄ 16).
Πολλές φορές ο Κύριος ωδήγησε τους κενοδόξους σε ακενοδοξία με κάποιο ατιμωτικό γεγονός πού επέτρεψε να συμβή.
30. Αρχή της ακενοδοξίας είναι η προφύλαξις του στόματος και η αγάπη της ατιμίας. Μέσον, η απόρριψις κάθε έργου πού μας προτείνουν οι λογισμοί της κενοδοξίας. Και τέλος, εάν βεβαίως υπάρχει τέλος στην άβυσσο, το να πράττωμε ασυναίσθητα ενώπιον πλήθους κάθε τι πού μας εκθέτει.
31. Μη αποκρύπτης την αισχύνη σου, με την σκέψι να μη γίνης αιτία σκανδάλου. Όμως δεν πρέπει ίσως να χρησιμοποιήται πάντοτε το ίδιο φαρμακευτικό έμπλαστρο, αλλά να λαμβάνεται υπ΄ όψιν και το είδος του σφάλματος.
32. Όταν εμείς επιδιώκωμε την δόξα και όταν μόνη της μας στέλλεται από άλλους και όταν επιχειρήσωμε κάτι χάριν κενοδοξίας, τότε ας ενθυμηθούμε το πένθος μας και την μετά συντριβής και φόβου προσευχή μας, και τότε οπωσδήποτε θα την εκδιώξωμε την αναίσχυντη κενοδοξία, εάν βεβαίως καλλιεργούμε πραγματικά την προσευχή. Διαφορετικά, ας φέρωμε αμέσως στην σκέψι μας την ώρα του θανάτου μας. Και αν επιμένη ακόμη, ας φοβηθούμε τουλάχιστον την καταισχύνη πού ακολουθεί στην δόξα αυτή, εφ΄ όσον «ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται» (Λουκ. ιη΄ 14). «Ταπεινωθήσεται» όχι μόνο στην άλλη ζωή, αλλά οπωσδήποτε και εδώ.
33. Όταν οι επαινούντες ή μάλλον οι αποπλανώντες αρχίσουν να μας επαινούν, ας ενθυμηθούμε αμέσως το πλήθος των ανομιών μας, και ασφαλώς θα ιδούμε ότι είμαστε ανάξιοι των επαίνων και των τιμών.
34. Υπάρχουν και μερικοί κενόδοξοι πού θεωρούν υποχρεωμένο τον Θεόν να τους εισακούση σε ωρισμένα αιτήματά τους. Ο δε Κύριος συνηθίζει να τους προλαμβάνη και να πραγματοποιή ό,τι θα του ζητούσαν στις προσευχές τους∙ και τούτο, για να μη τα λάβουν με την προσευχή και αυξήσουν την οίησί τους.
35. Ως επί το πλείστον οι απλοί και απονήρευτοι δεν περιπίπτουν στο φαρμακερό αυτό πάθος, αφού άλλωστε η κενοδοξία είναι διώκτης της απλότητος και επίπλαστη συμπεριφορά.
36. Υπάρχει κάποιο σκουλήκι πού, αφού αυξηθή, βγάζει πτερά και πετά στα ύψη. Ομοίως και η κενοδοξία σαν αυξηθή, γεννά την υπερηφάνεια, πού είναι ο αρχηγός και η τελείωσις, (η αρχή και το τέλος), όλων των κακών.
Βαθμίς εικοστή πρώτη!
Όποιος από αυτήν, την κενοδοξία, δεν αιχμαλωτίσθηκε, δεν θα περιπέση στην εχθράν του Θεού ακέφαλο υπερηφάνεια.
Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος Κ΄ (Περί δειλίας)
1. ΟΠΟΙΟΣ εργάζεται την αρετή σε Κοινόβιο ή σε συνοδία, δεν είναι συνηθισμένο να πολεμήται από την δειλία. Εκείνος όμως πού ευρίσκεται σε ησυχαστικώτερους τόπους, ας αγωνίζεται μήπως και τον κυριεύση το γέννημα της κενοδοξίας και η θυγατέρα της απιστίας, δηλαδή η δειλία.
2. Η δειλία είναι νηπιακή συμπεριφορά μιας ψυχής πού εγήρασε στην κενοδοξία. Η δειλία είναι απομάκρυνσις της πίστεως, με την ιδέα ότι αναμένονται απροσδόκητα κακά.
3. Ο φόβος είναι κίνδυνος που προμελετάται. Ή διαφορετικά, ο φόβος είναι μία έντρομη καρδιακή αίσθησις, πού συγκλονίζεται και αγωνιά από αναμονή απροβλέπτων συμφορών. Ο φόβος είναι μία στέρησις της εσωτερικής πληροφορίας. Η υπερήφανη ψυχή είναι δούλη της δειλίας∙ έχοντας πεποίθησι στον εαυτόν της και όχι στον Θεόν, φοβείται τους κρότους των κτισμάτων και τις σκιές.
4. Όσοι πενθούν και όσοι καταπονούνται χωρίς να υπολογίζουν κόπους και πόνους, δεν αποκτούν δειλία. Πολλές φορές όσοι υποκύπτουν στην δειλία χάνουν το μυαλό τους. Και είναι φυσικό αυτό, διότι είναι δίκαιος Εκείνος πού εγκαταλείπει τους υπερηφάνους, ώστε και οι υπόλοιποι να μάθωμε να μη υψηλοφρονούμε.
5. Όλοι όσοι φοβούνται είναι κενόδοξοι, αλλ΄ όμως όλοι όσοι δεν φοβούνται δεν σημαίνει ότι είναι ταπεινόφρονες, αφού και οι λησταί και οι τυμβωρύχοι δεν υποκύπτουν εύκολα στην δειλία.
6. Σε όποιους τόπους συνηθίζεις να φοβήσαι, μη διστάζης να πηγαίνης, όταν ακόμη δεν έχη ξημερώσει. Εάν δείξεις κάποια χαλαρότητα στο σημείο αυτό, τότε θα γηράση μαζί σου το νηπιακό και αξιογέλαστο τούτο πάθος. Ενώ βαδίζεις προς τα εκεί οπλίζου με την προσευχή. Μόλις φθάσης σ΄ εκείνους τους τόπους, ανύψωσε τα χέρια σου. Με το όνομα του Ιησού μάστιζε τους εχθρούς, διότι δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε στην γη ισχυρότερο όπλο. Αφού απαλλαγής από την αρρώστεια αυτή, ας ανυμνήσης τον Λυτρωτή σου∙ διότι εάν τον ευγνωμονής, θα σε σκεπάζη παντοτινά.
7. Ποτέ δεν μπορείς διά μιας να γεμίσης την κοιλία. Παρόμοια βέβαια δεν μπορείς διά μιας να νικήσης την δειλία. Όταν έχωμε πολύ πένθος, θα υποχωρήση πιο γρήγορα∙ όταν όμως αυτό μας λείπη, θα παραμένουμε συνεχώς δειλοί. «Έφριξάν μου τρίχες και σάρκες» είπε ο Ελιφάζ (Ιώβ δ΄ 15), περιγράφοντας την πανουργία τούτου του δαίμονος.
8. Άλλωτε εδειλίασε πρώτα η ψυχή και άλλοτε το σώμα, και εν συνεχεία μεταβίβασε το ένα στο άλλο το πάθος. Αν συμβή να φοβηθή το σώμα, χωρίς όμως να εισδύση ο άκαιρος φόβος στην ψυχή, ευρισκόμεθα πλησίον στην θεραπεία. Όταν δε όλα τα δυσάρεστα και απροσδόκητα τα δεχώμεθα πρόθυμα, με συντριμμένη καρδιά, τότε ελευθερωθήκαμε πραγματικά από την δειλία.
9. Δεν ενισχύει τους δαίμονας εναντίον μας το σκότος και η ερημία των τόπων, αλλά η ακαρπία της ψυχής μας. Μερικές φορές όμως πρόκειται για οικονομική παίδευσι εκ μέρους του Θεού.
10. Εκείνος που έγινε δούλος του Κυρίου, θα φοβηθή μόνο τον ιδικό του Δεσπότη. Και εκείνος πού δεν φοβείται ακόμη Αυτόν, φοβείται πολλές φορές την σκιά του.
11. Όταν πλησιάση αοράτως ένα πονηρό πνεύμα, φοβείται το σώμα. Όταν όμως πλησιάση κάποιος Άγγελος, αγάλλεται η ψυχή των ταπεινών. Γι΄αυτό, μόλις από την ενέργεια αυτή αντιληφθούμε την παρουσία του, ας τρέξουμε γρήγορα στην προσευχή, διότι ήλθε να προσευχηθή μαζί μας ο αγαθός μας φύλαξ.
Όποιος ενίκησε την δειλία, είναι φανερό ότι ανέθεσε στον Θεόν και την ζωή και την ψυχή του.
2. Η δειλία είναι νηπιακή συμπεριφορά μιας ψυχής πού εγήρασε στην κενοδοξία. Η δειλία είναι απομάκρυνσις της πίστεως, με την ιδέα ότι αναμένονται απροσδόκητα κακά.
3. Ο φόβος είναι κίνδυνος που προμελετάται. Ή διαφορετικά, ο φόβος είναι μία έντρομη καρδιακή αίσθησις, πού συγκλονίζεται και αγωνιά από αναμονή απροβλέπτων συμφορών. Ο φόβος είναι μία στέρησις της εσωτερικής πληροφορίας. Η υπερήφανη ψυχή είναι δούλη της δειλίας∙ έχοντας πεποίθησι στον εαυτόν της και όχι στον Θεόν, φοβείται τους κρότους των κτισμάτων και τις σκιές.
4. Όσοι πενθούν και όσοι καταπονούνται χωρίς να υπολογίζουν κόπους και πόνους, δεν αποκτούν δειλία. Πολλές φορές όσοι υποκύπτουν στην δειλία χάνουν το μυαλό τους. Και είναι φυσικό αυτό, διότι είναι δίκαιος Εκείνος πού εγκαταλείπει τους υπερηφάνους, ώστε και οι υπόλοιποι να μάθωμε να μη υψηλοφρονούμε.
5. Όλοι όσοι φοβούνται είναι κενόδοξοι, αλλ΄ όμως όλοι όσοι δεν φοβούνται δεν σημαίνει ότι είναι ταπεινόφρονες, αφού και οι λησταί και οι τυμβωρύχοι δεν υποκύπτουν εύκολα στην δειλία.
6. Σε όποιους τόπους συνηθίζεις να φοβήσαι, μη διστάζης να πηγαίνης, όταν ακόμη δεν έχη ξημερώσει. Εάν δείξεις κάποια χαλαρότητα στο σημείο αυτό, τότε θα γηράση μαζί σου το νηπιακό και αξιογέλαστο τούτο πάθος. Ενώ βαδίζεις προς τα εκεί οπλίζου με την προσευχή. Μόλις φθάσης σ΄ εκείνους τους τόπους, ανύψωσε τα χέρια σου. Με το όνομα του Ιησού μάστιζε τους εχθρούς, διότι δεν υπάρχει ούτε στον ουρανό ούτε στην γη ισχυρότερο όπλο. Αφού απαλλαγής από την αρρώστεια αυτή, ας ανυμνήσης τον Λυτρωτή σου∙ διότι εάν τον ευγνωμονής, θα σε σκεπάζη παντοτινά.
7. Ποτέ δεν μπορείς διά μιας να γεμίσης την κοιλία. Παρόμοια βέβαια δεν μπορείς διά μιας να νικήσης την δειλία. Όταν έχωμε πολύ πένθος, θα υποχωρήση πιο γρήγορα∙ όταν όμως αυτό μας λείπη, θα παραμένουμε συνεχώς δειλοί. «Έφριξάν μου τρίχες και σάρκες» είπε ο Ελιφάζ (Ιώβ δ΄ 15), περιγράφοντας την πανουργία τούτου του δαίμονος.
8. Άλλωτε εδειλίασε πρώτα η ψυχή και άλλοτε το σώμα, και εν συνεχεία μεταβίβασε το ένα στο άλλο το πάθος. Αν συμβή να φοβηθή το σώμα, χωρίς όμως να εισδύση ο άκαιρος φόβος στην ψυχή, ευρισκόμεθα πλησίον στην θεραπεία. Όταν δε όλα τα δυσάρεστα και απροσδόκητα τα δεχώμεθα πρόθυμα, με συντριμμένη καρδιά, τότε ελευθερωθήκαμε πραγματικά από την δειλία.
9. Δεν ενισχύει τους δαίμονας εναντίον μας το σκότος και η ερημία των τόπων, αλλά η ακαρπία της ψυχής μας. Μερικές φορές όμως πρόκειται για οικονομική παίδευσι εκ μέρους του Θεού.
10. Εκείνος που έγινε δούλος του Κυρίου, θα φοβηθή μόνο τον ιδικό του Δεσπότη. Και εκείνος πού δεν φοβείται ακόμη Αυτόν, φοβείται πολλές φορές την σκιά του.
11. Όταν πλησιάση αοράτως ένα πονηρό πνεύμα, φοβείται το σώμα. Όταν όμως πλησιάση κάποιος Άγγελος, αγάλλεται η ψυχή των ταπεινών. Γι΄αυτό, μόλις από την ενέργεια αυτή αντιληφθούμε την παρουσία του, ας τρέξουμε γρήγορα στην προσευχή, διότι ήλθε να προσευχηθή μαζί μας ο αγαθός μας φύλαξ.
Όποιος ενίκησε την δειλία, είναι φανερό ότι ανέθεσε στον Θεόν και την ζωή και την ψυχή του.
Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012
Ερμηνεία Ψαλμών κατά τον Άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη
1. Όταν φυτεύουν δένδρα ή αμπέλι, για να καρποφορήσουν
2. Για να δώσει φώτιση ο Θεός σ’ αυτούς που πηγαίνουν σε συνέδρια.
3. Για να φύγει η κακία από ανθρώπους, για να μη βασανίζουν άδικα τους συνανθρώπους τους.
4. Για να θεραπεύσει ο Θεός τους ευαίσθητους ανθρώπους, που αρρώστησαν από μελαγχολία από τη συμπεριφορά των σκληρόκαρδων ανθρώπων.
5. Για να θεραπεύσει ο Θεός τα πληγωμένα, χτυπημένα μάτια από κακό άνθρωπο.
6. Για να ελευθερώσει ο Θεός τον μαγεμένο άνθρωπο.
7. Γι’ αυτούς που έπαθαν από φοβία από τις φοβέρες και τις απειλές των κακών ανθρώπων.
8. Γι’ αυτούς που έπαθαν κακό από δαίμονες ή από πονηρούς ανθρώπους.
9. Για να πάψουν να σε φοβερίζουν οι δαίμονες στον ύπνο ή με τις φαντασίες την ημέρα.
10. Για τα σκληρόκαρδα ανδρόγυνα που μαλώνουν και χωρίζουν. ( Όταν βασανίζει άδικα ο σκληρός ή η σκληρή τον ευαίσθητο).
11. Για τους τρελούς που έχουν και κακότητα και κάνουν κακό στους ανθρώπους.
12. Γι’ αυτούς που πάσχουν από το συκώτι.
13. Γι’ φοβερό δαιμόνιο, συνέχεια 3 Χ 3 ημέρες.
14. Για ν’ αλλάξουν γνώμη οι ληστές και να επιστρέψουν άπρακτοι και μετανοημένοι.
15. Για να βρεθεί το κλειδί, όταν χαθεί.
16. Για μεγάλη συκοφαντία, 3 φορές την ημέρα επί 3 ημέρες.
17. Όταν γίνεται σεισμός ή θεομηνία, κατακλυσμός και κεραυνοί.
18. Για να ελευθερωθούν οι μητέρες στην γέννα τους.
19. Γι’ ανδρόγυνα που δεν γεννούν λόγω αναπηρίας, για να τους θεραπεύσει ο Θεός, για να μην χωρίσουν.
20. Για να μαλακώσει ο Θεός τις καρδιές των πλουσίων να κάνουν ελεημοσύνες στους φτωχούς.
21. Για να εμποδίσει ο Θεός την πυρκαϊά, για να μην γίνει κακό.
22. Για να ημερέψει ο Θεός τα άτακτα και ανυπάκουα παιδιά, που θλίβουν τους γονείς τους.
23. Για να ανοίξει η πόρτα, όταν χαθεί το κλειδί.
24. Σε ανθρώπους που φθονεί πολύ ο πειρασμός και τους φέρνει συνέχεια αναποδιές στην ζωή τους, για να γογγύζουν.
25. Όταν ζητάει κανείς κάτι καλό από τον Θεό, για να του το δώσει, χωρίς να τον βλάψει.
26. Για να προστατέψει ο Θεός τους χωρικούς από τα εχθρικά στρατεύματα, να μην κάνουν κακό στους ανθρώπους και λεηλασίες στις αγροικίες.
27. Για να θεραπεύσει ο Θεός τους νευρασθενής και τους νευρόπονους.
28. Γι’ αυτούς που τους πειράζει η θάλασσα και φοβούνται στην πολλή φουρτούνα.
29. Γι’ αυτούς που κινδυνεύουν μακριά, μέσα σε βάρβαρους και άπιστους λαούς, για να τους φυλάξει ο Θεός και να φωτίσει κι εκείνους να ημερέψουν, και να γνωρίσουν το Θεό.
30. Για να δώσει ο Θεός αφθονία σπαρτών και καρπών στα δέντρα, όταν ο καιρός δεν είναι ευνοϊκός.
31. Για να βρουν οι οδοιπόροι τον δρόμο, όταν χαθούν και ταλαιπωρούνται.
32. Για να φανερώσει ο Θεός την αλήθεια στους αδικοφυλακισμένους, για να ελευθερωθούν.
33. Σε ψυχορραγούντες, όταν βασανίζονται από τους δαίμονες την ώρα του θανάτου, ή σε εχθρικά στρατεύματα, όταν απειλούν και παραβιάζουν τα σύνορα, για να κάνουν κακό.
34. Για να ελευθερώσει ο Θεός τους καλοκάγαθους ανθρώπους από τις παγίδες των πονηρών ανθρώπων, που εκμεταλλεύονται τους ανθρώπους του Θεού.
35. Για να εξαλειφθεί τελείως η έχθρα μετά από τα μαλώματα ή παρεξηγήσεις.
36. Για βαριά πληγωμένους ανθρώπους από κακοποιούς εγκληματίες.
37. Όταν πονάνε οι σιαγόνες από σάπια δόντια.
38. Για να βρουν εργασία οι εγκαταλελειμμένοι και δυστυχισμένοι άνθρωποι, για να μη θλίβονται.
39. Για να επανέλθει αγάπη μεταξύ αφεντικού και υπαλλήλων, όταν δημιουργούνται προστριβές.
40. Για να ελευθερωθούν οι μητέρες στην γέννα, από πρόωρο τοκετό.
41. Σε νέους που αρρωσταίνουν από έρωτα, όταν τραυματίζεται το ένα πρόσωπο και θλίβεται.
42. Για να ελευθερωθούν οι αιχμάλωτοι από τις φυλακές του εχθρικού έθνους.
43. Για να φανερώσει ο Θεός την αλήθεια στα παρεξηγημένα ανδρόγυνα, για να συμφιλιωθούν.
44. Για τους ανθρώπους που πάσχουν από την καρδιά ή από τα νεφρά.
45. Για τους νέους, που εμποδίζει ο εχθρός, από φθόνο, να δημιουργήσουν οικογένεια (να παντρευτούν).
46. Για να ειρηνεύσει ο υπηρέτης ή ο δούλος, όταν φύγει πληγωμένος από το αφεντικό του και να βρει δουλειά.
47. Όταν γίνονται μεγάλες καταστροφές και ληστείες από βαρβαρικές συμμορίες – πειρατών -. (Να διαβάζεται συνέχεια επί 40 ημέρες).
48. Γι’ αυτούς που κάνουν επικίνδυνη δουλειά.
49. Για να μετανοήσουν και να επιστρέψουν στον Θεό οι απομακρυσμένοι άνθρωποι, για να σωθούν.
50. Όταν εξ αμαρτιών μας έρθει παιδαγωγική οργή Θεού (επιδημία αρρώστιας και θανατικό στους ανθρώπους ή στα ζώα).
51. Για να μετανοήσουν οι σκληρόκαρδοι άρχοντες και να γίνουν ευσπλαχνικοί, για να μη βασανίζουν τον λαό.
52. Για να ευλογήσει ο Θεός τα δίχτυα, να γεμίζουν ψάρια.
53. Για να φωτίσει ο Θεός τους πλούσιους, που έχουν αγορασμένους δούλους, να τους ελευθερώσουν.
54. Για να αποκατασταθεί η υπόληψη της δυσφημισμένης οικογένειας που είχε συκοφαντηθεί.
55. Σε ευαίσθητους, που έχουν πληγωθεί ψυχικά από τους συνανθρώπους τους.
56. Γι’ ανθρώπους που υποφέρουν από πονοκέφαλο, από πολλή στενοχώρια.
57. Για να έλθουν ευνοϊκά τα πράγματα σ’ εκείνους που ενεργούν για το καλό, να εμποδίσει ο Θεός κάθε πονηρή ενέργεια δαιμόνων ή φθονερών ανθρώπων.
58. Για τους βουβούς, να δώσει ο Θεός λαλιά.
59. Για να φανερώσει ο Θεός την αλήθεια, όταν συκοφαντείται σύνολο ανθρώπων.
60. Γι’ αυτούς που δυσκολεύονται στην εργασία, είτε από τεμπελιά είτε από δειλία.
61. Για να απαλλάξει ο Θεός από δοκιμασίες τον ολιγόψυχο άνθρωπο, που δεν έχει υπομονή και γογγύζει.
62. Για να καρπίσουν τα χωράφια και τα δέντρα, όταν στερούνται από νερό.
63. Όταν δαγκωθεί ο άνθρωπος από λύκο ή σκύλο λυσσασμένο (τους έδινε και από το διαβασμένο νερό, για να πιουν).
64. Για να έχουν οι έμποροι ευλογία, για να μην φλυαρούν και αδικούν τους απλούς ανθρώπους.
65. Για να μην φέρει αναποδιές ο πονηρός στα σπίτια και θλίβει τις οικογένειες.
66. Για να ευλογηθούν τα πουλερικά (ορνιθοτροφεία).
67. Για να ελευθερωθούν οι μητέρες, που δυσκολεύονται να αποβάλλουν, όταν παθαίνουν κακό.
68. Όταν γίνονται θεομηνίες και πλημμυρίζουν τα ποτάμια και παρασύρουν σπίτια και ανθρώπους.
69. Σε ευαίσθητους ανθρώπους που θλίβονται για το παραμικρό και έρχονται σε απόγνωση, να τους ενισχύει ο Θεός.
70. Για εγκαταλελειμμένους ανθρώπους, που γίνονται βαρετοί από φθόνο του διαβόλου και έρχονται σε απόγνωση, για να βρουν έλεος από τον Θεό και περίθαλψη.
71. Για να ευλογήσει ο Θεός τα αγαθά της νέας εσοδείας, που μετέφεραν στα σπίτια τους οι γεωργοί.
72. Για να μετανοήσουν οι κακοποιοί άνθρωποι.
73. Για να προφυλάξει ο Θεός τους χωρικούς που εργάζονται στα χωράφια τους, όταν οι εχθροί έχουν περικυκλωμένο το χωριό.
74. Για να ημερέψει το βάρβαρο αφεντικό, να μην βασανίζει τους συνανθρώπους του, τους υπαλλήλους.
75. Σε μητέρα που φοβάται στη γέννα της, για να την ενθαρρύνει και να την προστατέψει ο Θεός.
76. Όταν δεν υπάρχει κατανόηση μεταξύ γονέων και παιδιών, να τους φωτίσει ο Θεός, για να ακούνε τα παιδιά τους γονείς και οι γονείς να δείχνουν αγάπη.
77. Για να φωτίσει ο Θεός τους δανειστές, να μην πιέζουν τους συνανθρώπους τους για το χρέος τους, και να είναι ευσπλαχνικοί.
78. Για να προφυλάξει ο Θεός τα χωριά από ληστείες και καταστροφές των εχθρικών στρατευμάτων.
79. Για να θεραπεύσει ο Θεός τον άνθρωπο, όταν πρήζεται το πρόσωπό του και πονάει όλο το κεφάλι του.
80. Για να οικονομήσει ο Θεός τους φτωχούς, που στερούνται και στενοχωριούνται από την ανέχεια και θλίβονται.
81. Για να αγοράσουν οι άνθρωποι τα προϊόντα των γεωργών, για να μην στενοχωριούνται και θλίβονται οι χωρικοί.
82. Για να εμποδίσει ο Θεός τους κακούς ανθρώπους, που θέλουν να κάνουν δολοφονίες.
83. Για να διατηρηθούν από τον Θεό όλα τα υπάρχοντα του σπιτιού καλά, τα ζώα και τα προϊόντα των παραγωγών.
84. Για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους που έχουν πληγωθεί από τους ληστές και έπαθαν και από φοβία.
85. Για να σώσει ο Θεός τον κόσμο, όταν πέφτει χολέρα στους ανθρώπους και πεθαίνουν.
86. Για να παρατείνει ο Θεός την ζωή στους οικογενειάρχες, που έχουν ακόμη υποχρεώσεις οικογενειακές.
87. Για να προστατεύσει ο Θεός όλους τους απροστάτευτους ανθρώπους, που ταλαιπωρούνται από σκληρούς συνανθρώπους.
88. Για να δυναμώσει ο Θεός τους φιλάσθενους και αδύνατους ανθρώπους, για να μπορούν να εργάζονται χωρίς να κουράζονται και να θλίβονται.
89. Για να βρέξει ο Θεός, όταν υπάρχει ανομβρία ή όταν στερέψουν τα πηγάδια, για να βγάλουν νερό.
90. Για να εξαφανιστεί ο διάβολος, όταν παρουσιάζεται σε άνθρωπο και τον τρομάζει.
91. Για να δώσει ο Θεός σύνεση στους ανθρώπους, για να προκόπτουν πνευματικά.
92. Για να προφυλάξει ο Θεός το πλοίο, όταν κινδυνεύει από μεγάλη φουρτούνα στη θάλασσα (έριχνε δε και αγιασμένο νερό στα τέσσερα σημεία του πλοίου).
93. Για να φωτίσει ο Θεός τους άτακτους ανθρώπους, που δημιουργούν θέματα στο έθνος και αναστατώνουν τον λαό και τον ταλαιπωρούν με ακαταστασίες και φαγωμάρες.
94. Για να μην πλησιάσουν μάγια στα ανδρόγυνα και δημιουργούνται θέματα και προστριβές.
95. Για να δώσει ο Θεός την ακοή στους κουφούς.
96. Για να φύγουν τα μάγια από τους ανθρώπους.
97. Για να δώσει ο Θεός παρηγοριά στους στενοχωρημένους ανθρώπους, για να μη θλίβονται.
98. Για να ευλογήσει και να χαριτώσει ο Θεός τους νέους που θέλουν να αφιερωθούν στον Θεό.
99. Για να ευλογήσει και να εκπληρώσει ο Θεός τους θείους πόθους των ανθρώπων.
100. Για να δίνει ο Θεός χαρίσματα στους καλοκάγαθους ανθρώπους.
101. Για να ευλογήσει ο Θεός τους ανθρώπους, που φέρουν αξιώματα, για να βοηθούν τον κόσμο με καλοσύνη και κατανόηση.
102. Για να έλθουν τα έμμηνα, όταν καθυστερούν.
103. Για να ευλογήσει ο Θεός τα υπάρχοντα των ανθρώπων, για να μην στερούνται και θλίβονται, αλλά να δοξάσουν τον Θεό.
104. Για να μετανοήσουν οι άνθρωποι και να εξομολογηθούν τις αμαρτίες τους.
105. Για να δώσει φώτιση ο Θεός στους ανθρώπους να μην ξεκλίνουν από την οδό της σωτηρίας.
106. Για να λύσει ο Θεός την στείρωση των γυναικών.
107. Για να ταπεινώσει ο Θεός τους εχθρούς, για να αλλάξουν τις κακές των διαθέσεις.
108. Για να θεραπεύσει ο Θεός τους σεληνιασμένους ή για να ελεήσει τους ψευδομάρτυρες, να μετανοήσουν.
109. Για να έχουν σεβασμό οι νεότεροι στους μεγαλύτερους.
110. Για να μετανοήσουν οι άδικοι κριτές και να κρίνουν δίκαια τον λαό του Θεού.
111. Για να προφυλάξει ο Θεός τους στρατιώτες, όταν πηγαίνουν στον πόλεμο.
112. Για να δώσει ο Θεός ευλογίες στη φτωχή χήρα, να πληρώσει τα χρέη της και ν’ απαλλαχτεί από τη φυλακή.
113. Για να θεραπεύσει ο Θεός τα καθυστερημένα διανοητικά και μογγόλαλα παιδιά.
114. Για να δίνει ο Θεός ευλογίες και παρηγοριά στα δυστυχισμένα, φτωχά παιδάκια, για να μην περιφρονούνται από τα παιδιά των πλουσίων και θλίβονται.
115. Για να θεραπεύσει ο Θεός το φοβερό πάθος του ψεύδους.
116. Για να διατηρούν αγάπη και ομόνοια οι οικογένειες και να δοξολογούν το Θεό.
117. Για να ταπεινώσει ο Θεός τους βαρβάρους, όταν κυκλώνουν το χωριό και το απειλούν, και να ανατρέψει τις κακές διαθέσεις τους.
118. Για να πατάξει ο Θεός τους βαρβάρους, και να ταπεινώσει την δράση τους, όταν σφάζουν αθώα γυναικόπαιδα.
119. Για να δίνει υπομονή και ανεκτικότητα ο Θεός στους ανθρώπους, που είναι αναγκασμένοι να παρευρίσκονται με δόλιους και άδικους ανθρώπους.
120. Για να προστατεύσει ο Θεός τους σκλάβους από τα εχθρικά χέρια, να μην τους κακοποιήσουν μέχρι να ελευθερωθούν.
121. Για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους, που πάσχουν από βασκανία.
122. Για να δώσει ο Θεός το φως στους τυφλούς και να θεραπεύσει τα πονεμένα μάτια.
123. Για να φυλάξει ο Θεός τους ανθρώπους από τα φίδια, να μην τους δαγκώσουν.
124. Για να προφυλάξει ο Θεός τα κτήματα των δικαίων ανθρώπων από τους κακούς ανθρώπους.
125. Για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους, που πάσχουν από συνεχείς πονοκεφάλους.
126. Για να ειρηνεύσει ο Θεός την οικογένεια, όταν μαλώνουν.
127. Για να μην πλησιάσει η κακία του εχθρού ποτέ στα σπίτια και να επικρατήσει η ειρήνη και η ευλογία του Θεού στην οικογένεια.
128. Για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους που πάσχουν από ημικρανία, πονοκεφάλους και να ελεήσει τους σκληρόκαρδους και αδιάκριτους ανθρώπους, που στενοχωρούν τους ευαίσθητους.
129. Για να δώσει ο Θεός θάρρος και ελπίδα στους αρχάριους, για να μη δυσκολεύονται στη δουλειά τους.
130. Για να δώσει ο Θεός μετάνοια και παρηγοριά με ελπίδα στους ανθρώπους, για να σωθούν.
131. Για να λυπηθεί ο Θεός τον κόσμο, όταν εξ αμαρτιών μας γίνονται συνεχείς πόλεμοι.
132. Για να φυλάξει ο Θεός τα έθνη να συμφιλιωθούν και να ειρηνεύουν οι άνθρωποι.
133. Για να φυλάξει ο Θεός τους ανθρώπους από κάθε κίνδυνο.
134. Για να συγκεντρώνονται οι άνθρωποι την ώρα της προσευχής και να ενώνεται ο νους τους με το Θεό.
135. Για να προστατέψει ο Θεός τους πρόσφυγες, όταν εγκαταλείπουν τα σπίτια τους και φεύγουν, για να σωθούν απ’ τους βαρβάρους.
136. Για να σταθεροποιήσει ο Θεός τον άνθρωπο, που έχει άστατο χαρακτήρα.
137. Για να φωτίζει ο Θεός τους άρχοντες του τόπου, για να βρίσκουν κατανόηση οι άνθρωποι στα αιτήματά τους.
138. Για να πάψει ο διάβολος να πειράζει τους ευαίσθητους ανθρώπους με βλάσφημους λογισμούς.
139. Για να ημερέψει ο Θεός τον δύστροπο οικογενειάρχη, που ταλαιπωρεί ολόκληρη την οικογένεια.
140. Για να ημερέψει Θεός τον βάρβαρο άρχοντα του τόπου, που βασανίζει τους συνανθρώπους του.
141. Για να ημερέψει ο Θεός τον επαναστάτη, που κάνει κακό • και Κούρδης εάν είναι, γίνεται αρνί.
142. Για να προστατέψει ο Θεός την μητέρα στον καιρό της εγκυμοσύνης, να μην αποβάλει.
143. Για να καταπραΰνει ο Θεός τον αναστατωμένο λαό, να μην γίνει εμφύλιος πόλεμος.
144. Για να ευλογήσει ο Θεός τις εργασίες των ανθρώπων, για να είναι ευάρεστες στον Θεό.
145. Για να σταματήσει ο Θεός τις αιμορραγίες των ανθρώπων.
146. Για να θεραπεύσει ο Θεός τους ανθρώπους, που έχουν κτυπηθεί και πληγωθεί στις σιαγόνες από κακούς ανθρώπους.
147. Για να ημερέψει ο Θεός τα άγρια ζώα του βουνού, για να μην κάνουν κακό στους ανθρώπους και ζημιές στα σπαρτά.
148. Για να κάνει καιρό ευνοϊκό ο Θεός, για να έχουν αφθονία εισοδημάτων οι άνθρωποι και να δοξάζουν τον Θεό.
Τέλος του οσίου Αρσενίου
149. Από ευγνωμοσύνη και ευχαριστία στον Θεό για τις μεγάλες του καλοσύνες και για την πολλή του αγάπη, που δεν έχει όρια, και μας ανέχεται (Του Γέροντα).
150. Για να δώσει ο Θεός χαρά και παρηγοριά στους θλιμμένους αδελφούς μας, που βρίσκονται στην ξενιτιά και στους κεκοιμημένους αδελφούς μας, που βρίσκονται στην πιο μακρινή ξενιτιά. Αμήν.
(Του Γέροντα)
Δευτέρα 5 Μαρτίου 2012
Ιωάννης ο Σιναΐτης, Άγιος: Κλίμαξ - Λόγος ΙΘ΄ (Περί αγρυπνίας)
1. Στους επίγειους βασιλείς, άλλοι παρίστανται άοπλοι και γυμνοί, άλλοι με ράβδους, άλλοι με ασπίδες και άλλοι με ξίφη. Είναι δε μεγάλη και ασύγκριτη η διαφορά ανάμεσα στους πρώτους και στους τελευταίους. Διότι οι πρώτοι είναι συνήθως συγγενείς και οικειακοί του βασιλέως. Και αυτά μέν συμβαίνουν σ΄αυτούς.
Εμπρός λοιπόν και εμείς να εξετάσωμε πώς παριστάμεθα ενώπιον του Θεού και Βασιλέως μας στις εσπερινές, τις νυκτερινές και τις λοιπές παραστάσεις και προσευχές.
Στην βραδυνή αγρυπνία μερικοί υψώνουν τα χέρια τους σε προσευχή, άϋλοι και απηλλαγμένοι από κάθε φροντίδα. Άλλοι την επιτελούν με ψαλμωδία. Άλλοι επιμένουν ιδιαιτέρως στην ανάγνωσι. Άλλοι από αδυναμία πολεμούν ανδρείως τον ύπνο με το εργόχειρο. Και άλλοι απασχολούνται με την σκέψι του θανάτου, θέλοντας έτσι να αισθανθούν κατάνυξι. Εξ όλων αυτών οι πρώτοι και οι τελευταίοι κάνουν θεάρεστη αγρυπνία. Οι δεύτεροι μοναχική. Οι τρίτοι βαδίζουν σε κατώτερη οδό. Πάντως αναλόγως προς την προαίρεσι και την δύναμι του καθενός, δέχεται και αξιολογεί τα δώρα ο Θεός.
2. Ο άγρυπνος οφθαλμός εξήγνισε τον νου, ενώ ο πολύς ύπνος επώρωσε την ψυχή. Ο άγρυπνος μοναχός είναι εχθρός της πορνείας, ενώ ο υπνώδης είναι σύζυγός της.
3. Η αγρυπνία είναι θραύσις της σαρκικής πυρώσεως, λύτρωσις από τους μολυσμούς των ενυπνιασμών, δακρύβρεκτος οφθαλμός, απαλή καρδία, προφύλαξις από τους λογισμούς, χωνευτήριο των φαγητών, δαμαστήριο των παθών, κολαστήριο της γλώσσης, φυγαδευτήριο των αισχρών φαντασιών.
4. Ο άγρυπνος μοναχός είναι αλιεύς των λογισμών, ικανός να τους αντιλαμβάνεται και να τους συλλαμβάνη με ευχέρεια μέσα στην νυκτερινή γαλήνη. Ο φιλόθεος μοναχός, όταν σημαίνη η σάλπιγγα της προσευχής, αναφωνεί: Εύγε! Εύγε! (πρβλ. Ιώβ λα΄ 29), ενώ ο ράθυμος οδύρεται: Αλλοίμονο! Αλλοίμονο!
5. Η προετοιμασία της τραπέζης εδοκίμασε τους γαστριμάργους και η εργασία της προσευχής εδοκίμασε τους φιλοθέους. Ο πρώτος μόλις αντικρύση την τράπεζα σκιρτά, ενώ ο δεύτερος σκυθρωπάζει.
6. Ο πολύς ύπνος είναι πρόξενος της λήθης, ενώ η αγρυπνία καθαρίζει την μνήμη.
7. Ο πλούτος των γεωργών συναθροίζεται στο αλώνι και στο πατητήρι, ενώ ο πλούτος και η γνώσις των μοναχών, στις εσπερινές και νυκτερινές προσευχές και στην νοερά εργασία.
8. Ο πολύς ύπνος είναι σύζυγος άδικος, πού αφαρπάζει το ήμισυ ή και περισσότερο ακόμη από την ζωή του ραθύμου.
9. Ο αδόκιμος μοναχός είναι άγρυπνος στις συζητήσεις. Όταν όμως ήλθε η ώρα της προσευχής, εβάρυναν τα μάτια του. Ο αποχαυνωμένος μοναχός είναι ικανός για πολυλογίες. Όταν όμως αρχίση η ανάγνωσις, δεν μπορεί ούτε να κοιτάξη από την νύστα.
Όταν θα ηχήση η εσχάτη σάλπιγγα, θα συμβή η ανάστασις των νεκρών. Κατά παρόμοιο τρόπο μολίς αρχίση η αργολογία, θα συμβή η ανάνηψις των κοιμωμένων. Είναι ύπουλος φίλος ο τύραννος πού λέγεται ύπνος. Πολλές φορές, όταν είμαστε χορτασμένοι από φαγητά υποχωρεί, ενώ όταν πεινούμε και διψούμε μας πολεμεί δυνατά. Στην προσευχή προτρέπει να κρατούμε εργόχειρο, διότι με άλλον τρόπο δεν μπορή να χαλάση την προσευχή αυτών, οι οποίοι ασκούν αγρυπνία.
Στους αρχαρίους αυτός είναι ο πρώτος πόλεμος πού αντιμετωπίζουν∙ με τον σκοπό να τους κάνη εξ αρχής ραθύμους ή να προετοιμάση τον δρόμο για τον δαίμονα της πορνείας. Έως ότου ελευθερωθούμε από αυτόν, ας μην αφίνουμε την κοινή ψαλμωδία με το πλήθος των αδελφών∙ διότι έτσι πολλές φορές αισθανόμεθα εντροπή και δεν νυστάζομε.
10. Ο σκύλος είναι εχθρός των λαγών∙ ομοίως και ο δαίμων της κενοδοξίας είναι εχθρός του ύπνου.
11. Ο έμπορος μετρά το κέρδος, όταν τελειώση η ημέρα, και ο αγωνιστής μοναχός, όταν τελειώση η ψαλμωδία.
12. Περίμενε και πρόσεχε και θα ιδής μετά από την προσευχή στίφη δαιμόνων, οι οποίοι επειδή πολεμήθηκαν εκ μέρους μας προσπαθούν να μας τραυματίσουν με τις απρεπείς φαντασίες. Κάθησε και παρατήρει, και θα ιδής αυτούς που συνηθίζουν να αφαρπάζουν τους πρώτους καρπούς της ψυχής.
13. Συμβαίνει μερικές φορές ενώ κοιμόμαστε, να μελετούμε τους στίχους των Ψαλμών. Τούτο συμβαίνει, διότι προηγήθηκε αυτή η μελέτη. Μερικές όμως φορές μας τα προκαλούν αυτά οι δαίμονες, για να μας δημιουργήσουν έπαρσι υπερηφανείας. Υπάρχει και τρίτη περίπτωσις πού δεν ήθελα να αναφέρω, αλλά κάποιος με εξηνάγκασε: Η ψυχή που μελετά ακατάπαυστα κάθε ημέρα τον λόγο του Κυρίου, συνηθίζει και στον ύπνο να προσκολλάται σ΄αυτά τα νοήματα. Το δεύτερο αυτό είναι κυρίως η ανταμοιβή του πρώτου, για να απομακρύνωνται από την ψυχή αμαρτίες και νυκτερινές φαντασίες!
Δεκάτη ενάτη βαθμίδα! Όποιος την ανέβηκε, εδέχθηκε φως στην καρδιά του.
Εμπρός λοιπόν και εμείς να εξετάσωμε πώς παριστάμεθα ενώπιον του Θεού και Βασιλέως μας στις εσπερινές, τις νυκτερινές και τις λοιπές παραστάσεις και προσευχές.
Στην βραδυνή αγρυπνία μερικοί υψώνουν τα χέρια τους σε προσευχή, άϋλοι και απηλλαγμένοι από κάθε φροντίδα. Άλλοι την επιτελούν με ψαλμωδία. Άλλοι επιμένουν ιδιαιτέρως στην ανάγνωσι. Άλλοι από αδυναμία πολεμούν ανδρείως τον ύπνο με το εργόχειρο. Και άλλοι απασχολούνται με την σκέψι του θανάτου, θέλοντας έτσι να αισθανθούν κατάνυξι. Εξ όλων αυτών οι πρώτοι και οι τελευταίοι κάνουν θεάρεστη αγρυπνία. Οι δεύτεροι μοναχική. Οι τρίτοι βαδίζουν σε κατώτερη οδό. Πάντως αναλόγως προς την προαίρεσι και την δύναμι του καθενός, δέχεται και αξιολογεί τα δώρα ο Θεός.
2. Ο άγρυπνος οφθαλμός εξήγνισε τον νου, ενώ ο πολύς ύπνος επώρωσε την ψυχή. Ο άγρυπνος μοναχός είναι εχθρός της πορνείας, ενώ ο υπνώδης είναι σύζυγός της.
3. Η αγρυπνία είναι θραύσις της σαρκικής πυρώσεως, λύτρωσις από τους μολυσμούς των ενυπνιασμών, δακρύβρεκτος οφθαλμός, απαλή καρδία, προφύλαξις από τους λογισμούς, χωνευτήριο των φαγητών, δαμαστήριο των παθών, κολαστήριο της γλώσσης, φυγαδευτήριο των αισχρών φαντασιών.
4. Ο άγρυπνος μοναχός είναι αλιεύς των λογισμών, ικανός να τους αντιλαμβάνεται και να τους συλλαμβάνη με ευχέρεια μέσα στην νυκτερινή γαλήνη. Ο φιλόθεος μοναχός, όταν σημαίνη η σάλπιγγα της προσευχής, αναφωνεί: Εύγε! Εύγε! (πρβλ. Ιώβ λα΄ 29), ενώ ο ράθυμος οδύρεται: Αλλοίμονο! Αλλοίμονο!
5. Η προετοιμασία της τραπέζης εδοκίμασε τους γαστριμάργους και η εργασία της προσευχής εδοκίμασε τους φιλοθέους. Ο πρώτος μόλις αντικρύση την τράπεζα σκιρτά, ενώ ο δεύτερος σκυθρωπάζει.
6. Ο πολύς ύπνος είναι πρόξενος της λήθης, ενώ η αγρυπνία καθαρίζει την μνήμη.
7. Ο πλούτος των γεωργών συναθροίζεται στο αλώνι και στο πατητήρι, ενώ ο πλούτος και η γνώσις των μοναχών, στις εσπερινές και νυκτερινές προσευχές και στην νοερά εργασία.
8. Ο πολύς ύπνος είναι σύζυγος άδικος, πού αφαρπάζει το ήμισυ ή και περισσότερο ακόμη από την ζωή του ραθύμου.
9. Ο αδόκιμος μοναχός είναι άγρυπνος στις συζητήσεις. Όταν όμως ήλθε η ώρα της προσευχής, εβάρυναν τα μάτια του. Ο αποχαυνωμένος μοναχός είναι ικανός για πολυλογίες. Όταν όμως αρχίση η ανάγνωσις, δεν μπορεί ούτε να κοιτάξη από την νύστα.
Όταν θα ηχήση η εσχάτη σάλπιγγα, θα συμβή η ανάστασις των νεκρών. Κατά παρόμοιο τρόπο μολίς αρχίση η αργολογία, θα συμβή η ανάνηψις των κοιμωμένων. Είναι ύπουλος φίλος ο τύραννος πού λέγεται ύπνος. Πολλές φορές, όταν είμαστε χορτασμένοι από φαγητά υποχωρεί, ενώ όταν πεινούμε και διψούμε μας πολεμεί δυνατά. Στην προσευχή προτρέπει να κρατούμε εργόχειρο, διότι με άλλον τρόπο δεν μπορή να χαλάση την προσευχή αυτών, οι οποίοι ασκούν αγρυπνία.
Στους αρχαρίους αυτός είναι ο πρώτος πόλεμος πού αντιμετωπίζουν∙ με τον σκοπό να τους κάνη εξ αρχής ραθύμους ή να προετοιμάση τον δρόμο για τον δαίμονα της πορνείας. Έως ότου ελευθερωθούμε από αυτόν, ας μην αφίνουμε την κοινή ψαλμωδία με το πλήθος των αδελφών∙ διότι έτσι πολλές φορές αισθανόμεθα εντροπή και δεν νυστάζομε.
10. Ο σκύλος είναι εχθρός των λαγών∙ ομοίως και ο δαίμων της κενοδοξίας είναι εχθρός του ύπνου.
11. Ο έμπορος μετρά το κέρδος, όταν τελειώση η ημέρα, και ο αγωνιστής μοναχός, όταν τελειώση η ψαλμωδία.
12. Περίμενε και πρόσεχε και θα ιδής μετά από την προσευχή στίφη δαιμόνων, οι οποίοι επειδή πολεμήθηκαν εκ μέρους μας προσπαθούν να μας τραυματίσουν με τις απρεπείς φαντασίες. Κάθησε και παρατήρει, και θα ιδής αυτούς που συνηθίζουν να αφαρπάζουν τους πρώτους καρπούς της ψυχής.
13. Συμβαίνει μερικές φορές ενώ κοιμόμαστε, να μελετούμε τους στίχους των Ψαλμών. Τούτο συμβαίνει, διότι προηγήθηκε αυτή η μελέτη. Μερικές όμως φορές μας τα προκαλούν αυτά οι δαίμονες, για να μας δημιουργήσουν έπαρσι υπερηφανείας. Υπάρχει και τρίτη περίπτωσις πού δεν ήθελα να αναφέρω, αλλά κάποιος με εξηνάγκασε: Η ψυχή που μελετά ακατάπαυστα κάθε ημέρα τον λόγο του Κυρίου, συνηθίζει και στον ύπνο να προσκολλάται σ΄αυτά τα νοήματα. Το δεύτερο αυτό είναι κυρίως η ανταμοιβή του πρώτου, για να απομακρύνωνται από την ψυχή αμαρτίες και νυκτερινές φαντασίες!
Δεκάτη ενάτη βαθμίδα! Όποιος την ανέβηκε, εδέχθηκε φως στην καρδιά του.
Παρασκευή 2 Μαρτίου 2012
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)